Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος - ταινιες || cinemagazine.gr

Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος

Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2019
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ:ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζο Μπέρλιντζερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ:Μάικλ Γουέργουϊ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζακ Έφρον,Λίλι Κόλινς, Άντζελα Σαράφιαν, Τζον Μάλκοβιτς, Χέϊλι Τζόελ Όσμεντ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:Μπράντον Τροστ
    ΜΟΥΣΙΚΗ:Μάρκο Μπελτράμι, Ντένις Σμιθ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ:110'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Σπέντζος
    Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος

Αξιοσημείωτο, κι εκ της συστάσεως αμφιλεγόμενο, θρίλερ του Netflix πάνω στον διασημότερο serial killer του 20ου αιώνα, τον Τεντ Μπάντι, που θανατώθηκε 30 χρόνια πριν στην ηλεκτρική καρέκλα για μια αδιανόητη σειρά αποτρόπαιων εγκλημάτων ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι καυτές πατάτες αυτά τα έργα, ιδίως σε μια εποχή που ο ψυχωτικός εντυπωσιασμός των ΜΜΕ και του σινεμά, μαζί με την οριακή (λέμε εμείς σήμερα εν έτει 2019, του χρόνου χειρότερα…) ανευθυνότητα των κοινωνικών δικτύων, συστήνουν μια μολότοφ σχετικισμού και «άποψης» που επιχειρεί ανενόχλητα και φανατικά πέρα από διαχωρισμούς σωστού και λάθος.

Καθώς εδώ αντικείμενο της δραματοποιημένης μελέτης είναι ο πιθανά στυγερότερος συλληφθείς εγκληματίας της εποχής μας, αναπόφευκτα εγείρονται ερωτήματα ηθικού, φιλοσοφικού τύπου: Τι είναι το Κακό, πώς ορίζεις τη φύση του, πώς το αντιμετωπίζεις ως κοινωνία; Κι εν συνεχεία, πιο επιστημονικά, πώς αναγνωρίζεις την εγκληματική προσωπικότητα και, εδώ είναι ο ρόλος μιας δραματουργίας, ποιά η απόσταση ανάμεσα στον εξανθρωπισμό του Τέρατος και την δικαιολόγησή του; Πώς περιγράφεις κάτι τέτοιο, ποια είναι τα όρια (αν υπάρχουν…) σε σχέση με την αλήθεια, την μυθοπλαστική πραγματεία και, φυσικά, τους συγγενείς των θυμάτων;

Το θετικό στην ταινία του Τζο Μπέρλιντζερ είναι πως οι προθέσεις είναι αυτές μιας σοβαρής ταινίας. Μ’ άλλα λόγια αποφεύγεται η υπεραπλούστευση, ο δωρεάν μανιχαϊσμός (είναι και σαφή τα πράγματα σε όποιον γνωρίζει την ιστορία), οι εντυπώσεις μιας βιρτουοζιτέ, η απεύθυνση σ’ εκείνους που αναζητούν εύκολες απαντήσεις που τους ξεμπλέκουν από τις περαιτέρω ευθύνες. Κύριο όπλο, και δεν περίμενα να το γράψω αυτό ποτέ (ευπρόσδεκτη η έκπληξη), είναι ο πρωταγωνιστής (και παραγωγός) Ζακ Έφρον. Μια εμπνευσμένη, τελικά, επιλογή, που επιλέγοντας να υποδυθεί ένα ανθρωπόμορφο τέρας διατηρώντας την αποπλανητική γοητεία του ζεν πρεμιέ, έκανε το μαγικό βήμα στην παρουσίαση του Μπάντι.

Αν μια σκοπιμότητα ήταν να τραβηχτεί το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας λέγοντας πως το τερατώδες δύναται να κρυφτεί κατά βούληση κάτω από την φυσιολογικότητα, το κατόρθωμα του έργου είναι ευκρινές.

Αυτό για δύο λόγους: Ο ένας πως ο υπεύθυνος για τις φρικώδεις δολοφονίες 30, τουλάχιστον, γυναικών ασκούσε μαγνητική γοητεία σ’ αυτές – ακόμα και τον καιρό της δίκης και αργότερα της πολυετούς φυλάκισης. Ο καθημερινός, άνετος τρόπος και η καλλιέργειά του ήταν αυτά που τον έφερναν πιο κοντά τους εξαρχής. Ο άλλος λόγος, αφηγηματικά κρισιμότερος, είναι πως το έργο βασίζεται στο βιογραφικό βιβλίο της Λιζ Κένταλ, που έζησε μαζί του για πολλά χρόνια, κόντεψε να τον παντρευτεί και γνωρίζουμε πως δεν έμαθε παρά λίγο πριν την εκτέλεσή του (όταν ο Μπάντι, προσπαθώντας να παρατείνει την έκτιση της ποινής, άρχισε να αποκαλύπτει) την αλήθεια από τον ίδιο.

Τα προβλήματα αλλά και η βασική γοητεία του έργου ξεκινούν από εδώ. Υποτιθέμενα, βλέπουμε τον Μπάντι μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας που τον αγαπά, χωρίς να γνωρίζει την αλήθεια. Έτσι, σκιαγραφείται, με την συνδρομή μιας τολμηρής ερμηνείας από τον Έφρον (που γυρίζει κάθε stardom χάρισμα ανάποδα) το πορτρέτο ενός serial killer που δεν είναι ένας κοινός παρανοϊκός, σχιζοφρενής δολοφόνος εύκολα δακτυλοδεικτούμενος, αλλά ένας εντελώς ψυχοπαθής χαρακτήρας με ασυνήθιστη συνάντηση παθολογιών σε εξτρεμιστικό βαθμό, που όμως…δείχνει κανονικός.

Το έργο περιφρονεί την εύκολη λύση του να παίξει τον μισογυνισμό του Μπάντι σε πρώτο επίπεδο – κι έτσι να γίνει αυτόματα αρεστό σε πλειάδα ανθρώπων και μέσων – κι επιχειρεί να παίξει στα πιο δύσκολα γήπεδα της φύσης του κακού, της λειτουργίας και των επιπτώσεών της (και) στο άμεσο περιβάλλον. Αν και δεν θα πάρεις ούτε την «Σιωπή των Αμνών», ούτε το «Χένρι, το Πορτρέτο Ενός Δολοφόνου», θα πάρεις μια σχεδόν άριστη αφηγηματικά ταινία που κρύβει μυστικά στο συχνά χρησιμοποιούμενο παράλληλο μοντάζ της, στην βασική άρνησή της να κόβει και να μοιράζει διαρκώς ενοχή (εξού και βλάπτει σοβαρά η τελική σκηνή που συνομιλεί το ζευγάρι), αλλά και στην παραπλανητική της υφολογική ελαφρότητα. Αυτήν δικαιολογημένα κάποιοι θα βρουν ασεβή, ωστόσο αφηγηματικά είναι δικαιολογημένη.

Προβλήματα; Αν κρατάς την οπτική γωνία της γυναίκας, η πληροφορία δεν έπρεπε να «σπάει» ή έπρεπε να είναι σαφέστερο πως βλέπουμε από την πλευρά της ανυποψίαστης κοινωνίας. Το ίδιο και κάποιες ρωγμές τόνου στην σκηνοθεσία που άλλοτε εντρυφά στην σκωπτικότητα άλλοτε παίζει δημοσιογραφικά με την μιντιακή πληροφορία κι άλλοτε επιτρέπει ηθικολογικές ματιές στην όψη του Κακού. Οι τελευταίες, με αποκορύφωμα την σκηνή της απόφασης του δικαστηρίου (η δίκη ήταν τηλεοπτικό γεγονός, ωστόσο δεν υπήρχε βέβαια κάμερα στο πρόσωπο του Μπάντι), ερμηνεύονται θεμιτά διφορούμενα και δικαιολογείς αυτούς που θα «δουν» εξανθρωπισμό του διαβόλου. Θέματα ανοιχτά προς συζήτηση ασφαλώς, εντούτοις θα υπεραμυνθώ της αντίστιξης λόγου/εικόνας εδώ – μία από τις στιγμές που εξάρεις και την παρουσία του Μάλκοβιτς στον ρόλο του Δικαστή.

Κλείνοντας, πιο θεωρητικά κάπως, τέτοιες ταινίες χωρίζονται στον θυμικό τους αντίκτυπο (πώς νοιώθεις βλέποντάς τες) και στην ηθική τους λειτουργία (τι συμπεραίνεται από αυτά που δείχνουν) και πως αυτά τα δύο διαπλέκονται. Αναπόφευκτα ο θεατής με τη θέση και το προσωπικό του φορτίο καταλαβαίνει εκείνο που μπορεί. Το να κάτσεις στον φράχτη, που λένε κι οι Αγγλοσάξονες, φαντάζει ευνόητο μετά από μία προβολή. Κατοπτρίζει όμως κι έναν συνδυασμό ικανοποίησης ατόφια κινηματογραφικής από πλευράς αφηγήσεως (το έργο κυλάει νερό στα 110 λεπτά του) και περίσκεψης για δεδομένες αδυναμίες που αναφέρθηκαν συν, ίσως, μιας ακόμα: Ενώπιον τέτοιας έκφανσης ανθρώπινης τερατωδίας, όπως αυτής του βιογραφούμενου, είναι δύσκολο να εννοήσεις μια ταινία που χωρίς να ενδίδει στο «θέαμα», ολοφάνερα δεν προσπαθεί και να το κατατροπώσει προς όφελος μιας, εντελώς αντικινηματογραφικής ίσως (;) ανατομικής μελέτης του.

Αν όμως μια βασική σκοπιμότητα ήταν να τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας λέγοντας πως το τερατώδες δύναται να κρυφτεί κατά βούληση κάτω από την φυσιολογικότητα, το κατόρθωμα είναι ευκρινές. Όσο ευκρινής και η, κατά το έργο, προβληματική σχέση μας με το Κακό. Τόσο στην κατανόησή του, όσο και στην διαχείριση των συνεπειών, στην οποία έργο και κεντρική ηρωίδα/συγγραφέας, να παραδεχθούμε, δεν τα πήγαν και τόσο καλά.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος
  • Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος