Το Tρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές - ταινιες || cinemagazine.gr

Το Tρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές

High Noon

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

1952
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρεντ Τσίνεμαν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Καρλ Φόουρμαν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γκάρι Κούπερ, Γκρέις Κέλι, Τόμας Μίτσελ, Λόιντ Μπρίτζες
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Φλόιντ Κρόσμπι
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ντιμίτρι Τιόμκιν
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon
    Το Tρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές

Το δυσθυμικό γουέστερν του Φρεντ Τσίνεμαν με τον Γκάρι Κούπερ, μία από τις σημαντικότερες ταινίες που έχουν γυριστεί και σίγουρα η καλύτερη του είδους της, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Κάθε λίγα χρόνια, και δυστυχώς λιγότερο συχνά από ότι η ίδια η τέχνη του σινεμά (μαζί και οι ακόλουθοί της) θα ήθελε, κάποιος δημιουργός παίρνει την τολμηρή απόφαση να επανεξετάσει τις συμβάσεις, να κοιτάξει ανάμεσα από τα κλισέ, να επανεκτιμήσει τις αφηγηματικές ικανότητες του μέσου, και με θάρρος να κατασκευάσει ένα υπερβατικά εμπνευσμένο έργο το οποίο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα, αγκαλιάζοντας αλλά και απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον μύθο γύρω από το είδος του. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το καθηλωτικό  αριστούργημα του Φρεντ Τσίνεμαν με τίτλο «High Noon», ή απερίγραπτα μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Το Τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές».

Ποιός λοιπόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο υπεύθυνος για την μετατροπή αυτού του δραματικού γουέστερν απλούστατα στην καλύτερη ταινία του είδους; Ο ίδιος ο σκηνοθέτης που φιλοτέχνησε ένα «γουέστερν για όλους εκείνους που δεν τους αρέσουν τα γουέστερν»; Ο διωγμένος από το Χόλιγουντ και επίσημα στην περίφημη «μαύρη λίστα» σεναριογράφος και συμπαραγωγός Καρλ Φόρμαν, ο οποίος παραδίδει μια ξεκάθαρη αλληγορία για το πολυκερδές κινηματογραφικό σύστημα που δεν μπορεί να προστατέψει τους ανθρώπους του; Η μήπως ο αιώνια πια συνδεδεμένος με το ρόλο Γκάρι Κούπερ με την μνημειώδη επιμονή του να αναθέσει το πρότζεκτ σε «παρείσακτους» και την στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε 40 ήμερες γυρισμάτων υποφέροντας καθ» όλη τη διάρκειά τους από αιμορραγικό έλκος στο στομάχι;

Ο Γουίλ Κέιν μοιάζει ως ο ακριβώς αντίθετος πόλος ενός άλλου διάσημου «Κέιν» του σινεμά.

Σε αυτού του είδους τα κινηματογραφικά αποτελέσματα, είναι σχεδόν αδύνατο να χρεώσεις την επιτυχία σε έναν ιδιαίτερα από τους συντελεστές τους. Αυτό που αδιαμφισβήτητα απορρέει ωστόσο, μέσα από το σκηνοθετικό πλαισίωμα από έναν σωρό δραματικούς υπαινιγμούς, τη σπουδαία συγγραφική ικανότητα που χαρίζει μοναδική ανάπτυξη και πολυπλοκότητα στον κεντρικό χαρακτήρα, την εμβληματική μουσική επένδυση με το κλασικό «do not forsake me oh my darling», αλλά και τον χειροπιαστό τρόπο που εικονογραφούνται σχεδόν αφηρημένες ηθικές και πολιτικές έννοιες (κάτι που σίγουρα πρέπει να δεις για να εκτιμήσεις όπως πρέπει), είναι η ξεκάθαρη καλλιτεχνική -πέρα από ιστορική- αξία της ταινίας• ενός τεράστιας σημαντικότητας κεφαλαίου του παγκόσμιου σινεμά.

Σχεδόν σε απόλυτο συγχρονισμό του κινηματογραφικού με τον πραγματικό χρόνο, το στόρι εκπλήσσει με την ικανότητά του να αποτυπώνει κάτι γνώριμο και ταυτόχρονα τόσο μακριά από τις συμβάσεις, αφήνοντας μια ανεξάρτητου αφηγηματικού ύφους αίσθηση απόρριψης και εσωτερικού βασανισμού που είναι πολύ δύσκολο να συναντήσεις σε χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν κλασικές φιγούρες εξουσίας. Λίγο μετά το γάμο του (σε δημαρχείο ειρήσθω εν παρόδω), ο αποσυρθής σερίφης Γουίλ Κέιν λαμβάνει μια ειδοποίηση ότι περίπου σε μιάμιση ώρα, το τρένο που φτάνει στη μικρή πόλη, θα μεταφέρει τον κακοποιό που ο ίδιος είχε καταδικάσει σε θάνατο άλλα ο κυβερνήτης έδωσε χάρη.

Χωρίς χρονοτριβή και πολλές περιστροφές το βασικό ερώτημα του φιλμ τίθεται ευθύς εξ αρχής: Πρέπει ο (πρώην) μεσήλικας σερίφης να δραπετεύσει μακριά μαζί με τη νέα γυναίκα του (Ο Κούπερ είχε περίπου 30 χρόνια διαφορά με την Γκρέις Κέλι, εδώ στα πρώτα της βήματα) ή απλά να μείνει και να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του, μόνος και χωρίς καμία απολύτως βοήθεια, απέναντι σε τέσσερις (o Λι Βαν Κλιφ υποδύεται τον παρθενικό του ρόλο ως ένας από τους συντρόφους του εγκληματία Φρανκ Μίλερ, δίχως να αρθρώνει ούτε λέξη στην ταινία) κακοποιούς; 

Ένα αντισυμβατικό αριστούργημα απέναντι στο καλλιτεχνικό (και όχι μόνο) κατεστημένο της εποχής

Παίζοντας με την ιδέα της μοιραίας σύγκρουσης ανάμεσα στους θεσμικούς νομούς και του ηθικούς κανόνες, το σωστό και το εύκολο, την ειλικρινή συμπαράσταση ή τη βολική συμπονετικότητα, ο Τσίνεμαν αναπτύσσει μια ιστορία ενός γενναίου και ξεροκέφαλου μοναχικού άνδρα απέναντι σε έναν  αδιάφορο κόσμο γεμάτο νταήδες και άβουλους ανθρώπους. Σε ένα από τα μεγαλύτερα come back της ιστορίας -η καριέρα του ήταν σε ελεύθερη πτώση εκείνη την εποχή- ο Γκάρι Κούπερ δίνει σώμα και κυρίως ψυχή σε έναν χαρακτήρα που, αντίθετα με άλλους, δεν παλεύει για συγχώρεση ή για εξιλέωση. Δεν δραπετεύει από κανένα σκοτεινό παρελθόν ζητώντας καταφύγιο στην ανωνυμία.

Ο Γουίλ Κέιν μοιάζει ως ο ακριβώς αντίθετος πόλος ενός άλλου διάσημου «Κέιν» του σινεμά. Το σπουδαίο μοντάζ οπτικοποιεί την έννοια του χρόνου δίνοντας την αίσθηση ότι άλλοτε «πετάει» προς το αναπόφευκτο φινάλε και άλλοτε κολλάει βαριά πάνω στο εκκρεμές του τοίχου του γραφείου του σερίφη, καθώς αυτός, περιμένοντας το τρένο (εντελώς διαφορετικός συμβολισμός απ» ότι στα κλασικά γουέστερν) πνιγμένος κυριολεκτικά από τη ζέστη και τη σκόνη του μεσημεριού που πλησιάζει, γράφει τη διαθήκη του. Βάζει στη δική του «μαύρη λίστα» όλους εκείνους που υποκριτικά και «φιλήσυχα» επιτρέπουν με τη στάση τους και την ουδετερότητά τους τη βία και την καταπίεση, απολαμβάνοντας παράλληλα την προστασία της ανωνυμίας. Αυτοί που νομίζουν ότι δεν παίρνουν θέση, που θεωρούν ότι μπορούν να στέκονται απέναντι στην ιστορία ως απλοί και ουδέτεροι παρατηρητές, αλλά μόνο έτσι τελικά δεν είναι. Αυτοί που ο καθωσπρεπισμός τους επιβάλλει να εξαίρουν τον ηρωισμό και το θάρρος, αρκεί να είναι πάντα κάποιος άλλος που θα αναλάβει να γίνει ήρωας.

Το ότι το φιλμ έχασε τελικά το όσκαρ καλύτερης ταινίας το 1952 θεωρήθηκε μια από τις μεγαλύτερες αδικίες στην ιστορία του Χόλιγουντ. Ο Κούπερ όπως ήταν φυσικό κέρδισε το πρώτο βραβείο ερμηνείας, το οποίο βέβαια αρνήθηκε να παραλάβει μη πηγαίνοντας καν στη τελετή. Ο Γκρέγκορι Πεκ δε, γνωστός για την αριστερή φιλελεύθερη ιδεολογία του, δήλωσε ότι το να αρνηθεί το ρόλο του Κέιν ήταν η χειρότερη επιλογή της καριέρας του.  Αντί του Κούπερ το όσκαρ τελικά παρέλαβε ο Τζον Γουέιν, ο οποίος μίσησε την ταινία θανάσιμα. Ίσως αυτή να ήταν και η πιο αποστομωτική και «πληρωμένη» απάντηση που έδωσε ποτέ αυτό το αντισυμβατικό αριστούργημα απέναντι στο καλλιτεχνικό (και όχι μόνο) κατεστημένο της εποχής. 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Το Tρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές
  • Το Tρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές