Σιδερένια Γροθιά - ταινιες || cinemagazine.gr

Σιδερένια Γροθιά

The Iron Claw

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σον Ντέρκιν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σον Ντέρκιν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζακ Έφρον, Χολτ ΜακΚάλανι, Χάρις Ντίκινσον, Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ, Στάνλεϊ Σίμονς, Μόρα Τίρνεϊ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ματίας Έρντελι
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ρίτσαρντ Ριντ Πάρι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Σιδερένια Γροθιά

H απίθανη αληθινή ιστορία της οικογένειας των Φον Έρικ που κυρίευσαν τον κόσμο της επαγγελματικής πάλης στις ΗΠΑ της δεκαετίας του ’80. Ο σκηνοθέτης της «Φωλιάς», Σον Ντέρκιν, με έναν αξιοθαύμαστο Ζακ Έφρον στη μέση, εκπλήσσει.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ στην πραγματικά απίστευτη ιστορία της Οικογένειας των Φον Έρικ, του πατριάρχη της, Τζακ Άντκισον το αληθινό του όνομα (υιοθέτησε το σκηνικό του), των έξι παιδιών του και της διαδρομής τους ανάμεσα στα φώτα της πάλης και την πραγματική τους ζωή. Δεν θα το κάνω βέβαια και προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε την ταινία σε πλήρη άγνοια των γεγονότων. Ακόμα όμως και αν τα γνωρίζετε, η προσέγγιση του Ντέρκιν, που δεν έχει φτιάξει την ταινία αποκλειστικά για το αμερικανικό κοινό (το οποίο δύσκολα να μην γνωρίζει την ιστορία) είναι αξιοσημείωτη. Αν μη τι άλλο παραλείποντας πραγματικά πρόσωπα εκεί που άλλοι θα πρόσθεταν μιας και η ιστορία το σηκώνει.

Πρωτεύον μιας ανάλυσης είναι η επαγγελματική πάλη καθαυτή. Είναι σαφές ότι το βάρος και οι διαστάσεις που παίρνει το δράμα προκύπτουν από αυτήν. Η πάλη λοιπόν αυτή, που ουδεμία σχέση έχει με το ολυμπιακό άθλημα, είναι στην πραγματικότητα ένα είδος αθλητικού θεάτρου. Οι χαρακτήρες των παλαιστών (πάντοτε με ειδικά ονόματα) συμπεριφέρονται δημόσια on character και οι αγώνες είναι μέρος μιας συνολικής αφήγησης με θέμα της, τι άλλο, την μάχη του Καλού με το Κακό. Το αποτέλεσμα είναι προσυμφωνημένο, το θέαμα στο ρινγκ σεναριογραφημένο, οι λαβές πραγματικές αλλά όχι με σκοπό τον πόνο του αντιπάλου (παρότι εκ των πραγμάτων οδυνηρές) και την καταβολή του, αλλά το θέαμα. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον της υπόθεσης, είναι ότι οι θεατές τα γνωρίζουν όλα αυτά και προσέρχονται στον ειδικό αυτό κόσμο με μια ενθουσιώδη συμμετοχικότητα ανάλογη του θεατρικού φανατισμού της αφήγησης που βλέπουν, «παίζοντας το παιχνίδι».

Όπως είναι μάλλον εύλογο, η υπόθεση αυτή έχει φανταχτερή αναλογία με τον κόσμο των οπτικών τεχνών και η προσυμφωνημένη λογική αναλογεί στην αναστολή της δυσπιστίας που μας ζητά, εν προκειμένω, ένα κινηματογραφικό έργο. Κατά βάση δεν διαφέρουμε ως θεατές από το κοινό της πάλης. Και οι παλαιστές, πίσω από το δράμα που υποδύονται (κι εμείς «πιστεύουμε») έχουν μια πραγματική ζωή που ορίζεται από την τέχνη/άθλημά τους. Το πώς ο Ντέρκιν παίζει αυτό το δύσκολο χαρτί, είναι το σαφές προσόν της ταινίας. Εμβαθύνει πίσω από τις κουίντες, χτίζει τα προφίλ των παλαιστών/χαρακτήρων και καταδεικνύει την πειστικότητα των αγώνων ενόσω γνωρίζεις διαρκώς την απόσταση τέχνης (αγωνίσματος) και ζωής. Όμως πότε η αληθινή ζωή είναι αυθύπαρκτη και πότε απλά δορυφορική μιας περσόνας; Πότε δηλαδή είσαι κύριος και πότε υποχείριο; Κάπως έτσι εισάγεται και η παράμετρος της Μοίρας, που υπό μια ανάγνωση έχει έναν καθοριστικό ρόλο στα τεκταινόμενα. Και τότε το πράγμα ανεβαίνει κι άλλο.

O Ντέρκιν σκηνοθετεί εξονυχιστικά κάδρο, ήχο και ρυθμό, βυθίζοντάς σε σταδιακά σε έναν ερεβώδη λαβύρινθο

Τότε το σαφές προσόν δίνει τη θέση του στο εκλεκτό προσόν, αυτό που φέρνει και το έργο στα περίχωρα των «μεγάλων αμερικανικών ταινιών». Διότι αυτό που ένα μυαλό ονομάζει Μοίρα, ένα άλλο το περιγράφει ως κοινωνική νομοτέλεια. Και τότε έρχεται στην επιφάνεια ένας πολιτικός/ιδεολογικός χαρακτήρας, τον οποίον ο Ντέρκιν έχει επωνυμίσει από την αρχή του έργου με διπλό τρόπο: Λεκτικά μέσα από τα λεγόμενα του πατριάρχη της οικογένειας, στο φλασμπάκ που ξεκινά την ταινία. Οπτικά με μια ξερή διαδοχή πλάνων σε μια οικογενειακή φωτογραφία, μια συλλογή όπλων, έναν Εσταυρωμένο και μια τροπαιοθήκη. Κάποιοι θα επιλέξουν την μεταφυσική ερμηνεία όσων θα συμβούν. Άλλοι θα μετρήσουν πιο εγκόσμια τον αριθμό του Θηρίου.

Ο Ντέρκιν θα αφήσει την ταινία του να καθρεφτίσει τους θεατές της. Άλλωστε οι απαντήσεις περί «νοήματος» ανήκουν στη νοοτροπία του καθενός. Αυτός ο θεατής έχει να προσθέσει μόνο ένα (συν ένα) ακόμα: Οι σπουδαίες αμερικανικές ταινίες υπάκουαν πάντοτε στην αισθητική λογική που ήθελε το νόημα να προκύπτει από την δράση (ανέκαθεν, ας πούμε, οι Ευρωπαίοι ήμασταν πιο πολύλογοι) και ο Ντέρκιν, όπως ο Μπένετ Μίλερ στο εκλεκτό του, συγγενές, «Foxcatcher», είναι τέλεια, λιτά Αμερικανός στην έκφρασή του. Έχει στυλ, αλλά είναι πάντοτε στην υπηρεσία του καμβά που ζωγραφίζει. Χρώματα και πινέλα δεν είναι σημαντικότερα από την αίσθηση που αφήνει η σύνθεση που παρακολουθείς. Αν συντονιστείς, αν αφουγκράζεσαι την αυστηρή ισορροπία κλιμακούμενης οδύνης, συνεχούς χιούμορ και μιας κάποιας λυτρωτικής άφεσης στην ανθρώπινη αντοχή, η «Σιδερένια Γροθιά» είναι μια αποκάλυψη. O Ντέρκιν σκηνοθετεί εξονυχιστικά κάδρο, ήχο και ρυθμό, βυθίζοντάς σε σταδιακά σε έναν ερεβώδη λαβύρινθο που προσχεδίασε ίσως η Μοίρα, ίσως οι αποφάσεις πίστης σε ένα -όχι μόνο αμερικανικό- όνειρο επίτευξης, ίσως και όλα μαζί. Εν τέλει όψεις αδυναμίας, μα και αντοχής (η ταινία δεν εγκαταλείπεται στον πεσιμισμό), του ανθρώπινου χαρακτήρα διαπνέουν χαμηλότονα το έργο.

Όλα αυτά, εδώ το συν ένα, μετά τις επιλογές και την επιδεξιότητα του Ντέρκιν, γίνονται πραγματικότητα μέσα από ένα σερί μεγάλων ερμηνειών που διευθύνει. Ο Χολτ ΜακΚάλανι βρήκε τον ρόλο του, η Μόρα Τίρνεϊ είναι τόσο σπουδαία που ήθελες λίγη παραπάνω σεναριακή στήριξη. Και στη μέση, εξίσου απίθανα με την πλοκή, ένας ατλάντειος Ζακ Έφρον σε σπαρτιάτικο μεγαλείο λιτότητας, να επιδιώκει -με σεμνότητα που αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι την έπαρση της Μεθόδου- να ορίσει έναν άνθρωπο στο μάτι του κυκλώνα ο οποίος γίνεται από ακόλουθος ηγέτης κι από θύμα μαχητής ήρωας. Πράγματι τα Όσκαρ φέτος έχουν μια παράλειψη στον Α’ Ανδρικό.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Σιδερένια Γροθιά
  • Σιδερένια Γροθιά