Ο Αστυνόμος - ταινιες || cinemagazine.gr

Ο Αστυνόμος

Un Flic

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

1972
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, Ιταλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Πιερ Μελβίλ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ζαν-Πιερ Μελβίλ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Αλέν Ντελόν, Ρίτσαρντ Κρένα, Κατρίν Ντενέβ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γουόλτερ Γουοτίτζ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μισέλ Κολομπιέ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Bibliotheque
    Ο Αστυνόμος

Ενα περίεργο ερωτικό τρίγωνο, που περιλαμβάνει έναν καταζητούμενο, τη γυναίκα του και τον αστυνομικό που τον καταδιώκει. Το κύκνειο άσμα του μεγάλου Ζαν Πιέρ Μελβίλ με τους Αλέν Ντελόν, Κατρίν Ντενέβ σε επανέκδοση.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Κατά μια έννοια, «Ο Αστυνόμος» είναι ένα ταιριαστό φινάλε, όσο κι αν πρόωρο: Η πρώτη ταινία του Μελβίλ ήταν «Η Σιωπή της Θάλασσας», ενώ αυτός ξεκινά με την διαρκούσα βοή μιας μανιασμένης θάλασσας. Και η αλήθεια είναι, κάνοντας στην άκρη τα λίγα που έχουν γραφτεί για το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, πως πίσω από την οριακή αυστηρότητα και την μεγάλη του πλαστική ομορφιά, «Ο Αστυνόμος» είναι μια υπόγεια μανιασμένη δημιουργία πάνω στην (αυτο)εξαφάνιση, που επί δύο δεκαετίες περιέγραφε ο Μελβίλ.

Ναι, το «Un Flic», με το βουβό φινάλε του, τα αδειανά βλέμματα δυσβάσταχτου υπαρξιακού μετεωρισμού, τις αρνήσεις και τ’ αναπάντητα τηλεφωνήματά του, με τον σκοτωμό και τους ακουβέντιαστους θανάτους του, είναι οπωσδήποτε μια τέλεια «τελευταία ταινία». Λιγότερο από δέκα μήνες μετά την έξοδό της στο Παρίσι – και τις απογοητευτικές εισπράξεις της – η καρδιά του Μελβίλ θα έπαυε. Ο ανυποχώρητος αυτός σκληροτράχηλος μεθοδικός του σινεμά, δεν ήταν παρά ένας θρυμματισμένος ρομαντικός, απομεινάρι περασμένων καιρών.

Στο τέλος, σαν μια ακραία στιλιζαρισμένη επικήδεια ακολουθία του αρσενικού κόσμου, όλα έχουν γίνει για την αλληλοεξόντωση, την απομυθοποίηση, την άφιξη στο τίποτα, στον κόσμο περασμένων θριάμβων – καθώς η Αψίδα του Παρισιού απομακρύνεται στο βάθος

Πέρα όμως από την μακαβριότητα που τυλίγει το «Un Flic», αν είναι δυνατόν να βγεις από δαύτην, αυτό είναι ένα έργο τόσο αφαιρετικό σεναριακά, που να μοιάζει ίσως και πρόχειρο στους λάτρεις του «Κόκκινου Κύκλου», της «Δεύτερης Πνοής» και του «Στρατού των Σκιών». Στην πραγματικότητα βέβαια, το «γραμμένο σενάριο» (sic) συχνά δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για το σημαντικό σινεμά. Κι εδώ ο Μελβίλ, μη έχοντας ίσως και την όρεξη ν’ ασχοληθεί με κάτι τόσο «πεζό», αφαιρεί κάθε ξύγκι, κάθε μακιγιάρισμα απ’ το φιλμ. (Πράγμα ειρωνικό, μιας και σε καμμιά ταινία του το μακιγιάζ δεν ήταν τόσο χαρακτηριστικά στιλιστικά και θεματικά παρόν. Η Ντενέβ και η Βαλερί Ουίλσον είναι βαμμένες τόσο έντονα, που να επιτείνουν την αίσθηση της κούκλας, του ανθρώπινου μανεκέν, του προσώπου που δεν καθρεφτίζει πια τίποτα συναισθηματικό. Για τον Ντελόν δε, ούτε λόγος. Σε μια α λα «Σαμουράϊ» εμφάνιση, συσπάται ενίοτε, μόνο και μόνο για να σφραγίσει κι εκείνος, στις τελευταίες σκηνές, την ολοκληρωτική συναισθηματική ξηρασία.)

Έτσι το «Un Flic» μεταφέρει όλο του το βάρος στην δράση παρά στον λόγο και τον ψυχολογισμό. Λέγοντας δράση δεν εννοείς φυσικά το «Endgame» της Μάρβελ, αλλά εκείνη τη χρονομετρημένη παράθεση άφθαστου στυλ, την αναλλοίωτου ύφους έκθεση πράξεων και περιστατικών. Με δεξιότητα απλησίαστη, ο Μελβίλ (ξανα)παρουσιάζει την μονταζική μουσικότητα (άλλωστε το σινεμά και η μουσική είναι οι πιο συγγενείς τέχνες), τον ρυθμό και την μελωδικότητα του σκηνοθετημένου ηχοτοπίου. Όλα τους στοιχεία που κάνουν το φιλμ απογειωτικά μουσικό μα με έναν τρόπο που μόνο ο χρονικά και αισθητικά ανάλογος του Μελβίλ, Ρομπέρ Μπρεσόν, αντιλαμβανόταν.

Εν μέσω αυτής της αισθητικής κρυστάλλωσης και αφαίρεσης σε βαθμό πλέον στοιχειακό, αναδύονται, μακάβρια πάντα, οι μελβιλικές σταθερές: Η μοναχικότητα στο αστικό περιβάλλον, η αδυναμία ουσιαστικής ερωτικής επαφής, η ανδρική φιλία, που υποτάσσεται όμως στο σχολαστικό καθήκον και την ηθική επιλογή και, φυσικά, ο φαταλισμός. Εδώ, εξοργιστικά ή οδυνηρά παρών (ανάλογα με το που στέκεσαι), ο Μελβίλ χρησιμοποιεί ένα διατρητικό σασπένς από την αρχή: Ο Κλέφτης κι ο Αστυνόμος είναι φίλοι, μόνο εμείς όμως γνωρίζουμε από νωρίς πως η μοίρα έχει βάλει τον έναν στο κατόπι του άλλου. Η επίδραση σε ακολούθους, όπως ο Μάικλ Μαν της «Έντασης», είναι παραπάνω από εμφανής.

Εκεί χτυπά (θνησιγενώς) και η καρδιά του φιλμ: Στην συγγένεια δύο ηθικά αντιδιαμετρικών πόλων, στην πανομοιότυπη προσήλωση και των δύο στο καθήκον, στην ομοιάζουσα ανάγκη τους να λοξοκοιτάξουν πέρα από αυτό στον έρωτα και την έκφραση (η καταπληκτική σκηνή που ο Ντελόν παίζει πιάνο, με την Ντενέβ και τον Κρένα απέναντι), στην καταδίκη αυτής της ανάγκης από προαποφασισμένες επιλογές των ίδιων ή (και) του περιβάλλοντός τους.

Στο τέλος, τυπικά μελβιλικά, σαν μια ακραία στιλιζαρισμένη επικήδεια ακολουθία του αρσενικού κόσμου, όλα έχουν γίνει για την αλληλοεξόντωση, την απομυθοποίηση, την άφιξη στο τίποτα, στον κόσμο περασμένων θριάμβων – καθώς η Αψίδα του Παρισιού απομακρύνεται στο βάθος. Το ξύπνημα από το όνειρο του στυλ και της ελπίδας μιας συνύπαρξης, είναι ένας κόσμος αδειασμένος κι απ’ το ένα κι απ ‘ το άλλο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ο Αστυνόμος
  • Ο Αστυνόμος