Δράκουλας - cinemagazine.gr
9:00
10/12

Δράκουλας

Bram Stoker's Dracula

Ο Φράνσις Κόπολα σηκώνει άλλη μια (τελευταία;) φορά τον θρυλικό κόμη από τον τάφο του για την πλέον αιματηρή, ερωτική και εικαστικά μεγαλοπρεπή περιπέτειά του. Αυτός ο «Δράκουλας» ίσως δεν είναι η καλύτερη κινηματογραφική εκδοχή του μύθου, είναι όμως ακόμη μια ταινία αντάξια της φήμης του δημιουργού της.

Από τον Χρήστο Μήτση

Γνωστός ως οπαδός του «όλα ή τίποτα», ο Κόπολα δεν μας άφηνε αμφιβολίες όταν, πριν ένα χρόνο, ανακοίνωσε το επόμενο σχέδιό του. Όπως είχε στο παρελθόν αναγεννήσει το γκανγκστερικό φιλμ ή είχε σφραγίσει ανεξίτηλα τις ταινίες για το Βιετνάμ, έτσι και τώρα ο «Δράκουλας» θα (ήθελε να) ήταν η τελευταία λέξη σ' ένα σχεδόν ξεχασμένο σήμερα κινηματογραφικό είδος.

Πρώτο σημείο αναφοράς, λοιπόν, η πιστότητα Ο σεναριογράφος Τζέιμς Χαρτ προσπαθούσε επί 13 χρόνια, ώστε ο «πραγματικός» Δράκουλας να μεταφερθεί, επιτέλους, στην οθόνη. Οι παραγωγοί Μάικλ Άπτεντ και Ρόμπερτ Ο' Κόνορ σκέφτονταν αρχικά μια τηλεταινία, όταν όμως, μέσω της Γουινόνα Ράιντερ, το σενάριο έφτασε στον Κόπολα, ο οποίος ενθουσιάστηκε, συμφώνησαν όλοι για μια κινηματογραφική ταινία. Μια ταινία που, μέσω του σεναρίου του Χαρτ, θα έμενε πιστότερη στην αρχική πηγή, το κλασικό βιβλίο του Μπραμ Στόουκερ, περισσότερο από κάθε άλλη κινηματογραφική εκδοχή του μύθου. Όχι μόνο η αυθεντική εκδοχή, λοιπόν, αλλά και «the untold story».

Δεύτερο και βασικότερο σημείο αναφοράς, ο ίδιος ο Κόπολα και η σχέση του με το μύθο. Το βιβλίο του Μπραμ Στόουκερ είναι ένα από τα σπουδαιότερα γοτθικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί, ένα χρονικό πάνω στην καταδίκη και τη μετάνοια, τον τρόμο και το ρομαντικό πάθος, τη θυσία και την αιώνια αγάπη.

Στις πάμπολλες κατά καιρούς μεταφορές της ιστορίας του αιματηρού κόμη στην οθόνη, οι μορφές του ίδιου του Δράκουλα, οι ερμηνείες των κινήτρων του, αλλά και οι διαστάσεις του μύθου είναι πραγματικά αναρίθμητες. Από ενσάρκωση του απόλυτου κακού έως τραγική φιγούρα ενός διαφορετικού όντος και από σύμβολο του ζωώδους, βασικού ενστίκτου έως ένας χωρίς ανταπόκριση ερωτευμένος ήρωας, ο Δράκουλας έχει περιγραφεί με τον κάθε δυνατό τρόπο.

Η αίσθηση που μένει από την ταινία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο θρίαμβο και την αποτυχία, στο όλα ή το τίποτα

Γιατί λοιπόν ένας ακόμα «Δράκουλας»; Η απάντηση του Κόπολα είναι απλή: Κανείς δεν ήταν πιστός στο βιβλίο. Το βιβλίο, όμως, από μόνο του δε λέει τίποτα χωρίς την κινηματογραφική του διάσταση. Και ο Κόπολα ήθελε να δώσει την απόλυτη και «οριστική» διάσταση σ' αυτόν το μύθο, συνοψίζοντας ουσιαστικά όλες τις ταινίες βαμπίρ της ιστορίας του κινηματογράφου.

Αδυνατώντας να συγκρατήσει τη μεγαλομανία του, ο Κόπολα σκηνοθετεί τον «Δράκουλα» με τέτοιο εντυπωσιακό και επικό τρόπο (όχι μόνο όσον αφορά τις πράξεις, αλλά κυρίως τα συναισθήματα και τη συμβολική διάσταση των ηρώων), σαν να είναι η τελευταία ταινία του κινηματογράφου.

Ο δικός του Δράκουλας μπορεί να πάρει ό,τι μορφή θέλει-λυκάνθρωπος, ποντίκια, σκιά, ομίχλη, καπνός, νέος, γέρος. Όμως όσες είναι οι μεταμορφώσεις του, άλλα τόσα είναι και τα μυθικά-αρχετυπικά στοιχεία που ο Κόπολα ανακατεύει στο δικό του κοκτέιλ. Αγάπη και θάνατος, καλό και κακό, επιστήμη και φαντασία, αίμα και φωτιά, σκοτάδι και φως, όνειρο και πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν και οι ιστορικοκοινωνικές παράμετροι (η σύγκρουση του ενστίκτου με τη βικτοριανή ηθική), οι παραλληλισμοί με τη σύγχρονη πραγματικότητα (νόσος του αίματος- AIDS) και φυσικά οι αναφορές στην τέχνη και τον ίδιο τον κινηματογράφο.

Η επιλογή της conceptual artist Έικο Ισιόκα ως ενδυματολόγου δίνει το στίγμα για το πώς ο σκηνοθέτης ήθελε να χρησιμοποιήσει τα κοστούμια. Τα ενδύματα που περιβάλλουν τους ήρωες απλώνονται στο χώρο, καταλαμβάνοντας συχνά τη θέση των ντεκόρ, περιγράφοντας τη διάθεση και ορίζοντας τη μοίρα των ηρώων. Μια έντονα εικαστική ατμόσφαιρα, επηρεασμένη από πίνακες σουρεαλιστών και συμβολιστών ζωγράφων, από τον Κλιμτ, αλλά ακόμα και τον Μποτιτσέλι.

Ένας «Δράκουλας» που δε σβήνει με μονοκοντυλιά το παρελθόν ούτε σφραγίζει το μέλλον

Περνώντας μέσα από την ιστορία της τέχνης, ο Κόπολα δε θα μπορούσε να προσπεράσει το σινεμά. Η δράση του βιβλίου εξελίσσεται στα 1897, συγχρόνως με τη γέννηση και τα πρώτα βήματα εξάπλωσης του κινηματογράφου. Ο κόμης Δράκουλας και η 7η τέχνη μπαίνουν με το δεξί στον 20ό αιώνα. Και ο Κόπολα δεν αφήνει την ευκαιρία, όχι μόνο για μια απλή αναφορά (η ερωτική σκηνή σ' έναν κινηματογράφο του Λονδίνου), αλλά για μια προσπάθεια δημιουργικού συνδυασμού του μύθου και της κινηματογραφικής ιστορίας. Σκηνές που θυμίζουν επίκαιρα της εποχής, μάχες που παραπέμπουν στον «Αλέξανδρο Νιέφσκι» και τον Κουροσάβα, καταδιώξεις όπως αυτές της «Ταχυδρομικής Άμαξας», steadycam που ίπτανται σε ιλιγγιώδη τράβελινγκ, ρακόρ με τεχνικές βιντεοκλίπ...

Η διάθεση να ειπωθούν, να δειχθούν και να αφηγηθούν όλα όλα είναι εμφανής. Πώς μπορούν όμως να χωρέσουν όλα σε 130 λεπτά; Ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι τα πάντα γίνονται με ένα σοφό συγχρονισμό, πόσο από το βάρος των αναρίθμητων αυτών αναφορών μπορεί να σηκώσει μια ταινία; Αυτός ο «Δράκουλας», ο οποίος δεν είναι φυσικά του Μπραμ Στόουκερ, φέρνει στο νου το «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου» του Βιμ Βέντερς. Ταινίες με έναν απεριόριστο όγκο εικόνων και συναισθημάτων, γυρισμένες με μια εσχατολογική διάθεση και μια τελειομανία που αγγίζει την αυτοκαταστροφή. 

Αυτό, όμως, που απομακρύνει αυτόν τον «Δράκουλα» από τη βεντερσικού τύπου ηρωική αυτοκτονία, είναι η προσήλωση στην αφήγηση μιας και μόνης κεντρικής ιστορίας. Ο Κόπολα σέβεται τον αρχικό μύθο- δεν το ανατρέπει, ούτε τον διαστρεβλώνει-αλλά προσθέτει και χτίζει στα θεμέλιά του. Οι δικές του παρεμβάσεις λειτουργούν σαν inserts, σαν χιλιάδες μικρές πινελιές (χωρίς να είναι πάντα διακριτικές ή πετυχημένες), πάνω στον κεντρικό καμβά της γνωστής ιστορίας του κόμη Δράκουλα, η οποία μένει, λίγο-πολύ, απαραβίαστη.

Το παράξενο, τελικά, είναι ότι η αίσθηση που μένει από την ταινία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο θρίαμβο και την αποτυχία, στο όλα ή το τίποτα. Ο Κόπολα δε μπόρεσε να προτείνει-να διαλέξει, αν θέλετε- μια συγκεκριμένη, δική του εκδοχή του «Δράκουλα». Αντ' αυτού, προτίμησε να αθροίσει το ό,τι είχαμε δει ως σήμερα. Κατάφερε όμως να κερδίσει το στοίχημα, μιας και η χιλιοταλαιπωρημένη ιστορία του απέθαντου κόμη αποδείχτηκε αρκετά ανθεκτική, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ακόμα και κάτω από τον εικαστικό παροξυσμό του Κόπολα. Ένας «Δράκουλας» που δε σβήνει με μονοκοντυλιά το παρελθόν ούτε σφραγίζει το μέλλον, έχει όμως σίγουρα μια θέση δίπλα σ' αυτούς του Μουρνάου, του Μπράουνινγκ και του Φίσερ.

Η κριτική της ταινίας «Δράκουλας» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 33 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Φεβρουάριος 1993).

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Δράκουλας
  • Δράκουλας