Ταινία της Εβδομάδας: Η «Βασίλισσα της Καρδιάς» είναι μια ακανθώδης επίθεση στο σημερινό status quo - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
13:51
5/12

Ταινία της Εβδομάδας: Η «Βασίλισσα της Καρδιάς» είναι μια ακανθώδης επίθεση στο σημερινό status quo

Σκανδιναβικό δράμα υψηλής και ακανθώδους κλάσεως πάνω στην πνευματική ένδεια του σύγχρονου ανθρώπου που πιστεύει πως ορίζει την Ηθική αντανακλώντας με φανατισμό πολιτικάντικα ρεύματα και επικίνδυνες μόδες απονομής δικαιοσύνης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αισθάνεσαι κάποιες στιγμές στην διάρκεια του έργου πως το θέμα υπερβαίνει το αποτέλεσμα. Ίσως ακόμα-ακόμα πως κάποιες πτυχές της πλοκής τακτοποιούνται βολικά (ή και υπερβολικά) ενώ κάποιες άλλες αποσιωπούνται για να «καθοδηγήσουν» τον θεατή σε αναγκαστική αποδοχή του δράματος. Αν όντως ισχύει κάπως αυτό (μία θέαση δεν είναι ποτέ αρκετή σε σημαντικά έργα) σε αυτόν τον θεατή δεν τίθεται καν ερώτημα περί της τελικής αξίας του έργου: «Η Βασίλισσα της Καρδιάς» είναι βαθιά τολμηρή κι επιθετική ανατομία της εποχής, που με τρόπο υπόκωφα επαναστατικό συντονίζει εκ νέου τα άτεγκτα ηθικολογικά βλέμματα της εποχής στο κανάλι της πραγματικά ανθρώπινης φύσης. Και θα το κάνει με τόσο λεπτό «σκανδιναβικό» αλλά και αμείλικτο τρόπο που οφείλεται να επαναφέρει τα μυαλά της εξτρεμιστικής εποχής μας στη ρότα της μετριοπάθειας και της περίσκεψης.

Η υπόθεση από μόνη της μπουρλότο: Μια δικηγόρος των δικαιωμάτων των γυναικών απέναντι στην ανδρική βία, αποπλανεί τον ανήλικο γιο, από προηγούμενο γάμο, του συζύγου της. Με τραγικά αποτελέσματα.

Τα επιτακτικά ερωτήματα του έργου δεν απαντιούνται με λαϊκά δικαστήρια και δακτυλοδεικτούμενους ενόχους...

Το έργο σε εντυπωσιάζει με την ωρολογιακή του προμελέτη, την παρατακτική απλότητα των περιστατικών, την σταδιακή βύθιση στην σκοτεινή πλευρά της ιστορίας και το πώς σε «εγκαταλείπει» αβοήθητο από εύκολες απαντήσεις στη μέση της ερήμου όπου συγκρούεται η ανθρώπινη φύση με την (ανά εποχές) θεσμοθετούμενη ηθική. Σε εντυπωσιάζει γιατί η δυσχέρεια απαντήσεων δεν έρχεται από ηθελημένη αοριστολογία αλλά από μετωπική σύγκρουση θεμάτων που δεν επιδέχονται (και δεν επιτρέπεται να τελούν υπό καθεστώς) προχειρότητας και σχολιαστικών status τιμής ευκαιρίας. Και σε τιμά κινηματογραφικά γιατί συμβαίνει με την υπομονή του έργου που ξέρει ότι θα πραγματευθεί εν καιρώ – με τον ήπιο, αινιγματικό τρόπο του όμως – τα χειμαρρώδη ερωτήματα του θεατή της.

Αν η ηθική είναι το ανθρώπινο δημιούργημα που καθρεφτίζει το ανθρώπινα εννοούμενο Δέον, τότε πρέπει να έλθουμε αντιμέτωποι με το εξίσου πραγματικό ενδεχόμενο η ηθική να μην μπορεί αξιωματικά να συμπεριλάβει γεγονότα της ανθρώπινης ζωής, που όχι μόνο απροειδοποίητα συμβαίνουν αλλά και δεν είναι εφικτό από την ανθρώπινη, ατελή βέβαια, φύση να ελεγχθούν προς όφελος μιας επαλήθευσης της ηθικής επιταγής. Πιο απλά, θέλουμε να είμαστε κάτι που δεν μπορούμε πάντα να είμαστε.

Η ταινία δεν έχει στο κέντρο της μια «τέλεια» ηρωίδα, έναν άνθρωπο που τα κάνει όλα σωστά. Το πρόβλημα, κι εκεί η ταινία κατακτά τον επαναστατικό της για τα σημερινά δεδομένα χαρακτήρα, είναι πως η ίδια παρουσιάζεται από την αρχή πεπεισμένη πως τα κάνει όλα σωστά. Είναι, σαν πολλούς «εκπονητές ηθικής» που γνωρίζουμε, ενδεδυμένη τον μανδύα του αλάνθαστου. Η ανθρώπινη φύση της θα είναι αυτή που θα την οδηγήσει στην παγιδευτική ατραπό μιας πράξης όχι αφύσικης, αλλά κοινωνικά απαγορευτικής.

«Δεν είναι αφύσικο να πηγαίνει μια μητριά με τον γιο της;» θα ρωτήσει, δικαιολογημένα κάποιος – φοβούμενος ίσως κιόλας τον ασκό του Αιόλου που ανοίγεται. Η ερωτική επιθυμία είναι ένστικτο, συχνά δε και ανάγκη συνειδητή εκπορευόμενη από δεδομένες συνθήκες (όπως εδώ ένας συμβατικός γάμος), δεν μπορεί να ελεγχθεί στην εμφάνισή της. Ως εκ τούτου «αφύσικη» δεν μπορεί να είναι. Ωστόσο από εκεί ως την πραγματοποίηση της επιθυμίας αυτής περνάμε σ’ ένα ολότελα άλλο σκηνικό. Σε αυτό κύριο ρόλο πλέον παίζουν οι έννοιες του κοινωνικά επιτρεπτού, του ανθρώπινα εφικτού, του συναισθηματικά και συνανθρώπινα πρέποντος, όπως αυτό ορίζεται από τον σεβασμό στην σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα του άλλου.

...το ελάχιστο που ελπίζεις, είναι έργα σαν κι αυτό να αντιμετωπιστούν με μυαλό ανοιχτό

Στα ακανθώδη αυτά ερωτήματα, που η εξτρεμιστική, λαϊκιστική, ασύδοτη και απαίδευτη εποχή μας απαντά με ένα σοσιομιντιακό τσιτάτο φανατισμού και μια αβασάνιστη και ασυναίσθητη προφορική συνυπογραφή, η ταινία ανθίσταται με έξοχο θάρρος αντιτάσσοντας περίσκεψη. Τέτοια ερωτήματα δεν απαντιούνται με λαϊκά δικαστήρια και δακτυλοδεικτούμενους ενόχους. Απαντιούνται με συγχωρητική σύνεση, κάποτε με τιμωρία (όχι γκιλοτίνα) αλλά και συστηματική προσπάθεια (κρατούντων και πολιτών) να προληφθεί κοινωνικά η συνθήκη που επιτρέπει πράξεις ενάντιες στο κοινό και ατομικό καλό. Τα εγκλήματα δεν θα πάψουν ποτέ, πάντα συνέβαιναν και πριν τα ονοματίσουμε έτσι. Το ζητούμενο είναι να πάψει η παθογένεια, να πάψουν δηλαδή οι συνθήκες που τα πολλαπλασιάζουν. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι όσο αδύνατον φαίνεται. Αλλά πρέπει να δουλέψουμε  γι’ αυτό. Και η ταινία συμβάλλει στη δουλειά αυτή.

Προτού επέλθει η σημερινή μονοκρατορία του φανατισμού (ακόμα και η ανατροπή της πατριαρχίας αν γίνει φανατικά θα γίνει λάθος, θα αντικατασταθεί από κάποιας άλλης μορφή δικτατορία της σκέψης), ερωτήματα όπως αυτά που θέτει το έργο (έστω και με μια δραματουργική υπερβολή στην τρίτη πράξη) θα ήταν εναύσματα σκέψης απαραίτητης προτού βάλουμε την κοινωνία σε ράγες προς την ανθρωπιστική παρακμή που βρίσκεται σήμερα. Τώρα πια, το ελάχιστο που ελπίζεις, είναι έργα σαν κι αυτό να αντιμετωπιστούν με μυαλό ανοιχτό. Διότι από κάποιες τόσο θαρραλέες προτάσεις σαν κι αυτή της ταινίας της Μέι ελ-Τούκχι μπορούμε όλοι να προβληματιστούμε τόσο που να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι σ’ αυτά που καταλαβαίνουμε και στο πώς απαντάμε σε νευραλγικά, διαχρονικά, ερωτήματα.