Κιμ Κι Ντουκ (1960 - 2020): Ο ανατόμος της ψυχής - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
15:35
11/12

Κιμ Κι Ντουκ (1960 - 2020): Ο ανατόμος της ψυχής

Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Κιμ Κι Ντουκ από την Νότια Κορέα, ένας δημιουργός εσωτερικών ρυθμών και φεστιβαλικής αποδοχής, πέθανε δυστυχώς σε ηλικία 59 ετών από επιπλοκές λόγω covid-19 στην Λετονία.

Την είδηση επιβεβαίωσαν τα Μ.Μ.Ε. της χώρας, στην οποία βρισκόταν ο 59χρονος σκηνοθέτης γιατί ενδιαφερόταν να αγοράσει σπίτι κοντά στην Ρίγα για να ξεκινήσει γυρίσματα. Σε λίγες μέρες, 20 Δεκεμβρίου, θα είχε τα γενέθλιά του.

Ο Κιμ Κι Ντουκ είχε επισκεφτεί το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας το 2005, με αφορμή μία πλήρη ρετροσπεκτίβα στο έργο του, που συμπεριλάμβανε τη νέα (τότε) ταινία του «Το Τόξο». Στο κατάμεστο Αττικόν είχε παραλάβει την Χρυσή Αθηνά από τα χέρια του Θόδωρου Αγγελόπουλου σε μία από τις πιο όμορφες στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ (11ο ΔΦΚΑ Νύχτες Πρεμιέρας).

Με αφορμή το αφιέρωμα και την επίσκεψή του, η συντάκτρια του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ Ιωάννα Παπαγεωργίου είχε γράψει το παρακάτω κείμενο.


ο ζωγράφος

Κορμιά ασθενικά. Αποστεωμένα. Κι όμως πανέμορφα. Πόρνες. Νταβατζήδες. Εραστές. Ετοιμοθάνατοι. Συνήθως μόνοι. Σπάνια μαζί. Το δέρμα τους αχνό. Διάφανο. Ρευστό. Το μόνο που το συγκρατεί, για να μη χαθεί στο φόντο είναι το περίγραμμα του κορμιού ή τα ρούχα. Τα πορτρέτα- «ανθρωπογραφίες» του Εγκον Σίλε είναι βίαια και ταυτόχρονα τρυφερά, κυνικά και συνάμα λυρικά, σιωπηλά και όμως εκκωφαντικά. Οι ήρωές τους αποπνέουν μια αδάμαστη λαχτάρα για ζωή. Πάθος. Ερωτα. Πόνο. Οι μονοκοντυλιές που τους ορίζουν μοιάζουν ατελείωτες, προ(σ)καλώντας τον θεατή να επιχειρήσει την ολοκλήρωσή τους. Το χαρτί που τους φιλοξενεί πάλλεται. Αν το σκίσεις, ίσως ματώσει. Αν το αφουγκραστείς, ίσως ακούσεις τους σφυγμούς τους. Σε ταράζουν. Σου προκαλούν ανησυχία. Ισως και αποστροφή. Κι όμως, ταυτίζεσαι. Κατανοείς. Η γοητεία που σου ασκούν δεν χωρά σε λόγια. Τη νιώθεις με την καρδιά, με το στομάχι. Και οι σκέψεις που σου προκαλούν είναι ενστικτώδεις, άγριες, περίπλοκες, αρχαίες. Οχι απαραίτητα λογικές, αλλά αναμφίβολα ανθρώπινες. Γι αυτό η ζωγραφική του Σίλε είναι ο πιο κοντινός πνευματικός συγγενής του σινεμά του Κιμ Κι Ντουκ. Ενός σινεμά που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Οχι τυχαία, ο Κορεάτης κινηματογραφιστής επέλεξε αυτούς τους πίνακες ως εμμονή της ηρωίδας του Bad Guy, της έβδομης ταινίας του. «Γιατί με μια πρώτη ματιά», λέει, «μοιάζουν χυδαίοι και δίνουν την εντύπωση ότι απεικονίζουν ανήθικα θέματα. Αν όμως κοιτάξεις καλύτερα συνειδητοποιείς πως είναι εξαιρετικά ειλικρινείς, γεμάτοι ανθρώπους συνεπαρμένους από επιθυμία».

ο σκηνοθέτης

Ο Κι Ντουκ γεννήθηκε στη Μπονγκουά, ένα ορεινό χωριό. Ατακτο και ανήσυχο παιδί, ταλαιπωρούσε τους φίλους του με επώδυνα παιχνίδια ή επιδεικνύοντας τις παράξενες ηλεκτρικές συσκευές που έφτιαχνε αυτοσχεδιάζοντας. Στα εννέα του μετακόμισε με τους γονείς του στη Σεούλ και γράφτηκε σε αγροτικό σχολείο. Σύντομα, όμως, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και να δουλέψει από εργοστάσιο σε εργοστάσιο μέχρι τα 20 του χρόνια, οπότε και κατετάγη στο πολεμικό ναυτικό για τα επόμενα πέντε χρόνια. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε σε μια εκκλησία, ειδικά διαμορφωμένη για να εξυπηρετεί τυφλούς και άρχισε να εκπαιδεύεται ως ιεροκήρυκας, ασκώντας παράλληλα πιο συστηματικά τη κλίση του στη ζωγραφική. Δύο χρόνια αργότερα, με μοναδική του περιουσία ένα αεροπορικό εισιτήριο, φτάνει στο Παρίσι, όπου επιβιώνει πουλώντας τους πίνακές του στο δρόμο ή ως βοηθός στα ατελιέ άλλων ζωγράφων. Αμα τη επιστροφή του στα πάτρια εδάφη άρχισε μανιωδώς να γράφει σενάρια. Δύο από αυτά επιλέχτηκαν για έναν διαγωνισμό, οπλίζοντάς τον με αυτοπεποίθηση, ώστε να τελειοποιήσει την ορθογραφία και το ύφος του. Ενα από τα πονήματά του τραβά τη προσοχή ενός επίδοξου χρηματοδότη κι έτσι απλά, χωρίς ίχνος κινηματογραφικής εκπαίδευσης, ο Κι Ντουκ γυρίζει την πρώτη ταινία του. Ελεύθερος από κανόνες και υποδείξεις. Με αστείρευτη πηγή έμπνευσης τις πολυσχιδείς, «κοσμογυρισμένες», άνευ προκαταλήψεων εμπειρίες της ταραχώδους προσωπικής ζωής του. «Για μένα ήταν πολύ πιο χρήσιμο το γεγονός ότι αντί να σπουδάσω με οποιονδήποτε τρόπο σινεμά, έμαθα να ζω τη ζωή», υποστηρίζει ο ίδιος.

ο άνθρωπος

Η αφηρημένη ζωγραφική τον βοήθησε να διαμορφώσει τη σκηνοθετική του φωνή. Αποφάσισε να μεταφέρει επί της οθόνης την εξερεύνηση της διαφοράς ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. «Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα γόνιμος και μπορεί να εμπλουτίσει ένα φιλμ με εξαιρετικά ενδιαφέροντα πνευματικά και ιδεολογικά στοιχεία» εξηγεί. «Εξάλλου συνειδητοποίησα ότι ως κινηματογραφιστής δεν μπορείς να βασιστείς μόνο στο σενάριό σου, για να επικοινωνήσεις. Οι εικόνες, ο τρόπος που τις συνθέτεις και τις αντιπαραβάλλεις μεταξύ τους, διευρύνουν σημαντικά τον ορίζοντα των πιθανών ερμηνειών του φιλμ». Εικόνες που από πολύ νωρίς στο έργο του ακτινοβολούσαν ένταση, ακαταμάχητη δύναμη και άγρια ομορφιά.

Στο Crocodile (1996), το ντεμπούτο του με τα στοιχειωμένα υποβρύχια πλάνα, μας συστήνει την εμμονή του με τους περιθωριακούς, αμφιλεγόμενους χαρακτήρες (εδώ, ο μυστηριώδης ήρωάς του συλλέγει από ένα ποταμό πτώματα αυτοχείρων), ενώ παράλληλα ανατρέπει την εντύπωση της νεογέννητης, καπιταλιστικής ευημερίας στην πατρίδα του, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές, κρυφά διεστραμμένες πτυχές της. Κάτι ανάλογο κάνει και στο Παρίσι, που αδυνατεί να «περιθάλψει» Wild Animals (1997) σαν τον Κορεάτη στρατιώτη Χονγκ Σαν (Κόκκινο Βουνό) και τον ατάλαντο ζωγράφο Τσανγκ Χάε (Μπλε Θάλασσα). Λιγότερο οργισμένος στη συνέχεια, σκαρφίζεται το Birdcage Inn (1998) ως ένα κάλεσμα για συνύπαρξη και συναδέλφωση, καθώς επικεντρώνεται για πρώτη φορά στην πορνεία (ένα από τα αγαπημένα του θέματα), παρουσιάζοντας το σεξ σαν ένα κομμάτι της ζωής που μπορεί να μεταμορφωθεί σε μέσο επικοινωνίας και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπινων πλασμάτων. Το The Isle (1999), όμως, που ακολούθησε και συμμετείχε στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έσκασε σαν βόμβα στο κινηματογραφικό στερέωμα. Οι ανείπωτης ομορφιάς, αλλά και ανατριχιαστικής βίας εικόνες του, που αφηγούνται τη σαδομαζοχιστικών διαστάσεων σχέση ανάμεσα σε μια μουγκή γυναίκα, τον ψαρά τον οποίο υπηρετεί και έναν κυνηγημένο άντρα, προκάλεσαν σοκ. Ωθησαν πολλούς να μιλήσουν για αχρείαστο και αδικαιολόγητο βιασμό των αισθήσεων του θεατή, απογοητευμένοι από τη ρευστότητα των ηρώων του Κι Ντουκ, που δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα καλοί ή κακοί, ωραίοι ή άσχημοι. «Δεν δημιουργώ βία. Η βία προϋπήρχε του σινεμά» απάντησε ο ίδιος. «Για τους ήρωές μου, η βία είναι ένα είδος σωματικής γλώσσας: ένας τρόπος να εκφράσουν την απογοήτευσή τους. Είναι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί βαθιά κι έχουν χάσει τη πίστη τους. Στην προσπάθειά τους να τη ξαναβρούν, περνούν φάσεις που πληγώνουν τους άλλους ή και τον ίδιο τους τον εαυτό. Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε καλούς ή κακούς. Γιατί νιώθουμε την ανάγκη να τακτοποιούμε τον κόσμο σε κατηγορίες; Γιατί είναι σημαντικό αν είμαστε ωραίοι ή άσχημοι, αρσενικά ή θηλυκά, φυσιολογικοί ή ανώμαλοι, σώφρονες ή τρελοί, αφού όλοι, πλούσιοι ή φτωχοί, διάσημοι ή μη, κουβαλάμε το σταυρό μας;».

Η Δύση άρχιζε να αντιλαμβάνεται επιτέλους το σινεμά του, αλλά χρειάστηκαν μερικά ακόμη χρόνια για να το εκτιμήσει. Σε αυτό το διάστημα ο Κι Ντουκ εξελίχθηκε, ωρίμασε. Αργά, αλλά σταθερά. Το γυρισμένο μέσα σε 200 λεπτά, με δέκα ψηφιακές κάμερες Real Fiction (2000) καταλύει τα σύνορα ανάμεσα στη συνείδηση και το ασυνείδητο, δοκιμάζοντας να αποδείξει ότι «οι ταινίες δεν αλλάζουν την πραγματικότητα, αλλά τη συνείδηση του θεατή», ενώ το μελαγχολικό Address Unknown (2001) κάνει απτή τη μοναξιά του στρατιώτη στις αμερικανικές βάσεις της Νοτίου Κορέας, όπου δεν υπάρχουν ήρωες, παρά μόνο θύματα - όλοι άνθρωποι με όνομα, οικογένεια, συναισθήματα και παρελθόν, και γι αυτό όλοι σημαντικοί. Το Bad Guy (2002) προκάλεσε νέα ταραχή στα φεστιβάλ του κόσμου, καθώς καταγράφει το σπρώξιμο μιας νεαρής στη πορνεία από έναν βουβό μικροαπατεώνα που γίνεται η σκιά της. Ο Κιμ αντέκρουσε τις κατηγορίες για μισογυνισμό με χαρακτηριστική ψυχραιμία. «Θεωρώ ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε ένα ανώτερο επίπεδο από τους πάντες. Διαθέτουν κάτι που οι άντρες έχουν πάντα ανάγκη και θα πλήρωναν για να το αποκτήσουν. Πιθανότατα θα διαφωνήσετε μαζί μου, αλλά κατά τη γνώμη μου η σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι έτσι κι αλλιώς ένα είδος πορνείας, παρόλο που δεν υφίσταται ανταλλαγή χρημάτων».

Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, το Coast Guard (2002) αφουγκράζεται το βάρος των ενοχών που οδηγεί στη τρέλα και την αυτοκαταστροφή έναν φύλακα των συνόρων, όταν ένα βράδυ σκοτώνει έναν αθώο πολίτη, και σηματοδοτεί την αλλαγή πορείας του δημιουργού του.

ο ποιητής

Ηταν πλέον φανερό ότι η βία στο έργο του Κι Ντουκ δεν χρησιμοποιείται ως συστατικό ενός δράματος ή μιας περιπέτειας δράσης, αλλά απεικονίζεται ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μιας φύσης που δεν μπορεί παρά να είναι διττή και καλή και κακή, και η οποία εκδηλώνεται με πράξεις που έχουν πάντα συνέπειες. Εκείνο όμως που με το αλληγορικά λυρικό Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας... Και Ανοιξη (2003) αρχίζει να διαφαίνεται για πρώτη φορά στη φιλιμική κοσμοθεωρία του είναι η ελπίδα της υπέρβασης, της λύτρωσης, μέσω της ανάληψης των ευθυνών για τις όποιες πράξεις μας: αποδεχόμενος κάθε -φωτεινή και σκοτεινή- πτυχή της φύσης του, σκαλίζοντας ως μαρτυρία παραδοχής τις αμαρτίες του στο ξύλο, ο μαθητής γίνεται δάσκαλος. Σε μια ανάλογη πορεία κάθαρσης, Το Κορίτσι Με Το Αγγελικό Πρόσωπο (2004) επωμίζεται ακόμα και τα κρίματα της πόρνης φίλης της, σε μια συγκλονιστικής σύλληψης, υποδειγματικής αφηγηματικής οικονομίας και ανοιχτής σε πολλαπλές αναγνώσεις χριστιανική αλληγορία. Στο σιωπηλό, ακόμα πιο αφαιρετικό, απρόσμενα ρομαντικό 3 - Iron (2004) που ακολουθεί, οι διάλογοι έχουν αντικατασταθεί ολοκληρωτικά από πράξεις και ο ήρωας μετουσιώνεται, θαρρείς, σε «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» πνεύμα για την αγαπημένη του. Κορμιά ασθενικά. Αποστεωμένα. Αντρας. Γυναίκα. Πνεύμα. Με δέρμα αχνό. Διάφανο. Ρευστό. Μια αγκαλιά. Οχι μόνοι. Επιτέλους μαζί.

η επόμενη πινελιά

Εκπληκτικά παραγωγικός (12 ταινίες μέσα στα τελευταία 9 χρόνια!) ο Κι Ντουκ δήλωσε φέτος -μετά τη Βενετία και το Βερολίνο- βροντερό «παρών» και στις Κάννες. Το Τόξο είναι μια ερωτική ιστορία, από εκείνες που μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να αφηγηθεί. Σε ένα πλοίο, ένας 60χρονος άνδρας, ο οποίος λέει τη μοίρα στους περαστικούς, ανάλογα με το πού και πώς θα πέσουν τα βέλη που εκτοξεύει, αγαπάει ένα 16χρονο κορίτσι. Για μια ακόμη φορά, το νερό παίζει σημαντικό ρόλο, αγκαλιάζοντας την πλάση, οι διάλογοι αντικαθιστούνται από πράξεις και εικόνες, κάνοντας τη σιωπή συγκλονιστικά εκφραστική, κι ένας τρίτος άνθρωπος, ένας νέος άντρας, έρχεται να αλλάξει τις ισορροπίες... Ποιος είπε ότι η αγία τριάδα είναι «πατήρ, υιός και άγιο πνεύμα»; Ιωάννα Παπαγεωργίου


Από το 2005 και μέχρι την πιο πρόσφατη - και τελευταία - ταινία του «Din», που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις Κάννες το 2019, ο Κιμ Κι Ντουκ σκηνοθέτησε περισσότερες από δέκα ταινίες.

Το 2011 κέρδισε με το αυτοαναφορικό ντοκιμαντέρ Arirang το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών, ένα χρόνο μετά απέσπασε πανηγυρικά τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας (φεστιβάλ που τον φιλοξένησε πολλάκις) με το σκληρό, αντισυμβατικό δράμα Πιετά (2012), μία θρησκευτική παραβολή που συνδιαλλέγεται με το αρχαίο δράμα, ενώ πριν το παραληρηματικό Human, Space, Time and Human (2018) είχε καταθέσει το πολιτικό θρίλερ Το Δίχτυ (2017). Πάνος Γκένας