[Κριτική] Γουίνσλετ και Ρόναν ανασύρουν την χαμένη τους επιθυμία στον «Αμμωνίτη» - cinemagazine.gr
17:09
6/10

[Κριτική] Γουίνσλετ και Ρόναν ανασύρουν την χαμένη τους επιθυμία στον «Αμμωνίτη»

Κέιτ Γουίνσλετ και Σίρσα Ρόναν φέρνουν πρώιμη οσκαρική αύρα στο ερωτικό δράμα εποχής του Φράνσις Λι («God’s Own Country»), που πραγματοποίησε την πανελλήνια προβολή του στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Μία από τις πιο ηχηρές πρεμιέρες των φετινών «Νυχτών» με πρωταγωνίστριες τις Κέιτ Γουίνσλετ και Σίρσα Ρόναν έχει προλάβει να χτίσει ισχυρό buzz, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Γεγονός που μεταξύ άλλων στρέφει εκ νέου τα φώτα στον Φράνσις Λι, τρία χρόνια αφότου είχε απασχολήσει έντονα το φεστιβαλικό κύκλωμα με το αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο του «God’s Own Country».

Εκεί ο Βρετανός σκηνοθέτης είχε παραδώσει ένα από τα πιο μεστά δείγματα queer σινεμά της δεκαετίας με πρωταγωνιστές δύο αγροτόπαιδα από το Γιόρκσαϊρ που διαπραγματεύονται τον πόθο τους. Το μουντό, λασπωμένο σκηνικό της βρετανικής επαρχίας είχε διεκδικήσει οργανικό χαρακτήρα στο σύμπαν του «God’s Own Country». Η κομβική σημασία του τοπίου-πλαισίου επαναλαμβάνεται και στον «Αμμωνίτη» («Ammonite»), με το τραχύ όσο και επιβλητικό παραθαλάσσιο σκηνικό να πρωταγωνιστεί με τον δικό του τρόπο εδώ, πλάι στις δύο σταρ που ηγούνται του καστ και μαζί κάθε πρώιμης συζήτησης γύρω από πιθανές οσκαρικές υποψηφιότητες. Βλέπουμε ξανά τη γη, τη φύση, τον κύκλο της ζωής να καταλαμβάνει ζωτικό χώρο σε ακόμα μία ερωτική ιστορία με αφηγητή τον Φράνσις Λι, με διαφορετικό μεν αλλά εξίσου καταλυτικό τρόπο. Και αυτή είναι ίσως η πιο κοντινή συγγένεια μεταξύ των δύο φιλμ πέραν βεβαίως από την προφανή όπου το ένα καταπιάνεται με μια γκέι και το άλλο με μια λεσβιακή ιστορία αγάπης.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1840 και στο Δυτικό Ντόρσετ της νότιας Αγγλίας, εκεί όπου η αξιόλογη αλλά παραγκωνισμένη από την ανδροκρατούμενη επιστημονική κοινότητα παλαιοντολόγος Μαίρη Άνινγκ (Γουίνσλετ) εργάζεται πυρετωδώς πάνω στα απολιθώματα που καθημερινά ανασύρει από τα γειτονικά της βρετανικά παράλια. Κάποια στιγμή ένας ευκατάστατος άνδρας την επισκέπτεται ζητώντας της να δεχτεί επ’ αμοιβή για βοηθό τη νεαρή σύζυγό του, Σάρλοτ (Ρόναν). Τα οικονομικά της Μαίρης δεν της επιτρέπουν να αρνηθεί την προσφορά, ωστόσο η αρχικά αναγκαστική συνύπαρξη των δύο γυναικών θα εξελιχθεί σύντομα σε ένα πάθος ικανό να αλλάξει για πάντα τη ζωή τους.

Οι δύο πρωταγωνίστριες εγκύπτουν πάνω στην απολιθωμένη επιθυμία, αναλαμβάνοντας να τη φέρουν στην επιφάνεια κόντρα βεβαίως στις πατριαρχικές επιταγές

Η ταξική, η φεμινιστική και η queer πτυχή του «Αμμωνίτη» βρίσκονται σε μία ικανή κατάσταση ισορροπίας, με την πρώτη να φωτίζει τις αντιθετικές καταβολές των δύο γυναικών, τη δεύτερη να αφορά εξίσου τις Μαίρη και Σάρλοτ για διαφορετικούς λόγους την κάθε μία, και την τρίτη να αναδύεται από το υπέδαφος του ψυχισμού των ηρωίδων.

Αυτό το τελευταίο είναι και το πλέον κομβικό σημείο στην ταινία, αφού η ιδιότητα της μοναχικής Μαίρης ως παλαιοντολόγου και η ενασχόλησή της με τις ανασκαφές λειτουργεί ως η πλέον αρμόζουσα μεταφορά, με τις δύο πρωταγωνίστριες να εγκύπτουν πάνω στην απολιθωμένη επιθυμία, αναλαμβάνοντας να τη φέρουν στην επιφάνεια κόντρα βεβαίως στις πατριαρχικές επιταγές.

Σε αντίθεση με άλλα δράματα εποχής που ενίοτε βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα (όπως εν προκειμένω η Μαίρη Άνινγκ), το σενάριο του Φράνσις Λι επιλέγει να δώσει άπλετο χώρο στην εικόνα και στα βλέμματα να μιλήσουν αντί ενός υπερφορτωμένου διαλογικού μέρους. Με σύμμαχο ένα φυσικό τοπίο όπου επικρατεί το γκρι του βρετανικού ουρανού και το μαύρο των πετρωμάτων, ο Γάλλος διευθυντής φωτογραφίας Στεφάν Φοντέν («Προφήτης») βοηθά τον Λι να αιχμαλωτίσει τη συναισθηματική φίμωση της Μαίρης και της Σάρλοτ, να χτίσει πάνω στις σιωπές των εξαιρετικών ηθοποιών, να εντοπίσει μεταξύ τους τη χημεία του φαινομενικά αταίριαστου. Και στο μεταξύ, σε όλες τις κρίσιμες στιγμές όπου οι δύο ηρωίδες καλούνται να διαπραγματευτούν μέσα από λόγια τον κοινό τους χώρο, ο Λι έχει φροντίσει να τους γράψει μία κατάλληλη σύντομη στιχομυθία, πριν αφήσει πάλι τα βλέμματα και τις φιγούρες τους να αναλάβουν τα υπόλοιπα, με τις Γουίνσλετ και Ρόναν να καταλήγουν να διαφεντεύουν κάθε πλάνο της ταινίας.

Η ταξική, η φεμινιστική και η queer πτυχή του «Αμμωνίτη» βρίσκονται σε μία ικανή κατάσταση ισορροπίας

Σε επίπεδο σημειολογίας έχει επίσης ενδιαφέρον να εντοπίσουμε το γεγονός ότι η Μαίρη που γνωρίζουμε αρχικά στην ταινία είναι μια γυναίκα που έχει προσανατολισμένη τη φροντίδα της αποκλειστικά στο παρελθόν. Την καθημερινότητά της μονοπωλούν αφενός οι ανασκαφές και η συντήρηση των απολιθωμάτων, αφετέρου η ηλικιωμένη μητέρα της με την οποία συγκατοικεί. Την επιθυμία για κάτι πέρα από τη συμβολική σφαίρα του παρελθόντος θα της ξυπνήσει όχι τυχαία μια αρκετά νεότερη γυναίκα, η οποία μάλιστα μπαίνει στη ζωή της όχι μόνο για να θητεύσει πλάι της ως βοηθός αλλά και να αναρρώσει σωματικά και ψυχικά, μακριά από το πολύβουο Λονδίνο που την έχει καταβάλει.

Πολλή κουβέντα στο μεταξύ έχει γίνει για τη χημεία μεταξύ των Γουίνσλετ και Ρόναν, σε συνάρτηση με το πώς εξελίσσεται η σχέση τους στο φιλμ, μια συζήτηση που ούτως ή άλλως τις περισσότερες φορές αντικατοπτρίζει τίποτα περισσότερο από την προσωπική αίσθηση που αποκομίζει ο κάθε θεατής. Εκείνο που μπορούμε να πούμε πάντως είναι πως το πρώτο φιλί έχει εκείνη την αυθεντικότητα του πρωτόγνωρου μέσα στη διστακτικά εξερευνητική του διάσταση, οδηγώντας σε μια σκηνή εκρηκτικού πάθους η οποία πείθει πολύ περισσότερο από τη δεύτερη ανάλογη και πολύ πιο τολμηρή σκηνή που μοιράζονται οι δύο πρωταγωνίστριες. Με την ενδιαφέρουσα υποσημείωση ότι την προετοιμασία και το χτίσιμο των συγκεκριμένων σκηνών οι Γουίνσλετ και Ρόναν πήραν εντελώς πάνω τους, βγάζοντας ευθύς εξαρχής τον σκηνοθέτη από την όποια άβολη θέση της καθοδήγησης.

Βλέποντας πάντως συνολικά τον «Αμμωνίτη», φαντάζει ίσως βατή διαδικασία να προσεγγίσει κανείς τις προθέσεις και τα επίπεδα του, σε αντίθεση π.χ. με το πολύ πιο κρυπτικό και πονηρό «Πορτρέτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται» της Σιαμά, ένα φιλμ το οποίο πολλοί αντιπαραβάλλουν με αυτό του Φράνσις Λι. Από άποψη φόρμας, έχουμε να κάνουμε με ένα ερωτικό δράμα λεπτού μεταμοντέρνου υποστρώματος, στο οποίο φυσικό σκηνικό, βλέμματα και σιωπές επικρατούν κατά κράτος. Προσωπικά μιλώντας, εξακολουθεί να μη μου δουλεύει η σύγκρουση μεταξύ των δύο γυναικών και τα δυναμικά που αναπτύσσονται μεταξύ τους ακριβώς πριν το φινάλε, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το τόξο που έχουν ακολουθήσει μέχρι εκείνο το σημείο οι χαρακτήρες τους. Συν τοις άλλοις, είναι και αυτή η υπέροχη σε σύλληψη και απλότητα καταληκτική σκηνή που οι Γουίνσλετ και Ρόναν μοιράζονται, στην ξυραφένια ακρίβεια της οποίας τίποτα δεν έχουν να προσφέρουν τα δέκα λεπτά που έχουν προηγηθεί. Αλλά και μόνο για αυτό το τελευταίο πλάνο, το φιλμ του Λι ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι παραπάνω.