Ταινία της Εβδομάδας: Στο κινηματογραφικό τερέν του «Borg McEnroe: Όλα για τη Δόξα» - cinemagazine.gr
11:05
23/8

Ταινία της Εβδομάδας: Στο κινηματογραφικό τερέν του «Borg McEnroe: Όλα για τη Δόξα»

Η ιστορική πλέον αντιπαλότητα ανάμεσα σε δύο από τους μεγαλύτερους τενίστες όλων των εποχών κινηματογραφείται με μια μελαγχολική ματιά από τον Δανό Γιάνους Μετζ, ο οποίος ανακαλύπτει, μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του δύο αθλητές που, όσο κι αν προσπαθούσαν για το αντίθετο, τελικά δεν υπήρξαν και τόσο διαφορετικοί.

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Κάποι πιθανώς να γνωρίζουν (κάποιοι πάλι όχι) το αποτέλεσμα του πολύκροτου τελικού του Γουίμπλεντον του 1980 ανάμεσα σε δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που πάτησαν ποτέ το χόρτο του ιστορικού αγγλικού τουρνουά τένις.

Για την ταινία του Δανού σκηνοθέτη του «Αρμαντίλο» Γιάνους Μετζ, το τι σκορ έδειξε τελικά ο φωτεινός πίνακας δεν μοιάζει να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ίσως γιατί η ουσία του φιλμ φαίνεται να βρίσκεται λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει ο μεγάλος αγώνας, σε εκείνη τη σκηνή όπου οι δύο πρωταγωνιστές κάθονται αμήχανα ο ένας δίπλα στον άλλο σε ένα στενό παγκάκι, ενώ ο τοίχος πίσω τους γράφει ένα από τα πιο διάσημα δίστιχα του «Αν» του Ράγιαρντ Κίπλινγκ. Ίσως οι «δυο απατεώνες» στην προκειμένη περίπτωση να μην είναι ο θρίαμβος και η καταστροφή, αλλά οι δύο τρομαγμένοι αθλητές, που αντιμετωπίζονταν πάντοτε ως δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που άλλαζε ήταν ο τρόπος διαχείρισης των σχεδόν πανομοιότυπων συναισθημάτων τους.

Ο Μετζ αποφασίζει πολύ σωστά να εστιάσει την προσοχή του σε ένα γεγονός (αυτό του βαρυσήμαντου τουρνουά) και γύρω από αυτό να ξεδιπλώσει δύο παράλληλες ιστορίες που αφορούν τους δύο αντιπάλους, εμβολιάζοντάς τες με εύστοχα φλας μπακ στην παιδική τους ηλικία. Επιχειρώντας να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο, καθένας από τους δύο χαρακτήρες αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες ψυχολογικές απαιτήσεις του πρωταθλητισμού, ο σκηνοθέτης ξεκινά βάζοντας στις δύο άκρες της «συμπεριφορικής» ζυγαριάς τους πρωταγωνιστές του.

Tο φιλμ του Μετζ συνιστά μια πιο «ευρωπαϊκή» προσέγγιση στις ταινίες με σπορ, καταφέρνοντας να αποτυπώσει περίτεχνα την μοναξιά της κορυφής και την εμμονή για την επιτυχία.

Ο Μεν Μποργκ, (στον οποίο κυρίως δαπανάται ο περισσότερος κινηματογραφικός χρόνος) αποτυπώνεται αρχικά ως ο εμβληματικός σταρ με το απαθές πρόσωπο, που μόλις στα 24 του χρόνια έχει ήδη κατακτήσει τέσσερα συνεχόμενα Γουίμπλεντον και τώρα επιχειρεί το ακατόρθωτο: να στεφθεί πρωταθλητής για πέμπτη συνεχόμενη φορά. Ο Σουηδός Σβέριρ Γκούντνασον, πέρα από την τρομερή φυσική ομοιότητα με τον διάσημο τενίστα, υποδύεται εξαιρετικά έναν ξεζουμισμένο από την υπερπροσπάθεια αθλητή του οποίου η επιφανειακή ηρεμία και υποτιθέμενη απουσία συναισθημάτων έχει επιτευχθεί με ένα τεράστιο και δυνητικά τραγικό εσωτερικό τίμημα. Οι ρωγμές στο ψυχρό και απαθές «σκανδιναβικό» βλέμμα σταδιακά γίνονται όλο και πιο εμφανείς, καθώς όλοι (μα όλοι) πιέζουν τον «ξανθό ιππότη» του τένις να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, κορυφώνοντας έναν ψυχολογικό βασανισμό που αυτή τη φορά, ούτε τα αμέτρητα τελετουργικά, ούτε οι έμμονες προλήψεις μπορούν να κατευνάσουν.

Από την άλλη, ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος αντίπαλος που ακούει στο όνομα Τζον ΜάκΕνρο ερμηνεύεται από τον Σάια ΛαΜπεφ με παρορμητισμό που ταιριάζει και στον πραγματικό χαρακτήρα του ηθοποιού, καθώς το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και το ανορθόδοξο (για τα δεδομένα ενός σπορ «υψηλής κοινωνικής τάξης») στιλ του τον καθιστούν, αφενός τον πιο ταλαντούχο διεκδικητή του τίτλου και αφετέρου τον πιο απεχθή προς το κοινό αθλητή. Παρότι τελικά περιορίζεται σε δευτερεύοντα ρόλο, ο ΛαΜπεφ δείχνει να καλοδέχεται τις ιδιοσυγκρασιακές ομοιότητες του χαρακτήρα που ενσαρκώνει με τον ίδιο του τον εαυτό, συνεχίζοντας μια πρόσφατη παράδοση που τον θέλει να αναλαμβάνει κυκλοθυμικούς ήρωες που προσπαθούν να καμουφλάρουν βαθιές πληγές μέσα στην ανωριμότητα των αντιδράσεων τους (βλέπε το υπέροχο «American Honey» της Άντρεα Άρνολντ).

Διασταυρώνοντας περίτεχνα το παρελθόν με το παρόν (ο μικρός Μποργκ των φλας μπακ ερμηνεύεται από τον Λέο, πραγματικό γιο του Σουηδού τενίστα) και αντιστοιχώντας τις κατεσταλμένες εκρήξεις του ενός με την τρυφερή ανασφάλεια του άλλου, η ταινία δεν αργεί να συμπεράνει ότι τελικά αυτοί κατά τα φαινόμενα διαφορετικοί άνθρωποι είχαν περισσότερα κοινά απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Εναλλάσσοντας το τέμπο από τα αργόσυρτα κοντινά στα σβησμένα από ένταση μάτια του Μποργκ έως τις αεικίνητα μονταρισμένες σεκάνς του ιστορικού τελικού, το φιλμ του Μετζ συνιστά μια πιο «ευρωπαϊκή» προσέγγιση στις ταινίες με σπορ, καταφέρνοντας να αποτυπώσει περίτεχνα την μοναξιά της κορυφής, τις ανελέητες απαιτήσεις που οδηγούν στην εξουθένωση και την εμμονή για την επιτυχία που καταλήγει σταδιακά στην προσωπική καταστροφή.

Παρότι τελικά περισσότερο υπαινίσσεται παρά δείχνει την αντιπαλότητα των δύο τενιστών, το «Borg MacEnroe - Όλα για τη Δόξα» συνιστά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ψυχογράφημα, επενδυμένο με τις μελαγχολικές αποχρώσεις μιας δημιουργίας που κοιτά με στωική νηφαλιότητα (ίσως και σχετική αδιαφορία) τα πολυδιαφημισμένα αθλητικά ανδραγαθήματα των θρύλων του χθες.