Ταινία της Εβδομάδας: Το «Κριντ ΙΙ» πυγμαχεί με το παρελθόν και κερδίζει το μέλλον - cinemagazine.gr
9:24
29/11

Ταινία της Εβδομάδας: Το «Κριντ ΙΙ» πυγμαχεί με το παρελθόν και κερδίζει το μέλλον

Γνωστική, σύνθετη συνέχεια του τέλειου, αλλά απλούστερου, reboot του 2015, που επιτυγχάνει να βρει και τον σεβασμό μιας κινηματογραφικής κληρονομιάς και να οδοστρώσει τη διαδρομή μιας νέας, ελεύθερης, σειράς.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Υπάρχει μια σκηνή στο δεύτερο «Creed» που ένας ατζέντης λέει στον Αντόνις Κριντ πως για να γίνεις ένας πρωταθλητής που θα τον θυμάται ο κόσμος, πρέπει να έχεις μια ιστορία, ένα «αφήγημα» να διατυπώσεις. Ο Σταλόνε, που έχει αναλάβει και το σενάριο εδώ, βάζει στο στόμα ενός χαρακτήρα που συμβολίζει τη νοήμονα, αλλά όχι λιγότερο άπληστη, μερίδα της αρένας του φιλοθεάμονος κοινού, να ψελλίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την αλήθεια που κάνει άλλωστε και την saga του πυγμάχου από την Φιλαντέλφια να προσαρμόζεται στους αλλαγμένους καιρούς με την βαρύτητα μιας αρχετυπικής μυθοποιίας πάνω στο πως ορίζεις τον βίο σου. Ο Ρόκι είναι εδώ, σχεδόν μισό αιώνα μετά, ακριβώς επειδή έχει ένα αφήγημα να τον πλαισιώνει. Κι επειδή μια διαχρονική επιτυχία δεν είναι δυνατόν να έχει απλοϊκές εξηγήσεις.

Στο δεύτερο «Κριντ» λοιπόν, που κάποιοι βιαστικά θα πουν φορμουλαϊκό (είναι, αλλά μόνο από την φανερή όψη), θα μπουν στη μαρμίτα δύσκολα, αταίριαστα υλικά. Θα μπει η συνέχεια της πρώτης ταινίας. Η έβδομη συνέχεια μιας ταινίας 42 ετών. Η μεταμοντέρνα διακειμενική συζήτηση ανάμεσα σε όλες τις ταινίες που μεσολάβησαν. Το παρελθόν που τροχοδρομεί το μέλλον. Η εξυπηρέτηση μιας θεματικής που διαπερνά τη σειρά και αφορά τις σχέσεις των μπαμπάδων με τα παιδιά τους. Και, περισσότερο απ’ όλα, θα πρέπει να παρεισφρήσουν στην κουβέντα η έννοια της ανδρικότητας στο φως της ενηλικίωσής, της (αυτο και ετερο)αμφισβήτησης και της οικογένειας ενόσω ο ίδιος ο Σταλόνε, σε μια εξίσου σπάνια αλλά λιγότερο «φανερή» ερμηνεία από αυτήν της ταινίας του 2015, θα δοκιμάσει για μια ακόμα φορά, τελευταία (;), να δει τον εαυτό του σαν γηράσκοντα άνθρωπο, τέως σταρ και δημιουργό όλης της συζήτησης.

Μια φυσική, ανακουφισμένη από πολιτικές εντάσεις, συνέχεια στην διαλεκτική του 4ου Ρόκι.

Η ταινία παίρνει απολύτως σοβαρά τη συζήτηση της ανδρικότητας (βοηθούσης και μιας ακόμα δυνατότερης από το πρώτο ερμηνείας του Τζόρνταν - δες πως παίζει τον πόνο, το παράπονο και την αποφασιστικότητα), του χρόνου και της μεταμοντέρνας συνεύρεσης χαρακτήρων που από την pulp κουλτούρα έχουν χτυπηθεί με το βλοσυρό 33χρονο ράβδισμα. (Έτσι ακόμα και η ήδη κλασσική, παρολίγο camp, σκηνή του ρώσικου δείπνου, γίνεται λειτουργική, δραματουργική μελαγχολία). Όμως ο Σταλόνε κρατάει τον ίδιο τον Ρόκι πίσω. Δεν θα βρεις τον εμψυχωτικό μονόλογο, ούτε τα παροτρυντικά εδάφια της σοφίας. Η (σοφή) επιλογή του είναι να βάλει τον χαρακτήρα της ζωής του στην απόλυτη υπηρεσία του ανερχόμενου χαρακτήρα. Η πατρική συμβουλή είναι εύρημα κι απόκτημα του παιδιού, όχι διδαχή του πατέρα. 

Πέρα από την απέραντη εκτίμηση στην οικονομία του πράγματος, πέρα κι από την εύλογη επίγνωση πως ο Ρόκι πια μπορεί να επαφίεται στο βάρος της εξωφιλμικής ιστορίας του, ο Σταλόνε εδώ δείχνει και μια στοχευμένη αντίληψη του τι ακριβώς χρειάζεται μια δραματουργία για να λειτουργήσει τόσο οριζόντια (στο μεγάλο κοινό) όσο και κάθετα (στην γενεαλογία και τον χαρακτήρα της σειράς). Όταν τα πράγματα φτάσουν στο κρεσέντο τους, θα διαπιστώσεις την εγγεγραμμένη ένταση με σωματικό τρόπο (στον πιο περίπλοκο δραματουργικά αγώνα της σειράς) αλλά και με διάχυτη επιβεβαίωση πως αυτή η ιστορία ανήκει πια στον Κριντ, όχι στον Μπαλμπόα. Έτσι, με έναν ζηλευτά οργανικό τρόπο, το μοτίβο του χρέους των πατεράδων απέναντι στους γιους τους θα έχει αποπληρωθεί.

Ως τότε η ιστορία θα σου έχει δώσει μια φυσική, ανακουφισμένη από πολιτικές εντάσεις, συνέχεια στην διαλεκτική του 4ου Ρόκι, η ανθρωπιά της οικογένειας Ντράγκο πλησιάζει οριακά στο να εκτρέψει ακόμα και τις συμπάθειες που τυπικά γεννά το φιλμ, η σκηνοθεσία των βλεμμάτων και των κινήσεων (πολλές από αυτές και μέσα στον αγώνα, ο Λούντγκρεν για παράδειγμα έχει ένα ενσταντανέ σχεδόν σπαραξικάρδιο), θα έχει χτίσει (πάνω στο «Ρόκι ΙΙ» και περισσότερο το «Ρόκι ΙΙΙ») το πέρασμα του άγριου πυγμάχου στον εκπολιτισμό και τη γνωριμία με τον φόβο, στοιχείο που αποτελεί αναφαίρετο συστατικό της saga, αλλά και βασική διατύπωση στο δρόμο του άνδρα για την αυτοεκτίμηση.

Το πάντρεμα τόσο και τόσων ετερόκλητων στοιχείων [...] μόνο γερούς επαίνους μπορεί να προσελκύσει.

Φυσικά όλ’ αυτά συμβαίνουν στο περιβάλλον που καθαγιάζει (ή καταδικάζει, αν είσαι αρνητής) η «ανθρωπολογία Ρόκι». Μια βαθιά λαϊκή, κερδισμένη στο δρόμο σοφία ενός ανθρώπου που πιστεύει στον άνθρωπο, στην συντροφικότητα, στην οικογένεια, σε αρχές σχεδόν χειρωνακτικές, περιφρονητικές προς μια «εγκεφαλικότερη» προσέγγιση που τείνει να ιδεολογικοποιεί τις συνέπειες των πράξεων. Μέρος του αφηγήματος που λέγαμε στην αρχή είναι πως ο κόσμος του Ρόκι – και ο κόσμος του Κριντ- είναι ένας κόσμος που οφείλει στη πράξη, όχι τα λόγια, που εννοεί την συμπαράσταση, που δονείται αλλά και δεν τρεκλίζει σπιθαμή από ένα τεστ ακοής, μια επίδειξη δύναμης, μια μητρική απουσία, μια συζυγική έγνοια.

Ταυτόχρονα η εμπορική επιταγή μιας σωθικής εμπλοκής του μεγάλου κοινού εξυπηρετείται μ’ ένα πολύ πιο πράο τρόπο (τα Ρόκι ήταν ανέκαθεν ταινίες διαλόγων ακόμα και στην πιο δημαγωγικά ξέφρενη στιγμή τους, το 4ο Ρόκι) που όμως είναι ευλαβικά ελεγχόμενος ως προς την γνώση και την κληρονομιά της σειράς από τον δημιουργό της, που εδώ κινείται προσεκτικά από το αντρίκιο μελόδραμα ως το σεμνό σύγχρονο blaxploitation (ωστόσο η είσοδος του Κριντ στον τελικό αγώνα είναι τονικά πλήρως λανθασμένη γι’ αυτόν τον γράφοντα), ενώ τέλος, προς τιμήν του νεοφερμένου σκηνοθέτη της, το πάντρεμα τόσο και τόσων ετερόκλητων στοιχείων σε μια γενεαλογικά βαριά ιστορία χρόνου και αναφορών (το πρώτο «Κριντ» ήταν σ’ αυτό μια απλούστερη ιστορία), μόνο γερούς επαίνους μπορεί να προσελκύσει.