Ταινία της Εβδομάδας: «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει» θα είχε μόνο όμορφα πράγματα να πει - cinemagazine.gr
10:57
21/2

Ταινία της Εβδομάδας: «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει» θα είχε μόνο όμορφα πράγματα να πει

Διασκευάζοντας ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπόλντουιν και με υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, Μουσικής Υπόκρουσης και Β' Γυναικείου Ρόλου, η καινούργια ταινία του Μπάρι Τζένκινς είναι ένας ευγενής και άξιος διάδοχος στο «Moonlight» .

Από τον Λουκά Κατσίκα

Ο Μπάρι Τζένκινς είναι ένας ειλικρινής σκηνοθέτης. Φιλμάρει απευθείας από την καρδιά, κινηματογραφεί με αγάπη και παλιομοδίτικη ανθρωπιά, υπερασπίζεται το ρομαντικό δόγμα του να προσπαθείς να διορθώσεις την όποια ασχήμια μέσα από την ομορφιά και την καλοσύνη. Ο Μπάρι Τζένκινς είναι ένας αισθηματίας. Στις ταινίες του δυσκολεύεται να κρύψει αυτό που νιώθει και όσα τον κυριεύουν συγκινησιακά. Δείχνει τεράστια συμπόνοια για τους ήρωές του, τους πλαισιώνει σαν αγκαλιά και σαν τείχος προστασίας, τους θαυμάζει και τους εξυψώνει. Ο Μπάρι Τζένκινς είναι ένας σεμνός εστέτ. Αποθεώνει την καλαισθησία, χωρίς να γίνεται διακοσμητικός. Βαδίζει μέσα στα πλάνα του υπό την επήρεια μιας μαγευτικής ζάλης. Γυρίζει τις ταινίες του σαν να τις ονειρεύεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή. 

Ο Τζένκινς γυρίζει τις ταινίες του σαν να τις ονειρεύεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή

Ο Μπάρι Τζένκινς είναι ο δημιουργός του «Moonlight», ενός φιλμ παρόμοιας νοοτροπίας και αισθητικής με την «Οδό Μπιλ», ξεκάθαρα προερχόμενου από τον ίδιο άνθρωπο και με το ίδιο μεθυσμένο βλέμμα απέναντι στον κόσμο. Αυτή τη φορά, ο 39χρονος σκηνοθέτης διαλέγει να αντικρίσει τον κόσμο από το παρελθόν και πιο συγκεκριμένα από τις φτωχικές γειτονιές ενός έκρυθμου φυλετικά Χάρλεμ της δεκαετίας του ’70, όπως τις οραματίστηκε προηγουμένως ο συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντουιν. Από τους σημαντικότερους Αμερικανούς διανοητές και συνάμα ένας από πιο αυθεντικούς εκφραστές της μαύρης φυλής, των αγώνων και των καθημερινών δοκιμασιών της, προσφάτως γνωστότερος σε αρκετούς μέσα από το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Δεν Είμαι ο Νέγρος σου», ο Μπόλντουιν έγραψε το «If Beale Street Could Talk» στα 1974, αφηγούμενος την ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού Αφροαμερικανών από εργατικές οικογένειες. Η Τις και ο Φόνι γνωρίστηκαν σε παιδική ηλικία και μεγαλώνοντας άφησαν τη σχέση τους να καρποφορήσει σε έναν πανέμορφο έρωτα. Μόνο που η ευτυχία τους αποδεικνύεται εφήμερη όταν εκείνος φυλακίζεται, κατηγορούμενος άδικα για ένα έγκλημα το οποίο δεν διέπραξε, και η Τις κάνει οτιδήποτε είναι εφικτό για να εξασφαλίσει την αθώωσή του, την ίδια ώρα που κουβαλά το παιδί του στην κοιλιά της.

Μακρινός πνευματικός συγγενής και θαυμαστής του συγγραφέα, ο Τζένκινς στάθηκε ο πρώτος στον οποίο επιτράπηκε επίσημα διασκευή έργου του για το αμερικανικό σινεμά (είχε προηγηθεί ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν με το «Where the Heart Is», το 1998) και μάλλον υπήρξε ο πλέον ταιριαστός. Όχι μόνο γιατί αντιμετώπισε σεβαστικά τη μεταφορά των σελίδων του Μπόλντουιν στη μεγάλη οθόνη, αλλά και γιατί κατάφερε να μεταφράσει τον λυρισμό του βιβλίου με τη γλώσσα των εικόνων και όχι των πολλών λέξεων.

Ξεκινά από το εφήμερο και φτάνει ως το οικουμενικό, με τον ίδιο τρόπο που το κατόρθωνε το «Moonlight»

Πέραν αυτού, η ιστορία του φιλμ παραμένει ίδια με το βιβλίο. Ξεκινά από το εφήμερο και φτάνει ως το οικουμενικό, με τον ίδιο τρόπο που το κατόρθωνε το «Moonlight». Μιλά για τη δύναμη της αγάπης, της οικογένειας και της οργανωμένης κοινότητας ως συγκινητικοί μηχανισμοί αντίστασης κόντρα σε εμπόδια και προκαταλήψεις. Ανακινεί τις επώδυνες λεπτομέρειες μιας πολιτικοκοινωνικά εκρηκτικής εποχής μέσα από την θεραπευτική εμπειρία ενός αγνού έρωτα. Και σιγοκαίει με μια ήπια φλόγα που εκφράζεται μέσα από την κομψή φωτογραφία, την ελεγειακή μουσική υπόκρουση, τις εκφραστικές ερμηνείες, τα γεμάτα νόημα βλέμματα που μας απευθύνουν οι ηθοποιοί όποτε κοιτάζουν απευθείας την κάμερα και την ευλάβεια με την οποία η σκηνοθεσία πλησιάζει πρόσωπα και σώματα. 

Τα πάντα στη χαμηλόφωνη ταινία του Τζένκινς παραμένουν, ούτως ή άλλως, στα ντεσιμπέλ του ψιθύρου, υπηρετώντας έναν δημιουργό ο οποίος προτιμά να μην κραυγάζει και να μη μεγεθύνει τα μηνύματά του προκειμένου να δείξει τη σπουδαιότητά τους. Γι’ αυτό και το σινεμά του ξεχωρίζει μέσα στη μετριοφροσύνη του. Γιατί καθοδηγείται από μια αξιέπαινη σεμνότητα.