Ταινία της Εβδομάδας: Το «Με Άλλο Πρόσωπο» σατιρίζει το παραμορφωμένο προσωπείο μιας αδιάφορης κοινωνίας - cinemagazine.gr
9:30
11/4

Ταινία της Εβδομάδας: Το «Με Άλλο Πρόσωπο» σατιρίζει το παραμορφωμένο προσωπείο μιας αδιάφορης κοινωνίας

H Πολωνέζα σκηνοθέτιδα Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα, μετά τα βραβευμένα «Body» (2015) και «Εις το Όνομα του Αδάμ» (2013), επέστρεψε πέρσι στο Φεστιβάλ Βερολίνου με τη μαύρη κωμωδία «Mug» («Με άλλο Πρόσωπο»)  κερδίζοντας την Αργυρή Άρκτο - Μέγα Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ.

Ο Τζάσεκ και η φιλενάδα του Νταγκμάρα είναι ένα αντισυμβατικό ζευγάρι. Ο πρώτος ακούει χέβι-μέταλ και ντύνεται σαν απομεινάρι των ‘80s, εκείνη χορεύει στην πίστα σαν να μην υπάρχει αύριο. Μαζί ανεβαίνουν στην κορυφή του βουνού, κοροϊδεύουν τους κατοίκους του χωριού όπου ζουν, και γενικά περνούν τον χρόνο τους όπως ακριβώς τους γουστάρει. Παράλληλα ο Τζάσεκ δουλεύει ως εργάτης στην κατασκευή ενός αγάλματος του Ιησού, που φιλοδοξεί να ξεπεράσει σε μέγεθος εκείνο του Ρίο. Μία μέρα ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα θα τον στείλει στο νοσοκομείο. Ως εκ θαύματος θα επιζήσει, αλλά το πρόσωπό του έχει παραμορφωθεί.

Με έντονα φαρσικά στοιχεία, η πικρή, μαύρη κωμωδία της Σουμόφσκα είναι ένα love letter για όλους τους περιθωριακούς, απροσάρμοστους μιας κοινωνίας που αδυνατεί (ή μήπως αδιαφορεί;) να τους αφομοιώσει. Μπορεί ο Τζάσεκ να μην νιώθει «ένα» με το στεγνό, επαρχιώτικο περιβάλλον του χωριού του, όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως επιθυμεί να απομονωθεί ή να το ακυρώσει. Όταν «χάνεται» μέσα στο κενό του γιγαντιαίου αγάλματος του Ιησού (η σκηνή κόβει την ανάσα) και στη συνέχεια επιστρέφει, η παραμορφωμένη «δεύτερη παρουσία» του γίνεται σύμβολο οίκτου και ντροπής, ελεημοσύνης και ακύρωσης. Μόνο η αδερφή του είναι εκείνη που θα βοηθήσει τον Τζάσεκ να δει τα πράγματα καθαρά και να προχωρήσει.

Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι σπαρταριστή ως ιδέα και ταυτόχρονα αποκαρδιωτική για την ανθρώπινη ευτέλεια.

Με το «Mug» η Σουμόφσκα στήνει κυριολεκτικά έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Απέναντι τοποθετεί το πλήθος που άγεται και φέρεται από τα μέσα ενημέρωσης, το θρησκευτικό κήρυγμα, την οικογενειακή παράδοση και ειρωνεύεται την υποκρισία της στιγμής, που ξεχνά την μονιμότητα των προβλημάτων. Το σενάριο βρίσκει το χιούμορ που δεν βαραίνει το περιεχόμενο, αλλά λειτουργεί σαρκαστικά (αν και κάπως βεβιασμένα σε μερικές σκηνές). Το «μούτρο» του τίτλου μεταμορφώνεται σε έναν κοινωνικό «Φρανκενστάιν» που συμβάλλει καταλυτικά στην επιτάχυνση μιας αναπόδραστης αντίδρασης.

Με σημαντικό αρωγό τον Μίχαλ Ένγκλερτ στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, η Σουμόφσκα κινηματογραφεί έναν κόσμο αντιθέσεων (το τεχνητό φως σε αντίθεση με το γήινο σκοτάδι) και εμμένει σε μία ονειρική, θολή βινιέτα. Η επιλογή της εστιάζει μεν στην ουσία, αλλά λόγω διάρκειας γίνεται κάπως διδακτική. Σίγουρα όμως παραθέτει έναν διασκεδαστικό διάλογο για την «επιφάνεια των πραγμάτων», αυτή που καθορίζει την αντίληψη και στιγματίζει τους ανθρώπους άδικα. Όταν μία κοινωνία γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη πλευρά και το μόνο που την απασχολεί είναι να θεμελιώσει την πίστη της στην πέτρα, και όχι στον άνθρωπο, οι αντιθέσεις μεγαλώνουν. Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι σπαρταριστή ως ιδέα και ταυτόχρονα αποκαρδιωτική για την ανθρώπινη ευτέλεια.