Ταινία της Εβδομάδας: «Μια Προσωπική Ιστορία» είναι το ελεγειακό κύκνειο άσμα των παντοτινών αδελφών Ταβιάνι - cinemagazine.gr
11:51
14/2

Ταινία της Εβδομάδας: «Μια Προσωπική Ιστορία» είναι το ελεγειακό κύκνειο άσμα των παντοτινών αδελφών Ταβιάνι

Μια ιστορία εμφυλίου πολέμου, επιτακτικές αναμνήσεις ενός έρωτα και μιας φιλίας, η αναζήτηση του χαμένου παραδείσου, η σπουδαία ανταλλαγή των κραυγών με τους ψιθύρους. Chapeau.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Τι σινεμά όμως κάνουν τα δύο αυτά αδέλφια…Εδώ η υπογραφή είναι μόνο του Πάολο, η επιβαρυμένη υγεία του Βιτόριο (που δεν είναι πια κοντά μας από τον περασμένο Απρίλιο) δεν του επέτρεπε παρά κάποιες σκηνές στην αρχή και την ισότιμη συνεισφορά στο σενάριο. Σενάριο βασισμένο σε μια νουβέλα του Μπέπε Φενόλιο, πρόωρα χαμένου συγγραφέα που εδώ ημιαυτοβιογραφείται σε μια ιστορία τοποθετημένη στον όχι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό ιταλικό εμφύλιο που λάμβανε χώρα παράλληλα με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – και πολλά χρόνια πριν από αυτόν.

Και πάλι. Τι σινεμά όμως κάνουν αυτά τα δύο αδέλφια…Πως ξεκινούν έτσι μ’ αυτήν την διάχυτη ομίχλη να αποκαλύπτει ένα αρχοντικό, λες και βλέπεις το αρχοντικό των Άσερ στην περίφημη ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Πως τυλίγουν παραμυθένια την ιστορία τους κάνοντάς την μια συνέχεια εκείνης της αξέχαστης «Νύχτας του Σαν Λορέντσο» 35 ολόκληρα χρόνια πριν, φτιάχνοντας μια άτυπη διλογία πάνω στο καυτό χνάρι του πολέμου. Πως ονοματίζουν, εκ του βιβλίου βέβαια, τον ήρωα τους Μίλτον, παραπέμποντας σκόπιμα και φανερά στον θρυλικό ποιητή του 17ου αιώνα που έγραψε τον «Απολεσθέντα Παράδεισο», εγκολπώνοντας έτσι τόσο όμορφα την θεματική της ιστορίας τους.

Οι Ταβιάνι ψάχνουν, σαν τον ήρωά τους, ν’ αναπαραστήσουν τον απολεσθέντα παράδεισο. Να καταφύγουν στην μνήμη της αθωότητας, του έρωτα, του ενθουσιώδους πριν το απομυθοποιημένο, κατακαμμένο μετά.

Και μετά. Είναι αξιοθαύμαστο να παρατηρείς πως ο γνώστης, ο μάρτυρας, ο (αν θέλει) ιστοριογράφος, ανταλλάσσει τις κραυγές με τους ψιθύρους. Πως αντί να εκπέσει στην πολιτικάντικη καταγγελία, κατανοεί την σημασία του να δείχνεις για να μονοιάσεις, να βλέπεις αγαπητικά, να μην σκοτώνεσαι στη φωνασκία και την καλλιτεχνική χειροδικία. Οι Ταβιάνι ξέρουν. Ήταν 12 και 14 χρονών στα χρόνια της αφήγησης του έργου. Έζησαν για χρόνια μετά έναν εμφύλιο πόλεμο, είδαν (από την αριστερή κιόλας μεριά) την μετεξέλιξη των μελανοχίτωνων με τους παρτιζάνους, τα αδέλφια να σκοτώνονται.

Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά οι φωνασκίες αναδεύουν διχόνοια βολική πολιτικά αλλά αχρείαστη ανθρώπινα. (Η πολιτική με την ανθρωπιά, ως γνωστόν, λιγοστή σχέση έχουν). Οι Ταβιάνι διαλέγουν ένα βιβλίο που λέει την δική τους ιστορία. Αυτή που και βία περιλαμβάνει και πολεμική τρέλλα. Όμως εκείνοι ψάχνουν, σαν τον ήρωά τους, ν’ αναπαραστήσουν τον απολεσθέντα παράδεισο. Να καταφύγουν στην μνήμη της αθωότητας, του έρωτα, του ενθουσιώδους πριν (η Βαλεντίνα Μπέλε δεν είναι άριστη επιλογή πάντως) το απομυθοποιημένο, κατακαμμένο μετά.

Και η ομίχλη τους συμβάλλει έξοχα. Τυλίγει τον χρόνο, τυλίγει τα πεπραγμένα, τα μαλακώνει χωρίς ποτέ να τα εξαϋλώνει. Κι όταν η πεζογραφία ενός οδοιπορικού βρει ύφαλο, οι Ταβιάνι έχουν έτοιμη μια καταφυγή στην ποίηση όλη για τις ψυχές μας μόνο. Στην σκηνή με το μικρό κορίτσι που σηκώνεται από την αυλή για να πάει να ξεδιψάσει, έχεις πάρει ένα ιντερμέδιο μεγάλης κινηματογραφικής ποίησης, έχεις συνταραχθεί που σου είπαν τόσα πολλά (για τον πόλεμο, για την πίστη, για, για, για) με τόσα λίγα.

Είναι ελεγειακό, βέβαια, αυτό το «ιδιωτικό ζήτημα» των Ταβιάνι, όπως ελεγειακά οφείλουν να είναι τα κύκνεια άσματα. Η επιστροφή στο μαγευτικό Πιεμόντε, με τις πλαγιές του διάσπαρτες επίδοξους δολοφόνους αλλήλων, λίγο πάνω από την πάτρια Τοσκάνη τους, τους εμπνέει, τους στηρίζει, τους χαρίζει μια αχλύ σχεδόν μελαγχολική. Ίσως και γιατί ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ, ίσως και γιατί ποτέ σ’ έναν πόλεμο δεν κέρδισε ο έρωτας. Ίσως και γιατί το ταξίδι του Μίλτον να βρει μιαν απάντηση είναι από την αρχή ανέλπιδο. Χωρίς όμως την ανάμνησή του, χωρίς τον έρωτα και την φιλία που ζητά να ξαναβρεί, δίχως και κείνο το φαντασματικό «Over the Rainbow» να αντηχεί στο παλιό γραμμόφωνο κι ο ίδιος ξέρει πως θα είχε πάψει να υπάρχει.

Ευχαριστούμε Πάολο, ευχαριστούμε Βιτόριο.