«Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού»: Ο Λάνθιμος ανοίγει θαρραλέο διάλογο με Κιούμπρικ και Χάνεκε - cinemagazine.gr
9:52
2/11

«Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού»: Ο Λάνθιμος ανοίγει θαρραλέο διάλογο με Κιούμπρικ και Χάνεκε

Εξίσου μαγνητική και ζοφερή, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου ανοίγει θαρραλέο διάλογο με Χάνεκε και Κιούμπρικ, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά την εντυπωσιακή δεξιοτεχνία του κορυφαίου σύγχρονου Έλληνα δημιουργού. Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες, το οποίο μοιράστηκε με το «You Were Never Really Here» της Λιν Ράμσεϊ.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Το ότι ταινία του Λάνθιμου θα σήκωνε πολλή συζήτηση είναι περίπου αυτονόητο. Όλες οι ταινίες του προσφέρονται για κάτι τέτοιο, ή και το επιζητούν αν λάβουμε υπόψη τους λιγότερο δεκτικούς με το σινεμά του θεατές. Εκείνο που αποτελεί μεγαλύτερη έκπληξη αναφορικά με τον «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» ωστόσο, είναι το πόσο δραστικά ο πιο διακεκριμένος Έλληνας δημιουργός των τελευταίων δέκα ετών αποτόλμησε να μετέλθει μιας κινηματογραφικής γλώσσας τόσο εύκολα αναγνωρίσιμης και καταξιωμένης όσο αυτής των Κιούμπρικ και Χάνεκε. Την ίδια στιγμή μάλιστα που δεν παραιτείται απ’ το δικό του, εξίσου αναγνωρίσιμο στυλ.

Μια επαρκώς προβοκατόρικη περιγραφή του φιλμ θα έλεγε πως ο Λάνθιμος παίρνει την όψη του Κιούμπρικ, την ψυχή του Χάνεκε και τα παντρεύει με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της Ιφιγένειας του Ευριπίδη, τόσο ζοφερή μάλιστα που κάνει τον «Αστακό» να μοιάζει με κωμωδία. Για να γίνω πιο σαφής όμως, να πω πως η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Στίβεν Μέρφι, έναν καταξιωμένο καρδιοχειρουργό (Κόλιν Φάρελ), η (οικογενειακή) ζωή του οποίου αρχίζει να παίρνει οδυνηρή τροπή απ’ τη στιγμή σε αυτή που μπαίνει ένας έφηβος (ο Μπάρι Κέογκαν στο ρόλο του Μάρτιν).

Όλα λοιπόν παίρνουν την κάτω βόλτα για τον γιατρό, με άμεσο αντίκτυπο στα δύο του παιδιά, τον Μπομπ και την Κιμ, αλλά και στη γυναίκα του, Άννα (Νικόλ Κίντμαν), απόρροια ενός μοιραίου επαγγελματικού λάθους απ’ το οποίο αδυνατεί να ξεφύγει κι εξαιτίας του οποίου μάλιστα καλείται να λάβει μια αφόρητα δύσκολη απόφαση, που εμπίπτει στα όρια της θυσίας. Κι όσο τα επιμέρους συστατικά της πλοκής αρχίζουν να αναδύονται μέσα από το αρχικά παθητικοεπιθετικό αλισβερίσι μεταξύ του Στίβεν και του Μάρτιν, γρήγορα το όλο στόρι οδηγείται σε μια θανατερή παγίδα, όχι πολύ μακριά απ’ την κλινική λογική του «Funny Games». Με την ιδιαιτερότητα πως εδώ, το σενάριο των Λάνθιμου-Φιλίππου αφήνει μια μεταφυσική νότα να περιφέρεται απειλητικά πάνω απ’ τα κεφάλια των Μέρφι, ενώ δόσεις βάναυσου meta χιούμορ φροντίζουν να μας προειδοποιήσουν πόσο μάταιο είναι να αναζητήσει κανείς σεναριακά κενά ή και λογικά παράδοξα στο κατάμαυρο σύμπαν που επινόησαν οι δύο διακεκριμένοι συνεργάτες των «Κυνόδοντα», «Άλπεων» και «Αστακού».

... μόνο ένας μεγάλος σκηνοθέτης μπορεί να σου προκαλέσει την πιο άγρια ανατριχίλα και αποστροφή, και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να σε εξωθήσει στο πιο απροσδόκητο όσο και αμήχανο γέλιο.

Απ’ τη δεύτερη κιόλας σκηνή, ο Λάνθιμος είναι λες κι έχει βάλει στοίχημα να μας πείσει πως ο Κιούμπρικ αναστήθηκε. Τέλεια κεντραρισμένα τράβελινγκ σε διαδρόμους, συνεχής χρήση ευρυγώνιου φακού και track out αποτελούν μερικά απ’ τα σκηνοθετικά υλικά που παραπέμπουν ευθέως στους στοιχειωμένους διαδρόμους του ξενοδοχείου Όβερλουκ, στις αποστειρωμένες αίθουσες του διαστημοπλοίου στο «2001» ή π.χ. στον τρόπο με τον οποίο ο σπουδαίος Στάνλεϊ κάδραρε το πνιγμένο σε ανομολόγητα μυστικά ζεύγος Κίντμαν-Κρουζ στο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά». Και η αλήθεια είναι πως 18 χρόνια μετά το θάνατό του Κιούμπρικ, ο Λάνθιμος είναι ο πρώτος που αποτολμά μια τόσο ανοιχτή αναμέτρηση με το αψεγάδιαστο στυλ ενός από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Άλλοι ίσως το ζυγίσουν ως θράσος ή ασέβεια, όμως προσωπικά θα πω πως το «Ελάφι» δικαιολογεί επαρκώς αυτού του είδους το ρίσκο, με τον διευθυντή φωτογραφίας Θύμιο Μπακατάκη μάλιστα να συνδράμει αποφασιστικά κάνοντας εξαιρετική δουλειά.

Θα ήταν άλλωστε κατάφωρα άδικο να ξεμπερδέψει κάποιος με την ταινία λέγοντας πως αποτελεί μια επηρμένη μίμηση του σινεμά του Κιούμπρικ. Για άλλη μια φορά, οι χαρακτήρες του Λάνθιμου υπηρετούν -όλο και πιο οργανικά είναι η αλήθεια- το γνώριμο off ύφος των ηρώων που έχουμε συναντήσει και στις προηγούμενες δουλειές του, με την εντυπωσιακή εδώ Κίντμαν να κρατά τη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση απ’ αυτό τον κανόνα. Ταυτόχρονα, οι πιο παρατηρητικοί θα εντοπίσουν διάσπαρτα καδραρίσματα εντελώς ολόδικά του, όμοια με εκείνα που πετσοκόβουν επιμελώς στις άκρες του κάδρου τους ήρωες των «Άλπεων».

Όμως εκείνο που τελικά αποτελεί το κέντρο βάρους του «Ελαφιού» δεν είναι άλλο από τον χανεκικό χαρακτήρα της ιστορίας που αφηγείται. Η υπαρξιακή βαρύτητα ενός ένοχου μυστικού, η βία της ψεύτικης ευγένειας, η σκοτεινή κουλτούρα της εκδίκησης, τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ υπερβολής, παράλογου και λογικού και κυρίως μια μεταφυσικού τύπου επενέργεια που ο Αυστριακός δημιουργός ασκεί στο κοινό του - όπως π.χ. η χρήση του περίφημου τηλεκοντρόλ στο «Funny Games» - συνθέτουν τον πυρήνα της προβληματικής των Λάνθιμου και Φιλίππου.

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με το Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες (το τρίτο βραβείο που ο Λάνθιμος κερδίζει εκεί) ή ξέχωρα απ’ το εάν του αρέσει/ταιριάζει το σινεμά των Λάνθιμου και Φιλίππου, θεωρώ πως απαιτείται ένας κάποιος χρόνος προτού τακτοποιήσει τις σκέψεις του απέναντι σε μια ταινία όπως το «Ελάφι», πριν μπει δηλαδή στο τριπάκι να εξετάσει εσπευσμένα λ.χ. τη σημαντικότητα των συνδέσεών της με τον Κιούμπρικ, τον Χάνεκε ή τον βαθμό εμπλοκής με την τραγωδία του Ευριπίδη. Το μόνο βέβαιο είναι πως πρόκειται για μια εξαιρετικά δυσάρεστη ταινία, η οποία σε αιχμαλωτίζει στη ζοφερή μοίρα των ηρώων της.

Παρόλα αυτά, αξίζει ίσως να αναφερθώ σε μια χαρακτηριστική σκηνή όπου ο Μάρτιν (εξίσου απόκοσμη φιγούρα με τους εισβολείς στο «Funny Games» ή τον σαλεμένο πια Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο στο «Full Metal Jacket») αυτοτραυματίζεται, για να μας επαναφέρει ο ίδιος ο πιτσιρικάς αμέσως μετά με μια ατάκα που εκβιάζει εξαιρετικά το πιο άβολο και αποσυμφορητικό γέλιο. Εκείνο που προτιμώ να πω λοιπόν αντί επιλόγου σχετικά με το «Ελάφι» είναι πως μόνο ένας μεγάλος σκηνοθέτης μπορεί να σου προκαλέσει την πιο άγρια ανατριχίλα και αποστροφή, και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να σε εξωθήσει στο πιο απροσδόκητο όσο και αμήχανο γέλιο.