«Η Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς»: Οι αδερφοί Κοέν φτιάχνουν μεγάλες ταινίες για πλάκα - cinemagazine.gr
13:08
21/11

«Η Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς»: Οι αδερφοί Κοέν φτιάχνουν μεγάλες ταινίες για πλάκα

Το κωμικοτραγικό ταξίδι των Κοέν στην Άγρια Δύση τους βρίσκει πιστούς στις ιδέες τους, είρωνες αλλά όχι βλάσφημους προς το γουέστερν, σε μια απολαυστική ανθολογία 6 ετερόκλητων ιστοριών που μοιάζουν σαν το ταξίδι μας από τη γέννηση ως το θάνατο. 

Από τον Τάσο Μελεμενίδη

Για την ταινία των αδερφών Κοέν έγινε σχετικά μικρότερη φασαρία με το αν θα παιχτεί σε αίθουσες ή απευθείας στο Netflix, σε σχέση για παράδειγμα με το «Roma» του Κουαρόν. Ίσως αυτό συνδέεται και με την ιδιοσυγκρασία των ίδιων και τη συνέπεια που έχουν στο να παραδίδουν ένα άψογο αποτέλεσμα – το ποιος και πως θα το εκμεταλλευτεί μετά είναι δική του υπόθεση. Το περιεχόμενο όμως δε φθίνει ούτε στιγμή, μένοντας πιστό στις ιδέες τους, που περιβάλλουν εδώ και τρεις δεκαετίες το περίφημο «κοενικό» σύμπαν, αλλά και δημιουργώντας μερικούς ενδιαφέροντες δεσμούς της εποχής που αναφέρεται με το σήμερα. 

Η «Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» αποτελείται από 6 ξεχωριστές ιστορίες και θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί κάτω από τη φόρμα της μίνι-σειράς, καθώς πέρα από το ότι διαδραματίζονται στην ίδια εποχή και δημιουργούν θεματικούς συνειρμούς, δεν υπάρχει αφηγηματική σχέση μεταξύ τους. Αν πρέπει να βρούμε έναν κομβικό σύνδεσμο σε όλες, είναι η μετατόπιση της εικόνας που έχουμε για την άγρια Δύση (από τα κλασικά γουέστερν) καθώς εδώ οι θρύλοι εύκολα εκπίπτουν και η αβεβαιότητα κυριαρχεί. Οι Κοέν άλλωστε έχουν στηρίξει πολλάκις τη γνώμη πως γεννιόμαστε και φεύγουμε ζώντας στο μεσοδιάστημα ως ήρωες μιας φάρσας, ούτε καν καλοστημένης αλλά αφημένης πάνω στην τυχαιότητα, οπότε η κάθε μορφής υστεροφημία των εδώ ηρώων δεν έχει και καμιά σημασία. 

Ξεκινώντας από τον ήρωα του τίτλου στην πρώτη ιστορία, τον Μπάστερ Σκραγκς (τον υποδύεται κωμικά ο Τιμ Μπλέικ Νέλσον, αξέχαστη φιγούρα του «Ω Αδερφέ Πού Είσαι;»), η κοενική λογική εισβάλλει επιθετικά στο γουέστερν, με έναν ήρωα που θα πρωταγωνιστούσε άνετα σε σειρά b ταινιών του είδους στο παρελθόν, διασκεδάζοντας τα πλήθη καθώς είναι το πιο γρήγορο πιστόλι, με μια σιγουριά και άνεση γύρω από τον μύθο του που σου δίνει την εντύπωση ότι υπήρχαν από τότε social media υπεύθυνα για τη δημόσια εικόνα. Αυτή είναι και μια από τις πρώτες συνδέσεις με το τώρα, που από κωμικές σοβαρεύουν επικίνδυνα στην πορεία, ειδικότερα στο υπέροχο, πικρό story όπου πρωταγωνιστεί ο Λίαμ Νίσον και αποδεικνύει πως ο πόλεμος του περιεχομένου στην ψυχαγωγία είναι πολύ παλιός και σκληρός, και όχι μόνο σημείο των καιρών μας. 



Το πιο ενδιαφέρον όμως κομμάτι όλης της ανθολογίας, είναι η προσπάθεια των Κοέν να πιάσουν τεχνικές των Μόντυ Πάιθον. Ακόμη και μεμονωμένα στην αφήγηση των ιστοριών,  δίνεται η εντύπωση πως κάπου στη μέση θα διακοπούν για να ξεκινήσουν άλλες, με άλλους ήρωες που παίρνουν τη θέση των πρώτων γιατί έτσι είναι η ζωή, καθώς οι ιστορίες και τα διδάγματά τους έχουν μεγαλύτερη σημασία από τους ίδια τα πρόσωπα. Έχοντας και έναν τόνο που σταδιακά γίνεται πιο βαρύς και καταλήγει σε μια υπερβατική, τελευταία ιστορία με φόντο τον θάνατο, η ταινία συγγενεύει αρκετά με το «Νόημα της Ζωής» (Monty Python's The Meaning of Life) της βρετανικής ομάδας, σε μια τέλεια εκτελεσμένη αμερικανική εκδοχή του, με το υπέροχο περιτύλιγμα του γουέστερν (ως το κλασικό αμερικανικό είδος)  να δικαιολογεί την παρουσία του. 

Με αυτές τις προτεραιότητες, οι Κοέν, δεν κοροϊδεύουν ακριβώς το είδος, το προσαρμόζουν όμως πάνω στο ύφος τους όπως έκαναν και στο «Αληθινό Θράσος», διακηρύσσοντας πως αυτό που λέμε «κοενικό» πρέπει να πάρει προαγωγή και αυτό σε «genre» κάποια στιγμή – μεταθανάτια ίσως, όταν και θα έχουν ολοκληρωθεί οι φάρσες τους. Με την υπέροχη δουλειά πάντως που έδωσαν, ισορροπημένη ανάμεσα σε ταινία και σειρά και παιγμένη παράλληλα σε φεστιβάλ και ψηφιακές πλατφόρμες, υπενθυμίζουν πως περισσότερη σημασία έχει το να βλέπουμε καλό σινεμά και όχι πού θα το βλέπουμε. Η ευκολία που μοιάζει να περιβάλλει το γύρισμα του έργου τους αλλά και τη συγγραφή του σεναρίου του είναι και ένα ηχηρό μήνυμα προς κάθε λογής δημιουργούς. Στην ψηφιακή μετάβαση του κινηματογράφου, όσο οι κάθε αρχιερείς παλιού και νέου μοντέλου διανομής τσακώνονται, αυτοί οφείλουν να μην παρεκκλίνουν της αποστολής τους και να δίνουν στο κοινό τον καλύτερο εαυτό τους. 

Η «Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» προβάλλεται διαδικτυακά στο Netflix.