Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα, Κύπρος
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κύρος Παπαβασιλείου
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Κύρος Παπαβασιλείου
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μαρία Αποστολακέα, Χρήστος Σουγάρης, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννης Νιάρρος, Στεφανία Σωτηροπουλου
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Θόδωρος Μιχόπουλος
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Δημήτρης Καρυοφύλλης, Νίκος Βελιώτης, Μmmd
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave
    Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα

Σε μια κοινωνία που ζει υπό την σκέπη του Ασυνάρτητου Χρόνου, και η έννοια του Γραμμικού Χρόνου συνεπάγεται ένας είδος αέναης εκκρεμότητας, η Πηνελόπη βιώνει σε λίγες μέρες μια ζωή αναμονής, προσδοκίας, θανάτου, γέννησης, απώλειας και μιας ενδεχόμενης ελπίδας για αγάπη. Εγχείρημα Φανταστικού από το Κύρο Παπαβασιλείου που αξίζει προσοχής.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ταινίες όπως το «Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα» έχουν κάτι ηρωικό στην εποχή μας, ιδίως σε χώρες τόσο ταπεινών μέσων και ταπεινότερης κινηματογραφικής παίδευσης. Στο κάτω-κάτω ζούμε σε μια χώρα που κάποτε θριάμβευε στην παραγωγή σινεμά είδους (σε ως επί το πλείστον κακές ταινίες, αλλά πάντως είδους), εν συνεχεία παίξαμε το παιχνίδι της art house Ευρώπης και εξοστρακίσαμε ακόμα και τη λέξη από το κινηματογραφικό μας λεξιλόγιο και ακόμα μέχρι σήμερα, δεκαετίες αφού art house και είδος έχουν οργανικά χωνευτεί σε κάθε ευρυμαθή κινηματογραφία, εμείς σερνόμαστε ακόμη με «σινεφίλ» καυσαέρια αδυνατώντας ακόμα να εκτιμήσουμε κεντρικές ταινίες και υπογραφές του σινεμά ως κανόνα της 7ης Τέχνης.

Θεωρητικά το παραπάνω είναι ένα θέμα για τους διδάσκοντες, την κριτική, τα φεστιβάλ, εν γένει τους επαΐοντες εντός/εκτός εισαγωγικών. Πρακτικά η ταινία του Παπαβασιλείου δεν θα δει στο ήλιο μοίρα, ούτε από κριτικής πλευράς, ούτε από εισιτήρια, αν και όσο προλάβει να ζήσει στην αίθουσα. Θα μου πεις «για αυτό βάζεις τρία;» - εν μέρει ναι. Αλλά και αν υπερθεματίζω (λίγο) αστρολογικώς, αυτό συνδέεται και με την αντίληψη που φέρω για τα αστεράκια. Τα οποία άλλοι τα βάζουν θεωρώντας ότι είναι παπικές βούλες, άρα ακριβοθώρητα τα πολλά και άλλοι τα βλέπουν περισσότερο σαν έναν τρόπο να συσχετίσεις μια ταινία τόσο με την δυνατότητά της και τις δυνάμεις που την παράγουν, όσο και με την θέση της σε έναν κινηματογραφικό χώρο και ένα προσωπικό γούστο που ένα κείμενο θα (προσπαθήσει να) τεκμηριώσει.

Έχει μια βασική αδυναμία η ταινία του Παπαβασιλείου. Ως ταινία «σύλληψης» και συνάμα ταινία κατασκευής κόσμου δεν καταφέρνει (σε αυτόν τον θεατή) να αρμόσει ένα βασικό συναίσθημα ταύτισης. Όχι με χαρακτήρες ή νοήματα, ούτε με πλοκή – όχι απαραίτητα τουλάχιστον. Βλέποντας φερ’ ειπείν Κιούμπρικ, Γκίλιαμ και Λιντς, που αναπόφευκτα – σχεδόν στερεοτυπικά – είναι οι αναφορές κλάσεως (αλλά υπάρχει και ο Φασμπίντερ, και ο Σκοτ, ακόμα και ο φτωχο-Σιάμαλαν – για να μην αναφέρω αράδες art house ονομάτων), υπάρχει μια ατμόσφαιρα που έρχεται και κολλάει μέσα σου και δεν σε αφήνει. Δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις τι βλέπεις. Χρειάζεται να ψοφάς να το ξαναδείς για να ξαναζήσεις την εμπειρία. Ειδικά σε ταινίες τέτοιες η κατανόηση πρέπει να ακολουθεί την αίσθηση. Έχει και άλλες αδυναμίες αλλά κατά την γνώμη μου είναι μικροκριτική που δεν χρειάζεται πάντα.

Το concept σε αρπάζει από την αρχή, καθώς μάλιστα υπάρχει ένα ωραίο εύρημα, ίσως το ωραιότερο της ταινίας: Καθώς το αφηγηματικό σινεμά ποντάρει στην παρατακτικότητα του «κανονικού» χρόνου και το αντι-αφηγηματικό πάει κι έρχεται χρονικώς απροειδοποίητα, εδώ έχουμε μια κανονικότατη διαδοχή ημερών καθεμιά εκ των οποίων όμως εκτυλίσσεται σε άλλο χρόνο που μας αναφέρεται σε μια κάρτα ημερολογίου που χωρίζει τις σκηνές. Αυτό δομικά μπορεί να είναι απλό, στην ουσία βλέπουμε μια σειρά επεισοδίων-μικρού μήκους που συνδέονται μεταξύ τους στην πλοκή, αλλά στην πράξη σου αναστατώνει το μυαλό με τα παράδοξα που γεννά.

Κεντρική μορφή όλων των επεισοδίων η Πηνελόπη (το όνομα έχει σημασία), την οποία βλέπουμε ή ακούμε 9+1 φορές από το 2003 ως το 2037. Η σχέση της με τον Ισίδωρο, ο γάμος της με αυτόν, μια μυστηριώδης εγκυμοσύνη της ως παρένθετης μητέρας, το πένθος της. Κάπου εδώ ξεκινά η δυνατότητα που σου δίνει η ταινία να ξεκινήσεις μια έκθεση σκέψεων πάνω στο «τι γίνεται», πάνω στις ιδέες που υπερίπτανται, πάνω στην επεξήγηση της σύλληψης. Δεν θα το κάνω. Εν μέρει αποφεύγοντας την δυσκολία, μιας και έχω κενά που χρειάζονται 2η θέαση. Κυρίως όμως γιατί οι ταινίες δεν χρειάζεται να αποκωδικοποιούνται, και δεν πρέπει κιόλας, από τα γεννοφάσκια τους. Πρέπει να μεγαλώσουν, να ζήσουν λίγο, να μεγαλώσουμε κι εμείς μαζί τους.

Θα μας απασχολήσει τόσο στο μέλλον η ταινία; Φοβάμαι πως όχι, θα ήθελα ναι. Μπορεί οι ισορροπίες της, ίσως και λόγω μιας (λέω εγώ) άπρεπα σύντομης διάρκειας (λιγότερο από 85 λεπτά χωρίς τους τίτλους!), να είναι προβληματικές, μπορεί η σύλληψη να μην επισκιάζεται από τα μοτίβα σκέψης/αίσθησης όσο έντονα θα έπρεπε ώστε να παροτρύνει στην επαναληπτική θέαση, αλλά οι ιδέες και κάποιες φορές η πραγμάτωσή τους είναι παρόντα. Οι Χρόνοι, που αν σταθείς ποτέ να το σκεφτείς, συνυπάρχουν σχιζοφρενικά μέσα σου, και η αδυναμία εύρεσης μιας συνοχής που να επιτρέπει ένα κάποιο σχέδιο ζωής, συνθέτουν μια έκτακτη αποτύπωση του, ειδικά techno-μητροπολιτικού, Χάους. Είναι επίσης πολύ διασκεδαστικά αναρχική η ιδέα του σεναρίου ότι για να βρεθείς στον Γραμμικό Χρόνο πρέπει να πας σε μια κινηματογραφική αίθουσα και να σε πάρει ο ύπνος… Η φουτουριστική αποξένωση, πάντα σε σχέση με τα σκηνογραφικά μέσα, επιτυγχάνεται, το πολύ ευρύ κάδρο γεμίζει χώρο αλλά δεν κρύβει το πρόσωπο, οι κενοί χρόνοι είναι ελάχιστοι οπότε το τέμπο είναι σβέλτο, οι weird επιρροές σαφείς αλλά και με ενδείξεις…νεοweird (υπηρετείται μια πλοκή αντί ένα στυλ), ο ήχος σχεδιασμένος σωστά αν και κάποιες φορές, όπως και όλη η πλανοθεσία, κουβαλούν έναν ερασιτεχνισμό μικρομηκάδικης άσκησης. Εγώ είμαι εντάξει με όλα αυτά.

Μια τέτοια ταινία, ωστόσο, απαιτεί πρωταγωνιστικό πρόσωπο – έξω από τον δημιουργό της. Η Μαρία Αποστολακέα με κέρδισε βαθμιαία. Εξέπεμπε από την αρχή μια τσαντίλα, μια δυσθυμία με τα πάντα. Καθώς περνά ο χρόνος (…) όλα μπαίνουν στην θέση τους. Μια σκηνή αποκαλύπτει θαυμάσια μια πλήρως ευάλωτη πλευρά, μια άλλη βγάζει πολύ γέλιο (συμβάλλει ο Έλληνας μάγος του deadpan, Μάκης Παπαδημητρίου), στο τέλος καταλαβαίνεις ότι στην δυστοπία του χρόνου, στην αδυναμία εκπλήρωσης, στην αέναη υπομονή και στην τελική άρνηση, όπως το εξέλαβα εγώ, της φυσικής μεταμορφωτικής διαδρομής του τίτλου, η «δυσθυμία» είναι η αρμόζουσα επιλογή. Είναι εξαιρετική.     

Υ.Γ. Αν και διαφωνώ με τον ρόλο του κριτικού ως μπαμπά-τροχονόμου, προτείνω να το δείτε. Όχι για να του «δώσετε μια ευκαιρία», όχι για να κόψει εισιτήρια η εταιρεία διανομής του, γιατί πήρε τρία αστεράκια, για να συγκρουστείτε με την διάνοιά του, ή να ανταμείψετε τις καλές προθέσεις του. Αλλά γιατί η αδιάλειπτη θέαση είναι ευτυχής δυνατότητα (η ταινία μιλά για την αποσπασματικότητα αυτή, συνδέστε το με την σκηνή στο σινεμά…), γιατί η ικανότητά μας να συνομιλούμε με δημιουργούς μέσω του ιδιαίτερου (ακόμα και πρωτόλειου) έργου τους είναι προνόμιο και γιατί αν δεν προσπαθούμε να γίνουμε μέρος των ταινιών, συλλογικά, όχι ατομικά, τότε ούτε κι εκείνες θα γίνουν ποτέ δικό μας.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα
  • Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα