«...Για Πάντα» - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

«...Για Πάντα»

Gia Panta

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2019
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Παπαδάκος
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Γιάννη Τσιμιτσέλης (διασκευή), Τσαγκάν Ιρμάκ (πρωτότυπο σενάριο)
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Κατερίνα Γερονικολού, Όλγα Δαμάνη, Χάρης Μαυρουδής, Ευγενία Σαμαρά
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιώργος Αργυροηλιόπουλος
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Village

Υγιής και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική προσπάθεια νέων Ελλήνων δημιουργών για σινεμά μεγάλου κοινού που χάνει στο σκέλος του ότι αποτελεί περίπου ακριβή μεταγραφή ξένης (τουρκικής) πρώτης ύλης αλλά κερδίζει στα πρόσωπα, την ρετρό αύρα και τις πινελιές της σκηνοθεσίας

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το «...Για Πάντα» ανήκει σε εκείνα τα έργα που τυπικά θεωρούνται «ελεύθερα κριτικής», υπό την έννοια ότι ο κόσμος προσέρχεται ανεπηρέαστος κινούμενος κυρίως από το star power και το (όχι εντελώς πρωτότυπο αλλά πάντως νικηφόρο) concept της ιστορίας. Από μια πλευρά έχει δίκιο. Τέτοια έργα θεμελιώνονται στην οφθαλμοφανή τους ανάγκη να απαντούν στο κοινό, να βρίσκουν τις κοινές γραμμές ταύτισης.

Κάτω από αυτό το φως και με δεδομένο πως το έργο ούτε ρηξικέλευθο είναι μα κι επ' ουδενί ανάξιο λόγου, ο κριτικός οφείλει να συνταχθεί με την φιλοσοφία κατασκευής του, να θυμάται πως πρόκειται για παράγωγο μιας κινηματογραφίας που εδώ και χρόνια έχει πέσει στο πηγάδι με τις χοντροκωμωδίες, τις βιογραφίες, το weird και την «art house έκπληξη» και να εκτιμήσει το (κι όμως!) ασυνήθιστο (με μοναχή εξαίρεση τον Παπακαλιάτη) εγχείρημα κινηματογράφου είδους που επιχειρήθηκε.

Το «...Για Πάντα», έστω και ως ριμέικ, βρίσκει τον χώρο του σαν ρομαντική κομεντί που σε αποπλανεί (αν θες και ν' αποπλανηθείς βοηθά), σε τυλίγει και σου κάνει λαβή νίκης με την πλάτη στο ταπί χάριν του twist φινάλε της, που μοναχά αν διαθέτεις συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία (...) θα μείνεις ασυγκίνητος.

Πώς αλλιώς; Με μια παλιομοδίτικη αποφασιστικότητα, που εξακολουθεί και στους χαρακτήρες ως έναν βαθμό, μια σαφή διάθεση '60ς-'70ς αναφοράς ανερυθρίαστων μουσικών ερεθισμών (είσοδος «Un Belle Histoire»), δύο winner πρόσωπα στο κέντρο (αν δεν σε πιάσει το ζευγάρι σε τέτοια έργα δεν έχει τύχη το πράγμα) και μετρημένα και προσεκτικά «σπασίματα» της ιστορίας με χρήσιμο χιούμορ που δεν προδικάζει την ανατροπή αλλά και δεν την αποδυναμώνει κατά τον ερχομό της, η ταινία νοιάζεται έκδηλα για τον θεατή της. Προνόμιο για το σινεμά αυτής της περιωπής.

Δεν απουσιάζουν οι αδυναμίες, πρώτη εκ των οποίων (όπως θα σου πει ο πρώτος κριτικός τυχών), πως ούτως ή άλλως τραβάς από τράπουλα κατηγορίας «πτερού». Οι χαρακτήρες δεν αποκτούν ποτέ το βάρος των πράξεών και των απόψεών τους. Το σκοτάδι του χαρακτήρα του Τσιμιτσέλη, σε μια τροποποίηση του πρωτοτύπου, επεξηγείται - ατυχώς πάντως, η ουσία του χαρακτήρα είναι το ότι αποτελεί απότοκο της εποχής του, όχι απλά ενός σπιτιού - αλλά σπάνια τεκμηριώνεται σεναριακά (αν και ο ίδιος ο ηθοποιός επιτυγχάνει στην απόδοση της αποξενωμένης ενόχλησης) ενώ αυτός της Γερονικολού, παρά την «σοφία» των 11 #metoo χρόνων από το πρωτότυπο, παραμένει (ερωτευμένο) υποχείριο που δεν αναμετράται ποτέ - έστω κι αν στην τελική σκηνή αποκαλύπτεται η βαθύτερη γνώση της για τον ανθρωπότυπο του εραστή της.

Επίσης, καθώς το έργο θέλει εχέγγυα λαϊκού σινεμά (πάντα δίκοπο αυτό καλλιτεχνικά), έχει τον ναρκισισμό του (στιλιζαρισμένα τα πάντα), μια τάση προς την εύκολη δραματουργική λύση (ήδη από την πρώτη ύλη αυτό), δεν εμβαθύνει σε ενοχλητικές σκηνές, σκληρότερο διάλογο, ύφος που θα βαρύνει επιδέξια ανά στιγμές, δεν έχει ευέλικτο ρυθμό, αποφυγή της χαριτωμενιάς, δεύτερους ρόλους και μια διεισδυτικότερη σκέψη πάνω στις δυνάμεις που συμβάλλουν στις μοντέρνες σχέσεις.

Για τον προσαρμοστικό θεατή τα περισσότερα από τα παραπάνω δικαιολογούνται - έστω κι αν κάποια δεν δικαιώνονται. Στον βωμό μιας ρετρό αύρας ενός euro love story που θα έβλεπες (και βλέπεις) από τις δεκαετίες του '60 και του '70, οι περιπλοκές μιας βέρας ταινίας-σχέσης είναι αποπροσανατολιστικές. Εδώ χρειάζεται περιτύλιγμα, σβέλτος ρυθμός, αναγνωρίσιμα κάδρα, σάουντρακ-κλειδί, μαγνητικά πρόσωπα. Ο Τσιμιτσέλης μπορούσε, με δεδομένο το φινάλε, να παίξει πιο άφοβα την αυταρέσκεια, είναι όμως άνετος ρομαντικός lead. Η Γερονικολού υπαινίσσεται σωστά πράγματα, που δεν της χαρίζει η ιστορία, και είναι αρθρωμένη, δοσμένη, δροσερή και πεντάγλυκη - πράγμα διαλυτικά ωφέλιμο στην τελική σκηνή.

Τέλος, είναι σημαντικό μια ελληνική ταινία να σπάει τον κανόνα, να απενοχοποιεί το «είδος», να (εξ)ελίσσεται σαν κομεντί, να προειδοποιεί σαν δράμα, να χειρίζεται το μελόδραμα, να μην υπερβάλλει σε κανένα από αυτά, να διαθέτει σκηνοθεσία (το φως, το σκοτάδι και τα χρώματα σε συνάρτηση με τους χαρακτήρες και την φάση της ιστορίας, μικρές «αφανείς» αλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο, η τονική άνεση ένταξης κωμικότητας στο δράμα), να θέλει να πιαστείτε χέρι-χέρι αντί να σε βάζει να την ψάχνεις να τη βρεις. Όλα τους δηλαδή χαρακτηριστικά ενός αισθητικά συγκεκριμένου σινεμά, που μοιάζει εύκολο αλλά δεν είναι. Ποτέ δεν ήταν. Και στην Ελλάδα το ψάχνουμε με το δίκαννο.  

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • «...Για Πάντα»
  • «...Για Πάντα»