Suspiria - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Suspiria

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2018
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ιταλία, ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:Λούκα Γκουαντανίνο
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ντέιβιντ Κατζγκάνιτς
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Ντακότα Τζόνσον, Τίλντα Σουίντον, Ντόρις Χικ, Κλόε Γκρέις Μόρετς, Μία Γκοθ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σαγιόμπου Μούγκτιπρομ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τομ Γιορκ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 152'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Seven Films
    Suspiria

Μια από τις πλέον προσδοκώμενες ταινίες των τελευταίων ετών, και σπάνια φορά όπου ένα ριμέικ κλασικού φιλμ κατόρθωσε να προκαλέσει τέτοια περιέργεια και ανυπομονησία, το γκραν γκινιόλ δημιούργημα του Λούκα Γκουαντανίνο υπόσχεται να συνεπάρει με τον ίδιο τρόπο που θα φέρει σε απόγνωση μερίδα θεατών.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Ο Λούκα Γκουαντανίνο υπήρξε τελικά πολύ ειλικρινής όταν ισχυριζόταν ότι η δική του «Suspiria» δεν θα αποτελούσε μια διασκευή της πρωτότυπης δημιουργίας του Ντάριο Αρτζέντο, αλλά μια σεβαστική ανάπλαση, μια εκ νέου ανάγνωσή της. Από την τεχνικολόρ επίθεση του Αρτζέντο στις αισθήσεις, τα παραισθησιογόνα χρώματα και τους εξωπραγματικούς του φωτισμούς, την τρομοκρατική ηχητική μπάντα των Goblin, τις σκηνές φρίκης, την ατμόσφαιρα σκοτεινού παραμυθιού και το εντελώς υποτυπώδες σενάριο, ο σκηνοθέτης του «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά Σου» δεν κράτησε σχεδόν τίποτα. Παρά μόνο τον σκελετό της ιστορίας και τα ονόματα των βασικών χαρακτήρων. 

Έτσι κι εδώ, μια αμερικανικής καταγωγής μαθήτρια έρχεται να σπουδάσει σε μια περίβλεπτη σχολή χορού του Ανατολικού Βερολίνου (και όχι του Φράιμπουργκ, όπως συνέβαινε στο προηγούμενο φιλμ), οι ιδιοκτήτριες της οποίας αποδεικνύεται πως, εκτός από αυστηρές και ανορθόδοξων μεθόδων καθηγήτριες, είναι και βλοσυρές μάγισσες. Αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια, που ο Αρτζέντο αποκάλυπτε λίγο πριν το βεγγαλικό τέλος της δικής του «Suspiria», ο Γκουαντανίνο την καθιστά σαφή από πολύ νωρίς. Δεν είναι το στοιχείο του υπερφυσικού, άλλωστε, που τον ενδιαφέρει τόσο στο δικό του φιλμ.

H «Suspiria» καταρρέει μεγαλοπρεπώς υπό το βάρος των ιδεών της και την επιθυμία να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα μπορεί σε μια πλοκή η οποία δεν τα είχε ανάγκη.

Η καινούργια «Suspiria» έχει άλλες έγνοιες. Διαδραματίζεται στο 1977, τη χρονιά που κυκλοφόρησε στις αίθουσες η παλιά ταινία, και κινείται εξ ολοκλήρου σε ένα ψυχροπολεμικό Βερολίνο το οποίο χωρίζει στα δυο το τείχος, βαραίνουν μνήμες εθνικών εγκλημάτων και αναστατώνουν τα καθημερινά επίκαιρα για αεροπειρατείες, βομβιστικές επιθέσεις, διαδηλώσεις και την αντάρτικη δράση της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού. Σε μια από τις πιο λειτουργικές εμπνεύσεις της ταινίας του, ο Γκουαντανίνο βάζει τον διευθυντή φωτογραφίας του «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου», αλλά και του «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του», να αναπαραστήσει τη χλωμή μητρόπολη ως κινηματογραφικό φάντασμα, σαν να ήταν βγαλμένη από τον σκυθρωπό ρεαλισμό των ταινιών του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. 

Σε μια δεύτερη, εξίσου καλοδεχούμενη έμπνευση, συγκαλεί άλλα φαντάσματα του καλλιτεχνικού ευρωπαϊκού σινεμά της εποχής, όπως την Ίνγκριντ Κάβεν, αλλοτινή σύζυγο του Φασμπίντερ και ηθοποιό του στα «Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» (από τα οποία ο Ιταλός σκηνοθέτης δανείστηκε προφανώς την ιδέα για ένα κλειστοφοβικό φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστούν αποκλειστικά γυναίκες και τα πάθη τους), την Άνγκελα Βίνκλερ του «Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» και τη μεταγενέστερη Ρενέ Σουτέντζικ, μούσα του Πολ Βερχόφεν στο «Spetters» και τον «4ο Άνθρωπο», και τα βάζει κλειδοκράτορες των αποτρόπαιων μυστικών της σχολής. Η παρουσία των ερμηνευτριών αυτών είναι μεν φευγαλέα, η εντύπωση που αφήνουν όμως είναι έντονη. 

Καθώς ατμόσφαιρα ζόφου και άχθους το περικυκλώνει, η βροχή πέφτει ανελέητα και οι μέρες του μοιάζουν σκοτεινές όσο και οι νύχτες του, το Βερολίνο παίρνει επάξια θέση συμπρωταγωνιστή στην ταινία και γίνεται το γοτθικό σκηνικό στο οποίο ο Γκουαντανίνο και ο σεναριογράφος του, Ντέιβιντ Κατζγκάνιτζ, τοποθετούν τη γρήγορη μετατροπή της ηρωίδας σε πρίμα μπαλαρίνα και σε ευνοούμενη της απόκοσμα υποβλητικής χορογράφου Μαντάμ Μπλανκ (μια μαρμάρινης δωρικότητας Τίλντα Σουίντον η οποία μοιάζει με βαμπιρική εκδοχή της Πίνα Μπάους).

Ταυτόχρονα, όμως, με την ιστορία της φιλόδοξης νεαρής Σούζι Μπάνιον, που προσγειώθηκε στο υγρό γερμανικό φθινόπωρο από το μακρινό Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών, παρακολουθούμε και την έρευνα που διεξάγει ο Γιόζεφ Κλέμπερερ (η Σουίντον στον δεύτερο από τους τρεις συνολικά ρόλους που ερμηνεύει!), ένας ηλικιωμένος ψυχοθεραπευτής με εύθραυστο παρουσιαστικό και βαριές ενοχές για τον χαμό της γυναίκας του επί Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος αποφασίζει να διερευνήσει τους ισχυρισμούς μιας ασθενούς του, μαθήτριας της σχολής που σύντομα αγνοούμενης, ότι το ευυπόληπτο ίδρυμα είναι άντρο μαγισσών. 

Η ταινία προσπερνά τις προσδοκίες του κοινού και τις επιφυλάξεις των θαυμαστών της παλιάς «Suspiria» για να κάνει το δικό της.

Συνοψίζοντας από τους τίτλους αρχής την ταινία του ως «Έξι Πράξεις και Ένας Επίλογος στο Διχασμένο Βερολίνο», ο Γκουανταντίνο αντικαθιστά τις φαντασμαγορίες του Αρτζέντο με μια μουντή και πειθαρχημένη χρωματική παλέτα, χρησιμοποιεί διακριτικά τις μουσικές παλινδρομήσεις του Τομ Γιόρκ μεταξύ μελαγχολίας και απειλής, περιορίζει τα σοκ στο ελάχιστο (αν και η φρικώδης τιμωρία που συναντά μια αποστάτρια χορεύτρια αποτελεί πραγματική σκηνή ανθολογίας) και απλώνει την ιστορία του σε δυόμισι πυκνογραμμένες ώρες.

Στα 152 λεπτά που διαρκεί, η «Suspiria» προσπαθεί να βάλει σε τάξη μια ανήσυχη πλοκή που μοιάζει διαρκώς απασχολημένη με κάτι. Πότε με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της Γερμανίας του ’70 και τη βίαιη επέλαση μιας νέας γενιάς κόντρα στο τραυματικό παρελθόν που της κληροδοτήθηκε, πότε με το πώς όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της σχολής χορού απηχούν με τον διεστραμμένο τρόπο τους όσα συμβαίνουν ταυτόχρονα στον έξω κόσμο, πότε με το καταπιεστικό θρησκευτικό υπόβαθρο από το οποίο φαίνεται να απέδρασε η ηρωίδα, ερχόμενη στην Ευρώπη για να χαράξει πλέον με ιδρώτα και αίμα την πορεία προς την αναγέννησή της, πότε με μια τηλεγραφική δήλωση πάνω στη διττή υπόσταση της θηλυκής φύσης και την παραδοχή της γυναίκας ως απόλυτης (και αρχέγονης) κοσμικής δύναμης, πότε με φευγαλέες παρατηρήσεις πάνω στην υπερβατική και μαζί σαρκοβόρα διάσταση της τέχνης και πότε με σύντομα κλεισίματα του ματιού στην ταινία του Αρτζέντο. 
 
Κι ενώ όλα χτίζονται με υπόσχεση, δίνοντας την εντύπωση ότι υπηρετούν την επίτευξη μιας ευρύτερης προβληματικής, η «Suspiria» πατάει κάποια στιγμή απότομο γκάζι και εκτροχιάζεται μέσω μιας ανεκδιήγητης σκηνής μπαρόκ αιματοκυλίσματος και αποκρυφιστικού αχταρμά η οποία θαρρείς πως έγινε για να πετάξει απότομα από το όχημα της ταινίας όχι μόνο κάθε σοβαρότητα, αλλά και όσα έχουν προηγηθεί. Συγκρίσεις θα γίνουν εδώ αναπόφευκτα με την περσινή τρικυμία εν κρανίω του «Mother!» και οι αντιδράσεις του κοινού, από αυτό το σημείο και έπειτα, αναμένεται να κυμανθούν σε παρόμοια πλαίσια πόλωσης. 

Η ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι ωχριά, ωστόσο, μπροστά στην εγκεφαλική δίνη (και σύγχυση) της υπερφίαλης αυτής «Suspiria», η οποία καταρρέει μεγαλοπρεπώς κάτω από το βάρος των ιδεών και την επιθυμία της να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα μπορεί σε μια πλοκή η οποία δεν τα είχε ανάγκη. Που, εν τέλει, λιγότερο μοιάζει με ταινία τρόμου και περισσότερο με ημιτελή γκραν γκινιόλ αλληγορία. Που προσπερνά τις προσδοκίες του κοινού και τις επιφυλάξεις των θαυμαστών της παλιάς ταινίας για να κάνει το δικό της, αδιαφορώντας για το ποιους θα αποξενώσει. Και που, λίγα βήματα πριν το φινάλε, με μια χειρονομία καμικάζι αυτοανάφλεξης βάζει φωτιά σε οτιδήποτε ενδιαφέρον έχει καταφέρει να συγκεντρώσει και αυτοκαταστρέφεται περήφανα μπροστά στο αποσβολωμένο βλέμμα του θεατή. 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Suspiria
  • Suspiria