Σαν σήμερα έκαναν πρεμιέρα «Οι 12 Ένορκοι» (1957) του Σίντνεϊ Λουμέτ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:03
10/4

Σαν σήμερα έκαναν πρεμιέρα «Οι 12 Ένορκοι» (1957) του Σίντνεϊ Λουμέτ

Κλειστοφοβικές αίθουσες δικαστηρίου, εύλογες αμφιβολίες, βαθύς πολιτικοκοινωνικός σχολιασμός και ένας Σίντνεϊ Λουμέτ στα καλύτερά του. Σαν σήμερα (10/4) το 1957 κυκλοφόρησαν «Οι 12 Ένορκοι», μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά.

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Δώδεκα άνθρωποι και μία απόφαση. Δώδεκα ζωές που καλούνται να αποφασίσουν για την τύχη μίας. Δώδεκα διαφορετικοί κόσμοι περνούν μέσα από μια καταιγίδα σκέψεων, συναισθημάτων, ερωτήσεων και απαντήσεων, αμφιβολιών και εντάσεων και προσπαθούν να σηκώσουν το βάρος της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της τύχης. Ο Σίντνεϊ Λουμέτ, στα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα, αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ένα κοινωνιολογικό πείραμα και καταφέρνει να δημιουργήσει το δυνατότερο δικαστικό δράμα όλων των εποχών και μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Το σενάριο είναι απλό και ταυτόχρονα τρομερά ευρηματικό. 12 ένορκοι κλείνονται σε μια αίθουσα δικαστηρίου την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού και προσπαθούν να αποφασίσουν αν θα στείλουν στην ηλεκτρική καρέκλα έναν δεκαοκτάχρονο πατροκτόνο. Έχοντας ακούσει όλες τις μαρτυρίες και έχοντας αξιολογήσει όλα τα πειστήρια η απόφαση μοιάζει εύκολη, πρέπει όμως να είναι και ομόφωνη. Δεν μπορούν να φύγουν από αυτό το δωμάτιο και να συνεχίσουν τις ζωές τους, χωρίς να συμφωνήσουν όλοι. Ο Λουμέτ χρησιμοποιώντας ως βάση του το σενάριο, ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του θεατή ένα ψυχολογικό δράμα καταστάσεων και εμβαθύνει όσο λίγοι σκηνοθέτες στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων.

Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται ολόκληρη μέσα σε ένα δωμάτιο, η κάμερα είναι διαρκώς σε κίνηση και δημιουργεί τέτοια ένταση, αποδεικνύοντας ότι πολλές φορές η δημιουργικότητα και η φαντασία είναι δυνατότερες από την εικόνα. Ο σκηνοθέτης του «Serpico» του «Dog Day Afternoon» και τόσων άλλων αριστουργημάτων, απογυμνώνει σταδιακά τις αδυναμίες των χαρακτήρων, αποκαλύπτει γραμμικά τα πάθη τους και αφού αποφορτίζει ομαλά τους διαλόγους με μικρά διαλείμματα σκηνοθετικής μαεστρίας, ψάχνει μέσα σε αυτούς τους δώδεκα τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, έννοιες όπως η δημοκρατία, η προκατάληψη και ο ρατσισμός. Αποδεικνύει μπροστά στα μάτια μας την δυσκολία της αντικειμενικότητας, την ποδηγέτηση των μαζών, τον κίνδυνο της κοινωνικής διάκρισης, την οργή απέναντι στη διαφορετικότητα.

Το καστ απαρτίζεται μόνο από άνδρες και είναι φοβερά προσεγμένο, παρότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής στην ταινία είναι το σενάριο και η σκηνοθεσία. Η πιο δυνατή ερμηνεία -και η καλύτερη της καριέρας του- είναι αδιαμφισβήτητα αυτή του Χένρι Φόντα. Υποδύεται έναν αρχιτέκτονα με ελεύθερο πνεύμα, ο οποίος στην αρχή είναι ο μόνος που αμφισβητεί την ενοχή του παιδιού που δικάζεται και παρόλη τη δυσαρέσκεια των υπόλοιπων ενόρκων επιμένει να εξετάσουν για ακόμη μια φορά όλα τα στοιχεία.

Ο Φόντα είναι απόλυτα πειστικός στο ρόλο του και η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του, σε συνδυασμό με το ύφος διανοούμενου, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν κρύβει υπεροψία, ενισχύουν την συμπάθειά μας προς αυτόν. Ο ρόλος του αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που χωρίς φωνές, εξάρσεις και θεατρινισμούς, πάει κόντρα στο ρεύμα, στο κατεστημένο. Με όπλο του την εύλογη αμφιβολία ( «reasonable doubt») προσπαθεί να παλέψει απέναντι στο φόβο, την κοινωνική αδιαφορία και τις προκαταλήψεις. Θυμίζει έναν ευγενικό επαναστάτη, που όμως δε διστάζει να οξύνει τα πνεύματα όταν χρειάζεται, αλλά και να σταθεί απέναντι υπερασπιζόμενος την ιδέα ότι έστω και μια μικρή πιθανότητα, καθιστά την εξίσωση που οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας πολύ περίπλοκη.

Ωστόσο, το ερώτημα που αυθόρμητα προκύπτει είναι το εξής: είναι δυνατή η απόλυτη αντικειμενικότητα; Μπορούν ποτέ οι αποφάσεις να μην επηρεάζονται από το συναίσθημα; Μήπως η φράση που πολλές φορές ακούγεται στην ταινία «Let’ s not make this a personal thing» (ας μην το μεταφέρουμε στο προσωπικό), αποδεικνύει και την ανάγκη του ανθρώπου, προκειμένου να επεξεργαστεί μια συνθήκη, να συσχετιστεί συναισθηματικά μαζί της; Μήπως τελικά ο Φόντα, άθελα του, κάνει αυτό που έκαναν οι αντίπαλοί του στην αρχή του φιλμ; Ένα είναι σίγουρο πάντως. Αυτοί οι φαινομενικά τόσο διαφορετικοί -σε όλα σχεδόν τα επίπεδα-άνθρωποι, θα έρθουν πολύ γρήγορα αντιμέτωποι με αυτά τα διλήμματα κατά τη διάρκεια της ταινίας, και ιδιαίτερα κάποιοι ( για παράδειγμα ο Λι Τζ. Κόμπ, εξαιρετικός στην ερμηνεία του σκληρού και επιθετικού ενόρκου), πριν το τέλος θα αναγκαστούν να δουν βαθιά μέσα τους και να έρθουν σε σύγκρουση με τους προσωπικούς τους δαίμονες.

Το «Twelve Angry Men» ( «Οι δώδεκα ένορκοι» ελλιπώς μεταφρασμένο στα ελληνικά), είναι μια ταινία ανυπολόγιστης αξίας. Όχι μόνο καλλιτεχνικής, αλλά και κοινωνικής-πολιτικής. Μια διατριβή πάνω στην αντικειμενικότητα της αλήθειας, στην αναγκαιότητα της δίκαιης μεταχείρισης, την αξία της διαφορετικότητας, την επικινδυνότητα των προκαταλήψεων, την μαζικοποίηση των συνειδήσεων. Μια ταινία που βγαίνει έξω από τους τέσσερις τοίχους του κλειστοφοβικού δωματίου όπου διαδραματίζεται και αποκτά μια πανανθρώπινη διάσταση. Η δυνατή μπόρα που ξεσπά, φέρνει και την κάθαρση. Ξεπλένει τους φόβους, αλλά στο φινάλε αφήνει μια ανατριχιαστική λάμψη. Ένα αριστούργημα που βάζει σε πολλές σκέψεις, μας κάνει να στεκόμαστε αμήχανα απέναντι του, που επεξεργάζεται έννοιες οι οποίες, όσο απλές και να φαίνονται, δύσκολα θίγονται. Ένα φιλμ της μιας ανάσας, που όλοι θα έπρεπε να δουν, έστω μια φορά στη ζωή τους.