Οι (Α)κατάλληλοι άνθρωποι: Όταν τα λάθος πράγματα συμβαίνουν στους σωστούς ηθοποιούς - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:19
24/3

Οι (Α)κατάλληλοι άνθρωποι: Όταν τα λάθος πράγματα συμβαίνουν στους σωστούς ηθοποιούς

​Σπουδαίοι πρωταγωνιστές, ξακουστοί σκηνοθέτες και ακριβοθώρητοι ρόλοι έχουν πέσει κατά καιρούς θύματα κακού και αψυχολόγητου κάστινγκ. Μάθετε πώς ακριβώς συνέβη, ρίχνοντας μια ματιά σε μερικές από τις πιο άστοχες ερμηνευτικές επιλογές που έκανε ποτέ του το Χόλιγουντ.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Οι Λέσλι Χάουαρντ και Νόρμα Σίρερ στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (1936)

Ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ είχε φανταστεί τους καταδικασμένους εραστές της ρομαντικής τραγωδίας του ως δυο ερωτευμένους έφηβους που διαλέγουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους σε μικρή ακόμη ηλικία. Στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει ακριβοθώρητο ερμηνευτικό όχημα στην σύζυγό του, Νόρμα Σίρερ, ο μεγαλοπαραγωγός της MGM, Ιρβιν Τζ. Θάλμπεργκ, αγνόησε επιδεικτικά την παραπάνω ρήτρα. Γεγονός που εξηγεί γιατί μια 33χρονη ηθοποιός (όπως ήταν τότε η Σίρερ) δέχτηκε να υποδυθεί την 13χρονη Ιουλιέτα, αθώα και άβγαλτη νεαρά σε μια ταινία που μόνο παρωδία του κλασικού έργου δεν ήταν. Η περίπτωσή της είναι απίστευτη, τι να πει όμως κι ο Λέσλι Χάουαρντ που κλήθηκε να υποδυθεί τον Ρωμαίο στα 42, ή ο Τζον Μπάριμορ ο οποίος τολμά και υποδύεται έναν νεαρότατο Μερκούτιο όντας στην τρυφερή ηλικία των…πενήντα;

Ο Τζον Γουέιν στο «The Conqueror» (1954)

Πολλούς και διαφορετικούς ρόλους ευτύχησε να παίξει στην καριέρα του ο αγέρωχος ηθοποιός. Από έναν καουμπόι μέχρι έναν… καουμπόι, η γκάμα του Τζον Γουέιν δοκιμάστηκε κατά καιρούς στις πιο αναπάντεχες και κόντρα περιπτώσεις. Θα έλεγε κανείς ότι ξεπέρασε, εντούτοις, μέχρι και τον εαυτό του, όταν στην ιστορική περιπέτεια του Ντικ Πάουελ δέχτηκε να ενσαρκώσει τον… Τζένγκις Χαν. Ο Μογγόλος πολέμαρχος φαίνεται να έχει πολλά κοινά με τον πιο αρχετυπικό Αμερικανό που πέρασε ποτέ από το Χόλιγουντ, κάτι στο οποίο φαίνεται να συμφώνησαν μόνο ο ηθοποιός με τον σκηνοθέτη. Ειδάλλως, το θέαμα ενός αργοκίνητου Γουέιν με μουστάκι Φου Μαντσού, ο οποίος προσπαθεί με δυσκολία να προφέρει ονόματα όπως «Τεμουτζίν» και «Τζουμούγκα», είναι ένα θέαμα που αξίζει κανείς να αντικρίσει.

Ο Μάρλον Μπράντο στο «The Teahouse of the August Moon» (1956)

Προκειμένου να υποδυθεί τον Ιάπωνα μεταφραστή της ταινίας του Ντέλμπερτ Μαν, ο Μπράντο το πάλεψε πολύ. Χρησιμοποίησε ψεύτικα φρύδια και πλαστικά μπροστινά δόντια για να δώσει ανατολίτικο αέρα στα χαρακτηριστικά του, φόρεσε μαύρη περούκα, υπέβαλε τον εαυτό του σε εξαντλητική δίαιτα προκειμένου να μετριάσει τις μεγαλόσωμες διαστάσεις του και εξασκήθηκε στα γιαπωνέζικα. Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο καταστροφικό. Όχι μόνο επειδή ο Μπράντο καταφεύγει σε ένα σωρό εθνολογικά κλισέ για να ερμηνεύσει τον ρόλο του ή χάνει τακτικά την επιτηδευμένη προφορά του. Αλλά επειδή, όσο και να προσπαθεί, δεν περνά λεπτό που να μην ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι ένας καλοκάγαθος Ιάπωνας επαρχιώτης, αλλά ο Μπράντο χωμένος πίσω από κιτρινόχρωμο μακιγιάζ, έντονη σκιά στα μάτια, οδοντοστοιχία που συναγωνίζεται αυτή του Μπαγκς Μπάνι και λευκές ρόμπες, από αυτές που βρίσκει κανείς ακόμη σε συνοικιακές σχολές που διδάσκουν καράτε.

Ο Φρανκ Σινάτρα στο «The Pride and the Passion» (1957)

Αν ευχή σας ήταν να ταξιδέψετε με την φαντασία σας στην περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων για να παρακολουθήσετε μια ιστορία ηρωισμού και αυτοθυσίας, τότε θα βρείτε πολλά να εκτιμήσετε στο «The Pride and the Passion». Ας είστε, μολαταύτα, εξαρχής προετοιμασμένοι να δεχτείτε τον Σινάτρα, γέννημα-θρέμμα του Νιού Τζέρσεϊ, στον ρόλο ενός Ισπανού αντάρτη με το όνομα Μιγκέλ που μιλά τα σπανιόλικα σαν καρτούν και κουβαλά ένα από τα λιγότερο κολακευτικά χτενίσματα της καριέρας του. Έτσι το θέλησε ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κρέιμερ που, αμέσως μετά την μετριότατη υποδοχή που έλαβε η ταινία του, θα πρέπει να γύρισε σπίτι και να έκαψε όλα τα άλμπουμ του αισθαντικού crooner που βρήκε στην δισκοθήκη του. Επειδή, έστω και καθυστερημένα, συνειδητοποίησε το λάθος του…

Ο Τζέφρι Χάντερ στον «Βασιλέα των Βασιλέων» (1961)

Η παραδοσιακή θρησκευτική εικονογραφία αντιλαμβάνεται συνήθως τον θεάνθρωπο ως μια φιγούρα ευγενών χαρακτηριστικών, έκδηλης πραότητας και διάχυτης σοφίας. Ο Ιησούς Χριστός της ταινίας του Νίκολας Ρέι μοιάζει λιγότερο με τον πεφωτισμένο Μεσσία των Γραφών και περισσότερο με έναν σαστισμένο σέρφερ που περιφέρεται σε ολόκληρο το φιλμ προσπαθώντας να καταλάβει πώς ακριβώς βρέθηκε από τα κύματα του καλιφορνέζικου ωκεανού στην έρημο της Ιερουσαλήμ. Ξανθός, γαλανομάτης, με clean cut φυσιογνωμία και προδιαγραφές μοντέλου, ο Μπραντ Πιτ των fifties μοιάζει στα περισσότερα πλάνα (ακόμη και σε αυτά της Σταύρωσης!) με πρώιμο (και πιθανόν μαστουρωμένο) παιδί των λουλουδιών που μπέρδεψε την συντροφιά των δώδεκα μαθητών με κοινόβιο και την διαδρομή του Ιησού προς την Ανάσταση με φοιτητικό συλλαλητήριο.

Οι Άβα Γκάρντερ και Λορν Γκριν στον «Σεισμό» (1974)

Θα μπορούσαν να υποδύονται το αντρόγυνο της ταινίας. Πενήντα ενός ετών εκείνη, οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της ο Γκριν, θα ήταν παραπάνω από ιδανικοί στους συζυγικούς ρόλους τους. Σε μια κρίση αδικαιολόγητου casting, όμως, η Αβα Γκάρντερ βρίσκεται παντρεμένη με τον σχεδόν συνομήλικό της, Τσάρλτον Ίστον, γεγονός που αφήνει στον Λορν Γκριν την υποχρέωση να υποδυθεί τον…πατέρα της. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό υποψιαζόμαστε ότι πρέπει να την έκανε σε προηγούμενη ζωή!

Η Νταιάν Κίτον στην «Μικρή Τυμπανίστρια» (1984)

Την είχαμε συνηθίσει ως ορκισμένη Νεοϋορκέζα. Ως ανήσυχη διανοούμενο. Ως νευρωτική ερωμένη. Ως καλοαναθρεμμένη αστό. Τίνος ακριβώς ιδέα ήταν να την δούμε κι ως μισθοφόρο των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών με τουφέκι και στολή παραλλαγής; Ποιος της είπε ότι θα ήταν προτιμότερο να εμπλουτίσει τις γνώσεις της στο Ούζι αντί να διαλογίζεται επάνω στον Σαρτρ και τον υπαρξισμό; Μάλλον ο σκηνοθέτης της ταινίας, Τζορτζ Ρόι Χιλ.

Ο Μπιλ Μάρεϊ στην «Κόψη του Ξυραφιού» (1984)

Όση εκτίμηση κι αν τρέφει κανείς στον υπέροχο κωμικό, δύσκολα καταπίνει το ότι αποφάσισε κάποια στιγμή στην καριέρα του να υποδυθεί τον ήρωα του υπαρξιακού μυθιστορήματος που έγραψε ο Σόμερσετ Μομ σαράντα χρόνια πριν. Κυρίως επειδή, ακόμη και στα πιο φαινομενικά σοβαρά του, ο Μάρεϊ μαγειρεύει μονίμως την χιουμοριστική ανατροπή. Εδώ, παρ’ όλα αυτά, ερμηνεύει τον βασανισμένο εσωτερικά άντρα που ψάχνει γιατρειά στις μυστικιστικές διδασκαλίες των θιβετιανών μοναχών, δίχως να σκάει ούτε ένα χαμόγελο. Και ίσως να μην είναι ακριβώς δικό του φταίξιμο το ότι ο θεατής περνά ολόκληρο το φιλμ περιμένοντας από αυτόν τη στιγμή που θα ξεστομίσει κάποιον από τους προσφιλείς σαρκασμούς του. Δεν βοηθά, όμως, πολύ και το να τον βλέπει να παριστάνει τον εργατικό μποέμ στις φτωχογειτονιές του Παρισιού, να κυκλοφορεί σεληνιασμένος με κάτι ράσα στα Ιμαλάια ή να μουρμουρά πράγματα όπως «Χρειάζεται να σκεφτώ. Πρέπει να σκεφτώ», χωρίς να ξεκαρδίζεται ούτε μια φορά.

Ο Αλ Πατσίνο στους «Επαναστάτες» (1985)

Από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νέας Υόρκης του 20ού αιώνα κατευθείαν στις συνοικίες της Γλασκόβης του 18ου. Αυτή την αγεφύρωτη απόσταση θέλησε να καλύψει με την ερμηνεία του ο Πατσίνο στην επική παραγωγή του Χιού Χάντσον που αποτελούσε ανασύσταση των γεγονότων που οδήγησαν στην διακήρυξη της Αμερικανικής ανεξαρτησίας. Το κατάφερε, με τον ίδιο τρόπο που μπόρεσε συνάμα και πραγματοποίησε το ακατόρθωτο: να γίνει επισήμως ο πρώτος άνθρωπος που μιλά με προφορά κατοίκου του Νοτίου Μπρονξ στην καρδιά του 1776!

O Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Πέρα από την Αφρική» (1985)

Ο πραγματικός εραστής της συγγραφέα Κάρεν Μπλίξεν (στο ειδύλλιο των οποίων στηρίζεται η ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ) υποτίθεται πως ήταν ψηλόλιγνος και σχεδόν καραφλός, με τυπικά βρετανικό παρουσιαστικό και γνήσιο φλέγμα που πρόδιδε την αστική καταγωγή και την οξφορδιανή εκπαίδευσή του. Ποιος, συνεπώς, καλύτερος να τον υποδυθεί από τον μετρίου αναστήματος, κατάξανθης και πλούσιας κόμης, αθλητικό και Αμερικάνο μέχρι το μεδούλι Ρέντφορντ; Ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει πόσο λάθος είναι στον ρόλο του κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, σκορπίζοντας απλόχερα αέρα καλιφορνέζικου δειλινού ή πετώντας επιδεικτικά την απαιτούμενη αγγλική προφορά από το παράθυρο.

Οι Σον Κόνερι, Ντάστιν Χόφμαν και Μάθιου Μπρόντερικ στο «Οικογενειακή Υπόθεση» (1989)

Παππούς, γιός και εγγονός. Τρεις γενιές αντρών αφοσιωμένες στο ίδιο παράτολμο σχέδιο ληστείας. Αν κάποιος έπρεπε να καλέσει την αστυνομία στην ταινία του Λιούμετ, πάντως, όφειλε να το κάνει όχι για να συλλάβει τους τρεις μικροκακοποιούς, αλλά για να τους καταδώσει για… πλαστοπροσωπία. Διότι αυτοί οι τρεις άνθρωποι αποκλείεται να ενώνονται με δεσμούς αίματος μεταξύ τους. Εκτός κι αν εμπιστευτούμε ένα σενάριο που θέλει ντε και καλά να μας πείσει ότι ο Κόνερι του φιλμ κατάγεται από τη Σκωτία, παντρεύτηκε Σισιλιάνα και γέννησε τον Χόφμαν ο οποίος με τη σειρά του συνέλαβε τον μονάκριβο γιο του με Εβραία σύζυγο. Γεγονός που σημαίνει ότι ο Μάθιου Μπρόντερικ στην ταινία είναι μισός Σκωτσέζος, μισός Ιταλός, μισός Εβραίος και μισός Αμερικανός! Συνηθισμένα πράγματα, δηλαδή.

Οι Τομ Χανκς και Μπρους Γουίλις στην «Απατηλή Λάμψη της Ματαιοδοξίας» (1990)

Από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκε σε ποιους ηθοποιούς ανατέθηκαν οι βασικοί ρόλοι στην κινηματογραφική διασκευή του πολυσυζητημένου μυθιστορήματος του Τομ Γουλφ, η ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα ήταν καταδικασμένη. Πρώτον, γιατί ο σκηνοθέτης εμπιστεύτηκε τον ρόλο του διεφθαρμένου χρηματιστή και πλήρως χρεωκοπημένου ηθικά Σέρμαν ΜακΚόι στον αξιαγάπητο άνθρωπο της διπλανής πόρτας, Τομ Χανκς. Δεύτερον, γιατί έκρινε πως ο σωστότερος να ενσαρκώσει τον βρετανικής καταγωγής μέθυσο δημοσιογράφο και αφηγητή του φιλμ θα ήταν ο all American Μπρους Γουίλις, ο οποίος συμπεριφέρεται λες και του έχουν πει ότι για να παίξει έναν αλκοολικό χρειάζεται μοναχά να κάνει εκνευριστικά μονότονη τη χροιά της φωνής του.

H Mέλανι Γκρίφιθ στο «Λάμψη στο Σκοτάδι» (1992)

Όταν ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της φασιστικής απειλής, ποιόν θα καλέσεις να βοηθήσει; Μα, την Μέλανι Γκρίφιθ που δεν διστάζει να προτάξει τα στήθη και την εκνευριστικά εφηβική φωνή της στο όνομα της ελευθερίας και της πατρίδας στην πέραν πάσης αληθοφάνειας ταινία του Ντέιβιντ Σέλτζερ. Από τη στιγμή που θα δεχτείς την Γκρίφιθ στον ρόλο της ατρόμητης ηρωίδας που μπορεί να κρύψει με περισσή ευκολία τις εβραϊκές καταβολές της, να εισδύσει ως κατάσκοπος στο οίκημα ενός υψηλόβαθμου Ναζί, να φωτογραφίζει απόρρητα αρχεία στο υπόγειο του σπιτιού του με όλα τα φώτα αναμμένα, σαν να μαγειρεύει αμέριμνη στην κουζίνα της, και να το σκάει νύχτα, μέσα στο καταχείμωνο, διανύοντας χιλιόμετρα ολόκληρα με βραδινή τουαλέτα και ψηλοτάκουνο, όλα ξαφνικά θα μοιάζουν πιθανά.

Η Ντέμι Μουρ στο «Άλικο Γράμμα» (1995)

Όσοι έτυχε να διαβάσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους το βιβλίο του Ναθάνιελ Χόθορν, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η αθέλητα αστεία εκδοχή του Ρόλαντ Τζόφι, θα θυμούνται την Έστερ Πριν, μια από τις πιο διαχρονικές ηρωίδες της αμερικανικής λογοτεχνίας, ως ένα σεμνό και φοβισμένο παράδειγμα γυναίκας. Μια ματιά στην Ντέμι Μουρ και η λογοτεχνική προκάτοχός της έχει μεμιάς αντικατασταθεί από μια αισθησιακή και απόλυτα nineties περίπτωση γυναίκας, η οποία μοιάζει κατά…τριακόσια χρόνια πιο περπατημένη σε θέματα σχέσεων και σεξ από την πρόγονό της. Ίσως γι’ αυτό δεν προκαλεί εντύπωση πώς, λίγους μήνες αργότερα, η Μουρ εξόρκισε τα συντηρητικά ρούχα και την κατήφεια του παρόντος ρόλου της για να επιδοθεί σε ένα λυτρωτικό «Στριπτίζ».

Η Ρις Γουίδερσπουν στο «Vanity Fair» (2004)

Οποιοσδήποτε αναγνώστης του κλασικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ εμπνέοντας αυτή την άτυχη κινηματογραφική διασκευή δεν πρέπει να φαντάστηκε λεπτό την αριβίστα Μπέκι Σαρπ να περιπλανιέται από το ένα αριστοκρατικό σαλόνι στο άλλο με το προφίλ χωριατοπούλας που κατάγεται από τα βάθη του αμερικανικού Νότου και παριστάνει την κυρία, ενώ έχει καθυστερήσει να ταΐσει τις κότες και να φτυαρίσει το σανό στον αχυρώνα. Η σκηνοθέτις, Μίρα Ναίρ, είχε προφανώς αντίθετη άποψη. Εξ ου και το έγκλημα!