Ανασκόπηση 2017: Απογοητεύσεις και υπερεκτιμημένα της χρονιάς - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:40
27/12

Ανασκόπηση 2017: Απογοητεύσεις και υπερεκτιμημένα της χρονιάς

Τα Υπερεκτιμημένα

«Coco», των Λι Άνκριτς και Άντριαν Μολίνα

Ωραία σύλληψη, ευρηματικότατη εισαγωγική σκηνή, χρώματα, μουσική, φαντασία, χαρακτήρες που έχουν και πλάκα και υπόσταση, όλα καλά μέχρι εδώ, στην προσπάθεια των Disney-Pixar να χρησιμοποιήσουν το καλογυαλισμένο τους animation για να μιλήσουν για τον «άλλο κόσμο», τη σημασία της οικογένειας μα πολύ περισσότερο την ανάγκη να κυνηγάει κανείς το όνειρό του. Όπως ο μικρός Μιγκέλ που έχει το τραγούδι στο αίμα του, αλλά οι δικοί του έχουν εδώ και γενιές απαγορεύσει κάθε ενασχόληση με τη μουσική.

Υπάρχει ωστόσο κάτι ιδιαίτερα άβολο στο κατά τ’ άλλα αλέγρο σύμπαν του «Coco». Κάτι που έχει να κάνει με την φουλ αμερικανόστροφη οπτική του πάνω στο μεξικανικό φολκλόρ και την Ημέρα των Νεκρών που εσχάτως έχει γίνει τάση (και) στο σινεμά. Συν τοις άλλοις, για να αξιολογηθεί το «Coco» ως κάτι το πρωτότυπο ή τολμηρό προϋποθέτει να έχε λησμονηθεί προηγουμένως το «The Book of Life» του Χόρχε Γκουτιέρεζ. Αλλά αυτά είναι μάλλον αναμενόμενα πράγματα από τη στιγμή που η στρυφνή μαμά Ντίσνεϊ και η άλλοτε ατίθαση θυγατέρα Pixar θα συνεχίσουν να πορεύονται ως σάρκα μία. Ν.Σ.

«Good Time» των Τζος και Μπένι Σάφντι

Πρόσφατα, το αξιοσέβαστο καλλιτεχνικό περιοδικό Film Comment, το Esquire και το Indiewire το συμπεριέλαβαν στις λίστες τους (μάλιστα, φιγουράρει ως νούμερο 1 στη λίστα του Film Comment!) με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που φεύγει, γεμίζοντας τον υπογράφοντα με απορία και κάνοντάς τον να προσπαθεί να εντοπίσει τι δεν έχει καταλάβει σωστά.

Χωρίς να αρνείται κανείς ότι η τρίτη ταινία των αδελφών Σάφντι στερείται έντασης, ρυθμού και ξεχωριστής σκηνοθετικής ματιάς (συνοδευμένη από την πιο ώριμη ερμηνεία του απεξαρτημένου από το σύνδρομο του «Twilight», Ρόμπερντ Πάτινσον) η προβλέψιμη εξέλιξη του, η μπουρλέσκ τροπή του δεύτερου μέρους και η συνολική αίσθηση ότι μάλλον το φιλμ δεν έχει να πει τίποτε καινούριο, το καθιστούν ως ένα αξιοπρεπές μεν, αλλά υπερεκτιμημένο δε δείγμα ατμοσφαιρικού θρίλερ καταδίωξης, που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς αλλά αναμένεται να ξεχαστεί, μην αφήνοντας κάποιο βαθύ κινηματογραφικό ίχνος στο πέρασμά του. Π.Αχ.

«Τρέξε!» (Get out) του Τζόρνταν Πιλ

Αφροαμερικανός περνάει το Σαββατοκύριακο στην έπαυλη των γονιών της λευκής κοπέλας του. Όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι είναι λευκοί εύποροι αστοί, ενώ το υπηρετικό προσωπικό απαρτίζεται από φτωχούς και εμφανώς διαταραγμένους αφροαμερικανούς. Έχεις ξανακούσει αυτή την ιστορία, έχεις ξαναδεί επιμέρους κομμάτια της, αυτό που δεν ήξερες είναι ότι η συγκεκριμένη παρέα ξεπλυμένων φιλελέδων αρέσκεται στο να μεταμοσχεύει εγκεφάλους λευκών σε σώματα μαύρων. Ο Τζόρνταν Πιλ επιλέγει ένα κλασσικό set up των ταινιών τρόμου επιχειρώντας να το διανθίσει με κωμικά στοιχεία, μόνο που το «Τρέξε!» δεν είναι ούτε πραγματικά αστείο και σίγουρα καθόλου τρομακτικό.

Σε σχέση τώρα με το υποτιθέμενο πολιτικό μήνυμα της ταινίας, αυτή η ανυπόφορη μόδα που καθιστά αυτομάτως καλή οποιαδήποτε ταινία ασχολείται με θέματα ρατσισμού ή μειονοτήτων, κάποια στιγμή οφείλει να σταματήσει. Εξάλλου αν κάπου ασκεί κριτική ο Πιλ είναι αποκλειστικά στην αμερικανική ελίτ των λευκών και το πως αυτή αναλώνεται σε φιγουρατζίδικα γκαλά και υποκριτικές εκδηλώσεις φιλανθρωπίας. Το πρόβλημα, όμως, είναι προφανώς πιο βαθιά ριζωμένο, έχει ποικίλες προεκτάσεις και διαπερνά όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνικές τάξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι για οκτώ ολόκληρα χρόνια στην κορυφή της συγκεκριμένης ελίτ που καυτηριάζει ο Πιλ, βρισκόταν ένας Αφροαμερικανός. Με το χέρι στην καρδιά, θα λέγατε πως στα θέματα φυλετικών διακρίσεων άλλαξαν πολλά; Κ.Θ.

«Δουνκέρκη» (Dunkirk) του Κρίστοφερ Νόλαν

Αν υπήρξε μια ταινία φέτος που ήταν τόσο απασχολημένη με τις αισθητικές της επιδιώξεις ώστε κατάφερε να παραβλέψει συνειδητά και (εντελώς) στοιχειώδη συστατικά όπως είναι η δραματουργία και οι χαρακτήρες, αυτή η ταινία ήταν η «Δουνκέρκη». Ζητώντας να βιωθεί περισσότερο ως μια όσο το δυνατόν πιο αληθοφανής προσομοιώση της εμπειρίας ενός μαζικού πολεμικού συμβάντος, η επική δημιουργία του Νόλαν δελεάζει με τις σκηνοθετικές της δεξιότητες και αρχικά προκαλεί εντύπωση με το μέγεθος του θεάματος στο οποίο αποσκοπεί και στην επιλογή της να μην εστιάσει σε σαφείς και μεμονωμένους ήρωες, αλλά σε έναν ευρύτερο ανθρώπινο κορμό. Κάπου ανάμεσα στην εκκωφαντική ηχητική μπάντα, τους αχρείαστα επαναλαμβανόμενους πειραματισμούς με την επιμειξία τριών διαφορετικών αφηγήσεων και τον τεχνικό περφεξιονισμό, αυτό που συναντά κανείς, ωστόσο, είναι μια πολεμική δημιουργία που δεν έχει να δηλώσει τίποτα πέραν του προφανούς, που κρατά το κοινό της σε διαρκή συναισθηματική απόσταση από τη δράση και που μοιάζει τόσο συνεπαρμένη από το ίδιο της το θέαμα, ώστε καταλήγει να μοιάζει με μια τέλεια μηχανική κατασκευή την οποία ο εμπνευστής ξέχασε να προικίσει με ψυχή.

Περισσότερο υπερεκτιμημένη ταινία της χρονιάς κατά τη γνώμη μου, και δίχως όμοιό της στην συγκεκριμένη κατηγορία, η «Δουνκέρκη» πολύ φοβάμαι ότι προσεχώς θα κλέψει άδικα τα βασικά Όσκαρ της επερχόμενης απονομής από μικρότερου βεληνεκούς αλλά απείρως μεγαλύτερης καρδιάς φιλμ που όχι μόνο τα αξίζουν αλλά και υπόσχονται να μείνουν στη μνήμη πολύ καιρό αφότου οι ψυχρολογιστικές δεξιοτεχνίες του Νόλαν θα έχουν ξεχαστεί. Ευτυχώς, όμως, που η μονάδα μέτρησης των αληθινά σπουδαίων επιτευγμάτων στο σινεμά δεν είναι ούτε τα Όσκαρ ούτε κάποιο άλλο βραβείο. Λ.Κ.

«Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα» (Manchester by the Sea) του Κένεθ Λόνεργκαν

Ο ρόλος του κηδεμόνα, η ανάληψη των ευθυνών, τα ανοιχτά τραύματα του παρελθόντος. Αυτά είναι τα στοιχεία που συναποτελούν το οσκαρικό δράμα του Κένεθ Λόνεργκαν «Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα» και αυτά είναι τα συστατικά του σεναρίου που χτίζει μεθοδικά τις δραματικές κορυφώσεις και ανατροπές του. Μέχρι εδώ καλά.

Στην ταινία όμως όλα έχουν μία αποξενωμένη χροιά από τον δραματικό πυρήνα τους. Σαν κάποιος να θέλει να ουρλιάξει και ταυτόχρονα να σκεπάζει το στόμα του. Μόνιμα. Αποτέλεσμα; Η σκόρπια ένταση των δραματικών σκηνών δεν έχει πια κανένα αντίκτυπο για το κοινό που συνήθισε την απάθεια των χαρακτήρων. Υπάρχουν ταινίες που μπορούν να συγκινούν χωρίς να είναι μελοδραματικές. Κι αν κάποια ταινία θέλει να είναι μελόδραμα, ας είναι χωρίς ενοχές. Π.Γ.

«Το Τετράγωνο» του Ρούμπεν Έστλουντ

Οι πολλές βραβεύσεις του «Τετραγώνου», με αποκορύφωμα αυτή των Καννών, λειτουργούν στο κεφάλι μου με τη λογική ότι αποτελούν μέρος της ταινίας. Όπως δηλαδή ο Έστλουντ σατιρίζει τα έργα που προβάλλονται μέσα στο μουσείο και προκαλούν τον θαυμασμό της υψηλής κοινωνίας, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με το έργο του. Θα μπορούσε να παίζεται σε λούπα μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο ενός μουσείου και ο ίδιος να κινηματογραφεί τις αντιδράσεις του κοινού, ψάχνοντας μέσα σε αυτές την κωμωδία.

Βλέποντάς το έξω από αυτό τον σκοπό, ο σουηδός σκηνοθέτης τραβά υπερβολικά την αφήγηση για μια διαμαρτυρία ότι η σύγχρονη τέχνη εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη, ξεχνώντας ότι αυτό συμβαίνει εκατοντάδες χρόνια και δεν είναι μια παθογένεια των καιρών μας. Βάζει μεν καίρια κωμικά στιγμιότυπα, όμως το στήσιμο του ήρωά του και οι κοινωνικές του ευαισθησίες που μεγαλώνουν μετά από μια κακή διαχείριση στη δουλειά του, συνοδεύονται από φθηνά ευρήματα που προσπαθούν να δικαιολογήσουν αυτή την απόσταση μεταξύ του λαού και των gala, που μπορούσε να ειπωθεί πολύ απλούστερα. Τ.Μ.

Από τους Πάνο Αχτσιόγλου, Πάνο Γκένα, Κωστή Θεοδοσόπουλο, Λουκά Κατσίκα, Τάσο Μελεμενίδη και Νεκτάριο Σάκκα