Αντρέι Βάιντα: Η πολωνική ψυχή - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:59
6/3

Αντρέι Βάιντα: Η πολωνική ψυχή

Ψιλά γράμματα για πολλούς, πηχυαίοι τίτλοι για λιγότερους, στην πραγματικότητα η απόσταση έπρεπε να είναι μικρότερη για σκηνοθέτες όπως ο σαν σήμερα γεννημένος Βάιντα, της αιχμής ίσως του (θεόρατου) δόρατος του πολωνικού κινηματογράφου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το πολωνικό σινεμά, μερικές σύντομες αλλά θεμελιώδεις όψεις του οποίου είδαμε στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας, είναι από τις σημαντικότερες «παράπλευρες» κινηματογραφίες της Γηραιάς Ηπείρου, εξαιρώντας τις πολυσύχναστες της Γαλλίας, της Ιταλίας και φυσικά της Αγγλίας. Παράπλευρο δεν σημαίνει εδώ καθόλου λιγότερο σημαντικό ή ενδιαφέρον. Αντίθετα, λόγω γεωπολιτικής θέσης, η Πολωνία (όπως η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία), παρήγαγε ένα συνεκτικό στην ποικιλομορφία του, αυθεντικό κι εκπαιδευμένο σινεμά που χρησιμοποίησε τον μύθο, τον ρεαλισμό και την αλληγορία, επηρεάζοντας πλήθος σκηνοθετών και εκτός Πολωνίας. Ακόμα όμως και δίχως την υπολογίσιμη αυτή επίδραση, το μέγεθος και ο αριθμός των Πολωνών δημιουργών μεταπολεμικά είναι σαρωτικός. Κι απ’ όλους τους, ο Αντρέι Βάιντα, ίσως ο πιο σημαντικός, με την εξαίρεση του «μετανάστη» Πολάνσκι.

Ο Βάιντα γεννήθηκε το 1926, γόνος δασκάλας και αξιωματικού του στρατού. Ο πατέρας του Βάιντα βρέθηκε ανάμεσα στους σφαγιασθέντες του Κατίν από τους Σοβιετικούς (εχθές η επέτειος), γεγονός που σφράγισε την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και την θεματική του ενασχόληση με την Ιστορία, την αντιδιαστολή του Μύθου με την Αλήθεια, την απόσταση των φαινομένων από την πραγματικότητα. Η ιστορία καθαυτή του Κατίν θα ενέπνεε και την ταινία του 2007 που έφερε καταρρακτώδη εγκεφαλικά στην φιλοσοβιετική κριτική αλλά και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ – από τις συνολικά τέσσερεις συν ένα βραβείο συνολικής προσφοράς στον κινηματογράφο το 1990.

Βέβαια η σχέση του έργου του Βάιντα με την ιδεολογία και τους φορείς της υπήρξε ανέκαθεν δυναμική και ακατάτακτη. Από την τριλογία του Πολέμου («Μια Γενιά»- ‘55, «Κανάλ – ‘57 , «Στάχτες και Διαμάντια»- ‘58), καταπιάνεται με όγκο, παρρησία και σκηνοθετική ορμή με θέματα που άλλος δεν είχε το θάρρος ως τότε (η χαμένη γενιά του πολέμου, η Εξέγερση της Βαρσοβίας) και καταθέτει φιλμ που έφτασαν με θόρυβο στην Δύση, αν όχι βραβευτικά το λιγότερο σαν επιρροή (από τον Σκορσέζε και τον Κόπολα, μέχρι τον Ρότζερ Γουότερς των Pink Floyd και φυσικά την δυτική κριτική).

Στην δεκαετία του ’60 ο Βάιντα εξακολουθεί ενδιαφέρων αλλά με μια έλλειψη προσανατολισμού, ανάμεσα στο πείραμα και το πολωνικό mainstream (οι τετράωρες «Στάχτες» του ’65), είναι όμως ένα άλλο γεγονός που θα σφραγίσει τη ζωή του και θα βάλει σε τροχιά ξανά την καριέρα του. Ο θάνατος του Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι το 1967, ενός σταρ ανάμεσα σε Τζέιμς Ντιν και Ζεράρ Φιλίπ, πυλώνα τη πολωνικής φιλμογραφίας και εξόχως δημοφιλούς ηθοποιού, συνέτριψε για χρόνια τον Βάιντα που κατέληξε ένα χρόνο αργότερα στο «Όλα για Πούλημα», ένα έργο καταπληκτικό, πάνω στην αλήθεια και το ψέμμα, που μέσα από μια περίπλοκη δομή και μια αυτοβιογραφική εξομολογητικότητα, επικέντρωσε ξανά τον σκηνοθέτη στην μεγάλη του δεκαετία που ερχόταν.

Το ’70 ο Βάιντα μοιάζει με μεσιανική φιγούρα που συνενώνει μορφές του πολωνικού πολιτισμού, από τον Βισπιάνσκι και τον Ιβάσκιεβιτς, μέχρι τον Στάνισλαβ Λεμ και τον Τζόζεφ Κόνραντ. Από τον «Γάμο» (1973) ο Βάιντα ξεκινά ένα σερί («Η Γη της Επαγγελίας», «Η Γραμμή της Σκιάς», «Ο Άνθρωπος από Μάρμαρο», «Χωρίς Αναισθητικό») που θα τον φέρει στα φεστιβάλ του κόσμου, την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα και την κριτική εκτίμηση, ακόμα και όταν οι ταινίες «διαβάζονται» με το νεφέλωμα της αναθεωρητικότητας (που δεν αρέσει ας πούμε στους σκληροπυρηνικούς των ανατολικών καθεστώτων) από πάνω τους. Κι όμως! «Η Γη της Επαγγελίας» (1975) θα κερδίσει το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας (με τον Μπρέζνιεφ Γενικό Γραμματέα!) ΚΑΙ την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.

Το ’81 ο Βάιντα προωθεί ανοιχτά την Αλληλεγγύη και τον Λεχ Βαλέσα, ο «Άνθρωπος από Μάρμαρο» κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, κερδίζει και την οργή του Γιαρουζέλσκι που του κλείνει την εταιρεία παραγωγής. Έτσι ο Βάιντα φεύγει για το Παρίσι «απαντώντας» με τον «Νταντόν», ένα μεστό έπος διαστάσεων οφειλόμενων στο θεμέλιο που λέγεται Ντεπαρντιέ, μνημειώδης ερμηνεία και έργο-σπονδή και σπόντα στην Επανάσταση που χάνει το δρόμο της και γίνεται κόλπος μισαλλοδοξίας και τρόμου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μετά από συνεχή ενασχόληση με ταινίες αλλά και θέατρο (που ποτέ δεν εγκατέλειψε), ο Βάιντα θα είναι το κινηματογραφικό δείγμα της αλλαγής πλεύσης και θα καθίσει στην καρέκλα της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ της Μόσχας του 1989.

Από το ’90 και μετά αρχίζουν και να συρρέουν τα βραβεία συνολικής προσφοράς, τιμητικό Όσκαρ, τιμές και δόξες σε Κάννες, Βενετία και Βερολίνο (μεταξύ πολλών άλλων), οι ταινίες δεν είναι σε προηγούμενα ύψη, μέχρι να φτάσουμε στο «Κατίν» του 2007 που θα ξεσηκώσει τη φασαρία και την οργή των παλαιοκαθεστωτικών που προαναφέραμε. Όμως ο Βάιντα στο ενδιάμεσο, λίγο μετά τα 80 του, είχε παραδώσει έναν τελευταίο φόρο τιμής στον γεννήτορά του, είχε για άλλη μια φορά θυμίσει πως στο δράμα ιστορικού πλαισίου, εκεί που η μικρή ανθρώπινη ιστορία βολοδέρνει εν μέσω γιγάντιων ιστοριών, αυτός είναι σκηνοθετικός ηγέτης, το αποτύπωμα δεν είναι παρά οι άνθρωποι κι όχι οι πολιτικές τους. Αυτά τα πράγματα είναι ποιητικίζοντες αντιδραστισμοί για τους κομματισμένους, ευτυχώς το έργο στον κανονικό κόσμο εκτιμήθηκε δεόντως.

Ο Βάιντα έφυγε στα 90 του, το 2016, πλήρης ημερών. Το έργο του είναι έργο βαθιά πολιτικό κι ελεύθερο, ενημερωμένο και ανθρωπιστικό, έργο αφηγηματικό και προσηνές σε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο νομίζεται ενδεχομένως – φυσικά με εξαιρέσεις. Τον θυμόμαστε πάντα, τον εκτιμούμε απεριόριστα.