Φράνκο Τζεφιρέλι: Ο Στυλίστας της Χλιδής - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:03
18/6

Φράνκο Τζεφιρέλι: Ο Στυλίστας της Χλιδής

«Δόξα τω Θεώ έγινα διάσημος χωρίς τους κριτικούς». Σε ηλικία 96 ετών έφυγε ένας μεγάλος, αμφιλεγόμενος μαέστρο της όπερας και του κινηματογράφου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η ζωή του Φράνκο Τζεφιρέλι είναι μια από εκείνες τις ζωές που διανύοντας τον φλεγόμενο 20ό αιώνα, διέπρεψαν πολυεπίπεδα, δέχθηκαν αναρίθμητα κριτικά βέλη, λατρεύτηκαν από το κοινό και θα μπορούσαν στο μεγάλο φινάλε τους να ψιθυρίσουν περήφανα ένα «my way» όλο δικό τους. Κεκτημένο από χρόνο, σφυρηλατημένο από αποτυχία αλλά και μεθυσμένο από ασύγκριτα μεγαλύτερη επιτυχία. Ο καθένας μπορεί να λέει το δικό του, χάνοντας ίσως και το απαραίτητο δημοσιογραφικό μέτρο που διαχωρίζει το σχόλιο από την πληροφορία. Η ιστορία ασφαλώς καταγράφει την κριτική άποψη – που άλλωστε δεν είναι και ομόφωνη – υπογράφεται όμως και από την τελική σημερινή θέση των ανθρώπων που παρήγαγαν και τον ανθρώπων που πλήρωσαν για να απολαύσουν την δουλειά του Φράνκο Τζεφιρέλι.

Ο Τζεφιρέλι χαρακτηριζόταν από αντιθέσεις, βαθιές, δυσνόητες. Η σαλονάτη πολιτική κριτική από το ’70 και μετά πανηγύριζε να εκτροχιάζεται σε λίβελους εναντίον του. Ήταν Δεξιός, ήταν υπερσυντηρητικός, κατέβηκε με το κόμμα του Μπερλουσκόνι κι εξελέγη βουλευτής για αρκετά χρόνια. Βέβαια στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν συστρατευμένος με τους Κομμουνιστές εναντίον των Ιταλών Φασιστών κι έπειτα εναντίον των Ναζί. Συστρατευμένος εννοώντας όχι από την γραφομηχανή, αλλά με το όπλο, στα βουνά. Το οποίο είναι και κάτι που οι περίφημοι «αντιρρησίες» του σαλονιού δεν γνωρίζουν πως γίνεται.

Ήταν επίσης ομοφυλόφιλος – και όχι gay, που το έβρισκε εντελώς άκομψη λέξη – που ταυτόχρονα στήριζε με φανατική θέρμη το κήρυγμα του Ρωμαιοκαθολικισμού. Άλλο πράγμα, δύσκολο στην κατάποση κι αυτό. Κι είχε κι ένα γούστο που λιτό ξεκίνησε, υπερπολυτελές εξελίχθηκε, ένα γούστο που λες καθρέφτιζε αυτόν τον παράταιρο (σε εποχές που το παράταιρο άντεχε ακόμη) υπερσυντηρητικό, οπερατικό, αστό σαιξπηριστή από την Φλωρεντία, που ζούσε μια ελεύθερη ζωή ενώ συνάμα διακήρυσσε την θρησκευτική του Καθολική ορθότητα. Υποκριτής; Ίσως, για κάποιους. Άνθρωπος με τις αντιθέσεις του, πιο ενδιαφέρον, πιο «δημοκρατικό».

Ο Τζεφιρέλι, υπερβολικά όμορφος στην νεότητά του, σαγήνευσε τον Λουκίνο Βισκόντι που τον πήρε βοηθό σκηνοθέτη στο αιωνίως τρισμέγιστο «Η Γη Τρέμει» (1948). Η ερωτική τους σχέση, τρικυμιώδης κατά τις γραφές, διήρκεσε κάποια χρόνια, έδωσε στον Φράνκο τις βάσεις για την σκηνοθεσία της όπερας (που ήταν άλλωστε η κατ’ εξοχήν περιοχή της αυθεντίας του), τον γνώρισε με τα απλησίαστα οπερατικά της εποχής (Σκάλα, Σεράφιν, Γκόμπι και φυσικά την Μαρία Κάλας) και του έδωσε τα πρώτα θεμέλια για το σινεμά. Οι οπερατικές του σκηνοθεσίες από τα τέλη του ’50, ως τα μέσα του ’60, στη Σκάλα, στο Κόβεντ Γκάρντεν, στην Μετροπόλιταν, θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι.

Στα 1967 παρουσιάζει το ντεμπούτο του στο σινεμά με την «Στρίγγλα που Έγινε Αρνάκι». Τον Σαίξπηρ του τον οφείλει στον Λόρενς Ολίβιε και τον «Ερρίκο τον E’» που πρωτοείδε στα τέλη του ’40. Το μπρίο είναι παρόμοιο, όχι πολλά άλλα. Η σκηνική οξύνοια όμως, η επιμέλεια του κοστουμιού παροιμιώδης. Ο Τζεφιρέλι, ποτέ δεν σταμάτησε, είχε την δική του σκηνοθετική υστερία με την όψη. Την θεωρούσε, και τουλάχιστον ως ένα βαθμό έχει όλο του το δίκιο, τον δρόμο για την ψυχή της αναπαριστώμενης εποχής. Με την έλευση του μοντερνισμού η σκηνοθετική του λογική, ιδίως στο θέατρο, κατέστη παρωχημένη – αν και όχι απαραιτήτως προτιμητέα. Όπως και να ‘χει, ο Τζεφιρέλι σ’ αυτό απάντησε με όλο και αφθονότερες σκηνικές πανδαισίες, με μια ασύλληπτη αποτύπωση σκηνογραφικής χλιδής, ανθρώπων και των κοστουμιών τους.

Μένοντας στο σινεμά, το 1968, κάνει την μεγαλύτερη κινηματογραφική του επιτυχία. Το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του γίνεται ο ορισμός των διασκευών του έργου, η ατμόσφαιρα της εποχής αναπαρίσταται…τζεφιρελικά, ο Νίνο Ρότα συμπράττει αξέχαστα, η πρώτη και μόνη σκηνοθετική υποψηφιότητα του Τζεφιρέλι για Όσκαρ ήταν γεγονός. Τέσσερα χρόνια μετά έρχεται ο «Αδελφός Ήλιος, Αδελφή Σελήνη» (1972), έργο για τον Φραγκίσκο της Ασίζης, κάποια μπόλικα κριτικά σύννεφα μαζεύονται, εστιάζοντας στα θετικά παίρνεις εδώ την χίπικη ταινία του Τζεφιρέλι, λουσμένη στο φως και την μνεία της απλότητας.

Πέντε χρόνια μετά, η δουλειά για την οποία η ανθρωπότητα -και η Καθολική Εκκλησία- εορτάζουν συστηματικά. «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ», η απόλυτη εκδοχή του Ευαγγελίου επί της οθόνης, ένα τέτοιο έργο δεν είναι πλέον εφικτό, η εποχή δεν το επιτρέπει και αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όπως και να έχει ο Τζεφιρέλι μπόρεσε να συνοψίσει, να εκφράσει και να σηκώσει το βάρος μιας ταινίας που αναπόφευκτα θα έπαιρνε το χρίσμα της κινηματογραφικής υλοποίησης μιας ολάκερης Πίστης περίπου ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων, αβάσταχτο βάρος, θέλει ώμους, ο Τζεφιρέλι τους είχε.

Το ’70 θα κλείσει με το «Champ», ταινία για να ωρύονται οι κριτικοί – και να γελάει ο κόσμος σε βάρος τους κατά μία έννοια – πέρα από την «άποψη» τέτοιο μελόδραμα κυριολεκτικά δεν έχει ξαναϋπάρξει, το Smithsonian μέσω μιας δημοσιογραφικής/επιστημονικής έρευνας του περιοδικού του την ανακοίνωσε σαν την «πιο λυπητερή ταινία όλων των εποχών». Τεράστια εμπορική επιτυχία, επίσης.

Το ’80 μπήκε με την «Ατελείωτη Αγάπη», «ατελείωτη βαριεστημάρα» έλεγε η Μπέτι Μίντλερ στα Όσκαρ της χρονιάς εκείνης, οι κριτικοί συναινούσαν, ο κόσμος συνέρρεε, η Μπρουκ Σιλντς αξιαγάπητη πάντως και κάπου θα εντοπίσετε κι έναν νεαρό ονόματι Τομ Κρουζ στο ντεμπούτο του. Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας θα έχει ανεβάσματα (και τηλεταινίες) οπερατικών σταθμών, Πλάσιντο Ντομίνγκο παρόντος, με την «Τραβιάτα» ειδικά (1983) να απογειώνεται σε διθυράμβους για την σκηνική μαεστρία και να προτείνεται και για το δεύτερο και τελευταίο Όσκαρ του δημιουργού της, την φορά αυτή για την Καλλιτεχνική Διεύθυνση.

Το ’88 ο Τζεφιρέλι κάνει μια ταινία για τον Τοσκανίνι, που δυστυχώς ο υπογράφων αγνοεί, και το ’90 κάνει τον «Άμλετ» με τον Μέλ Γκίμπσον κι ένα διαστημικό καστ δίπλα του σε μια ταινία που μπορεί να μην φτάνει στο ύψος άλλων κινηματογραφικών Άμλετ, διαθέτει όμως σκηνική ευελιξία, βάρος, φοβερό σάουντρακ Μορικόνε και εντυπωσιακό διάβασμα στην κεντρική ερμηνεία.

Οι τρεις τελευταίες ταινίες του Τζεφιρέλι («Τζέιν Έιρ» – 1996, «Τσάι με τον Μουσολίνι» – 1999 και «Κάλλας για Πάντα» – 2002) είναι τυπικές του χαρακτήρα και των ταλέντων του. Η έμφαση στο περίβλημα είναι ο δρόμος για την σοφία μιας εποχής, ο Τζεφιρέλι ακολουθεί την δική του ιδιωτική οδό για το «μεγάλο δράμα» που εκτυλίσσεται στο σημείο που η λαϊκή φαντασία πρέπει να υποκλιθεί στην εκ των έσω γνώση (ιδίως στα δύο τελευταία) του βιώματος, της επίκτητης αριστοκρατικότητας, της προσωπικής φαντασίωσης και της (αυτό)μυθοποιΐας. Τουτέστιν, αυτομάτως, ενδιαφέρουσες.

Προσωπικότητες τέτοιων βιωμάτων και τέτοιου σμιλευμένου χαρακτήρα εν τέλει χάνονται μαζί με την εποχή τους. Κάποιοι ανακουφίζονται στη σκέψη, άλλοι μελαγχολούν ότι ο κόσμος στρογγυλεύει ανέμπνευστα και κάποιοι τρίτοι αποδέχονται φιλοσοφικά την φυσική ροή της Ιστορίας. Όπου κι αν ανήκει κανείς, να είναι ελαφρύ το χώμα. Ο Τζεφιρέλι υπήρξε σημαντικός οπωσδήποτε, τα περί της σπουδαιότητάς του θα τα συναποφασίζουν οι γραφές και το κοινό του μέλλοντος.