Σαν σήμερα πρωτοακούσαμε πως «Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:37
24/7

Σαν σήμερα πρωτοακούσαμε πως «Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές»

Αμείλικτοι δείκτες ενός ρολογιού, αγέρωχος Γκάρι Κούπερ και ένα επαναστατικό γουέστερν - φόρος τιμής σε όσους στέκονται ακλόνητοι στα ιδανικά τους. 

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μπορεί το γουέστερν σήμερα να περιορίζεται σε σποραδικές αναθεωρητικές επισκέψεις δημιουργών που το αγάπησαν (Ταραντίνο, Κόστνερ, Σέρινταν), μπορεί το ενδιαφέρον του κόσμου που δεν γαλουχήθηκε με αυτό να έχει εξανεμιστεί – συμβάλλει και η χρονική πια απομάκρυνση από τις εποχές που περιγράφει – ωστόσο υπήρχε μια εποχή που το είδος αυτό, το ορισμικό αμερικανικό είδος και το πρωταρχικό είδος περιπέτειας που παρέδωσε το σινεμά, ήταν η ...«Μάρβελ» των σινεφίλ. Το γουέστερν έφτιαξε τους πρώτους αστέρες, τις πρώτες τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες.

Το γουέστερν όμως είχε κεντημένη πάνω του και την ιστορία και την πολιτική. Ήταν το πρώτο είδος που συνειδητά ιστοριογραφούσε μελετώντας, μέσα από πλήθος αφηγήσεων, πως η κοινωνία μετεξελίχθηκε από νομαδική σε φεουδαρχική κι έπειτα, σιγά-σιγά, δίνοντας τη θέση της σε μια κοινωνία διακριτών πολιτικών εξουσίων, δημοκρατική. Βλέποντας γουέστερν μπορείς να μάθεις πολλά για την Αμερική, πολλά για την νομετελειακή ( ; ) εξέλιξη ενός νεοσύστατου έθνους, πολλά για αμαρτίες και αναγκαιότητες πολιτικές. Μπορείς επίσης να εκτιμήσεις την δυσκολία που χρειάζεται για να εκπολιτισθεί το άτομο σε μέλος μιας κοινότητας.

Όλη αυτή η εισαγωγή οδηγεί, σχεδόν «αναγκαστικά», στο «Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές», ένα βασικό γουέστερν, έναν ακρογωνιαίο λίθο του αμερικάνικου σινεμά και μια ιστορική παραβολή για το πως ένα φαινονενικά αθώο, αφηγηματικό, αποδραστικό σινεμά εντάσσει στον χαρακτήρα του το παρόν μιας πολιτικής κατάστασης και ανταποδίδει μια ηθική επαναστατικότητα. 

Στο διάστημα πριν από τον Ιούλιο του '52 που το «High Noon» βγαίνει στις αίθουσες, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών μαστίζει αντικομμουνισμό τη βιομηχανία του θεάματος. Ο σεναρίστας της ταινίας Καρλ Φόρμαν καλείται από την Επιτροπή να καταθέσει, αυτός αρνείται να δώσει ονόματα, αποκαλείται «εχθρικός μάρτυς» και μπαίνει στην μαύρη λίστα. Ο Στάνλι Κρέιμερ, μετέπειτα μεγαλοπαραγωγός και σκηνοθέτης κλασσικών φιλελεύθερων δραμάτων («Η Δίκη της Νυρεμβέργης», «Inherit the Wind», «The Defiant Ones»), φοβούμενος μην θεωρηθεί συνένοχος ζητά την λύση της συνεργασίας τους (αχ αυτοί οι μετέπειτα φιλελεύθεροι..) και ο Φόρμαν διαφεύγει στην Ευρώπη μιας και δεν θα ξανάβρισκε ποτέ δουλειά στις Η.Π.Α. Για τον πρώτο ρόλο απευθύνονται στον Τζον Γουέιν ο οποίος όμως βλέπει ξεκάθαρα τον αντιΜακαρθικό χαρακτήρα του έργου και, καθώς υπέρμαχος των κόκκινων διώξεων, αρνείται τον ρόλο.

Μετά από πολλές αρνήσεις (περιφημότερη των οποίων αυτή του βαθιά δημοκρατικού Γκρέγκορι Πέκ που δήλωνε αργότερα πως η άρνηση αυτή ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του) ο ρόλος καταλήγει στον Γκάρι Κούπερ, στενό φίλο του Γουέιν (και βαθιά Ρεπουμπλικάνο) που έβλεπε την ηθική αρετή της ιστορίας ενός σερίφη που ενώ μπορεί να φύγει από την πόλη του, παραμένει ηρωϊκά για να την υπερασπιστεί από ληστοσυμμορίτες που έρχονται να εκδικηθούν.

Η πλευρά της ιστορίας που δεν άρεσε σε πολλούς, μεταξύ των οποίων και στους Γουέιν και Χοκς (που «απάντησαν» επτά χρόνια αργότερα με το «Ρίο Μπράβο»), ήταν η δειλία του ήρωα να ζητήσει βοήθεια από τους συμπολίτες του. Η βοήθεια δεν έρχεται ποτέ κι έτσι ο Σερίφης Κέιν γίνεται το κινηματογραφικό συνώνυμο του πραγματικού ηρωϊσμού, εκείνου δηλαδή που γνωρίζοντας τις πιθανότητες εναντίον του, παραμένει να αγωνιστεί για κάτι υψηλότερο από αυτόν.

Το «Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές» πήρε επτά υποψηφιότητες και τέσσερα βραβεία όσκαρ (ο Κούπερ, το μοντάζ, η μουσική και το τραγούδι – η πρώτη φορά για μη μιούζικαλ!), ανάγκασε ειρωνικά τον Τζον Γουέιν να παραλάβει αυτός το βραβείο για τον Κούπερ, όταν και ιστορικά ο Δούκας έπαιξε με την δική του δυσαρέσκεια για το φιλμ λέγοντας πως «ο Κούπερ είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να πάρει αυτό το βραβείο, αλλά τώρα που έκανα τον καλό ας πάω να μάθω γιατί δεν πήρα εγώ τον ρόλο του Κέιν!» κι έθεσε ένα συμβολικό όριο για το ίδιο το γουέστερν: Την στιγμή που το είδος εγκαταλείπει και κυριολεκτικά την καθαρότερη μορφή που είχε στις προηγούμενες δύο ομιλούσες δεκαετίες για να περάσει στην μεταμοντέρνα του εποχή κατά την οποία απαντά ευθέως αλληγορικά στα πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής του και συνηθέστερα κλείνει το μάτι στον εαυτό του, κάνοντας το ίδιο το είδος θέμα ή/και μοτίβο των ιστοριών του.

Το «High Noon» βρήκε πολλούς μιμητές στη συνέχεια, από το «Outland» ως το «Cop Land». Είναι όμως το ίδιο που με την χρονομετρημένη σκηνοθεσία του Φρεντ Τσίνεμαν, σεβόμενο απόλυτα την αριστοτελικότητα χρόνου-χώρου-δράσης, χαραγμένο πάνω στις (σκόπιμα φυσικά) αμακιγιάριστες ρυτίδες του Γκάρι Κούπερ, εξακολουθεί (για όποιον ενδιαφερόμενο) να αποτελεί εκτός από έξοχο σινεμά μια ρητή, ατρόμητη δήλωση ήθους ενάντια σε ανθρώπινες, εγκληματικές, μικρότητες.