Essential Cinema #20: «Λάουρα» (1944) του Όττο Πρέμινγκερ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:30
12/10

Essential Cinema #20: «Λάουρα» (1944) του Όττο Πρέμινγκερ

Τo cinemagazine.gr συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ο Ρότζερ Έμπερτ έγραφε σ’ ένα κείμενό του πως ο Μακφέρσον (Ντέινα Άντριους) κάθεται στην πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι κάτω απ’ το μυθικό (σινεφιλικά αλλά και γενικότερα) πορτρέτο της Λάουρα λες «και σε ραντεβού μ’ ένα φάντασμα». Θα το επιχειρήσω ένα βήμα παραπέρα εκτιμώντας πως από κει και μετά ολόκληρο το έργο δεν είναι παρά το όνειρο του Μακφέρσον.

Από όπου κι αν τη πιάσεις τη Λάουρα είναι μια «ανώμαλη» ταινία. Λίγο νουάρ, ελαφρώς μελόδραμα, περισσότερο whodunit, μα αποφασιστικά πιο πολύ ένα ιδιοφυές ψυχόδραμα νεκροφιλίας, αυτό είναι ένα έργο τόσο μετατεθειμένο από τον ρεαλισμό στο χρονομετρημένο του παραλήρημα, που τη στιγμή που θα πάψεις να το διασκεδάζεις θα σε παρασύρει στην προικισμένη του νοσηρότητα μ’ έναν τρόπο που μόνο το «Vertigo» (άλλο ένα φιλμ που μπορείς να υποστηρίξεις πως απ’ τη μέση και μετά είναι ένα μακάβριο όνειρο) έχει ποτέ καταφέρει.

Υπάρχει η Τζούντιθ Άντερσον (η κυρία Ντάνβερς από την επίσης φαντασματική -και κατώτερη- «Ρεβέκκα»), μια αλλόκοτη μεσήλικη πλούσια που παραδεχόμενη την κακία της φύσης της ανακηρύσσει τον εαυτό της ικανό για φόνο. Ο playboy Βίνσεντ Πράις, ένας ανερμάτιστος προικοθήρας που πουλάει έρωτα και παρασιτεί πνευματωδώς όσο και αδιαλείπτως. Ο Κλίφτον Γουέμπ, στον ρόλο του Γουάλντο, ενός Πυγμαλίωνα/Σβένγκαλι που γίνεται ο σκιώδης εραστής μιας γυναίκας που δεν ακουμπά ποτέ ενώ ολοένα μοιάζει να θέλει να μετατραπεί σ’ αυτήν που προστατεύει λυσσωδώς από επίδοξους σαρκικούς ανταγωνιστές του. (Στην σκηνή της γνωριμίας του με τον Μακφέρσον ο Γουάλντο είναι γυμνός στη μπανιέρα του, με μια γραφομηχανή ανάμεσα σε μας και τη γύμνια του αλλά τίποτα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Μακφέρσον που κοιτάζει…χαμηλά όταν ο Γουάλντο σηκώνεται απ’ το λουτρό του – και χαμογελά ανεξήγητα!). Η «Λάουρα», μεταξύ πολλών άλλων, είναι μια ταινία που ενώ φορτσάρει όσα συμβαίνουν κάτω απ’ την πλοκή, άλλο τόσο αδιαφορεί για την επεξηγηματικότητα. Οι απαντήσεις είναι υπόθεση ιδιωτική.

Έπειτα, η Λάουρα. Σαγηνευτικά όμορφη αλλά και αυτοκρατορικά αποστασιοποιημένη, μοιάζει με έναν μετα-ρόλο, έναν ρόλο που λες και ήδη στα 1944 γνωρίζει το ίχνος που θ’ αφήσει και αδιαφορεί για τις διαδικασίες, τους ψυχολογισμούς, το περιστασιακό των ανθρωπίνων που θα εξάψει εντός του φιλμ. Έναν ρόλο που ελέγχει απόλυτα το βάρος των συμβολισμών που θα φορτωθεί (χωρίς να την βαραίνουν στο ελάχιστο) απ’ όλους εμάς τους επόμενους.

Τέλος, ο Μακφέρσον. Που, αν δεχτείς την ερμηνεία που ακολουθεί, είναι το πραγματικό δραματικό κέντρο ενός φιλμ που φτιάχτηκε λες να συνοψίσει την αρρώστια του ανθρώπινου πάθους. Η Λάουρα είναι μόνο η κρίσιμη αφορμή. Αυτή που θα περιπαίξει το κυνικό και ξύπνιο αρσενικό (αυτή είναι η πιο νουάρ απόχρωση του φιλμ) που μοιάζει κατασταλλαγμένο στα εγνωσμένα της εμπειρίας του και βολεύεται στον πρακτικό, απομυθοποιητικό κυνισμό της λιγόλογης καπατσοσύνης του. Αυτός, υποδόρια, στον έκτακτο φροϋδισμό του σεναρίου, θα μολυνθεί τελειωτικά από το φάντασμα των αποσιωπημένων πόθων του.

Σε κάποια στιγμή ο Γουάλντο θα πει πως η Λάουρα τον έκανε να πιστεύει και να θέλει να είναι κάτι παραπάνω από έναν χολωμένο κριτικό-επικριτή των πάντων. Μέσω αυτού ο διάλογος μιλάει και για τον Μακφέρσον, μιλάει και για καθέναν από μας που το φάντασμα μιας Λάουρα αφυπνίζει. Στην ερώτηση του Γουάλντο στον ντετέκτιβ «αν ερωτεύτηκε ποτέ», αυτός απαντά «κάποια πήρε μια γούνα από μένα κάποτε».

Έτσι αναφύεται η πνευματικότητα του έρωτα του Γουέμπ για την Λαόυρα, έτσι δικαιολογείται η απέχθειά του για την σαρκικότητα των επίδοξων εραστών της. Κι έτσι τροχοδρομείται η ψυχολογική μεταμόρφωση του ντετέκτιβ από την στιγμή που, όλως παραδόξως, η Λάουρα ανασταίνεται. Καθώς ο Μακφέρσον αποκοιμιέται μπροστά στο τζάκι, καταφθάνει στο «ραντεβού του με το φάντασμα», την γυναίκα που μέσα απ’ την μυθοποίηση των υμνητικών αφηγήσεων του έργου (να το σινεμά μέσα στο σινεμά) τον έκανε υποσυνείδητα να πιστέψει πως θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από ένας στεγνός ερευνητής της διαδικασίας, ένας άλλος από κάποιον μισογύνη – ο Γουάλντο τον ψέγει άλλωστε επανειλημμένα που τις αποκαλεί dames, όπως συνηθίζει ο αντιήρωας του νουάρ.

Είναι εύκολο να δεχτείς πως όλα από κει και μετά είναι το όνειρο του έρωτα για τον Μακφέρσον – όπως βέβαια είναι εύκολο να δεχτείς και πως όλα είναι κυριολεκτικά: Η κάμερα τον πλησιάζει καθώς αποκοιμιέται και σχεδόν αμέσως ξανατραβιέται πίσω, μια κίνηση που θυμίζει τεχνική ονείρου, όμως ο Πρέμινγκερ θέλει ευφυώς να το κρατήσει διφορούμενο και δεν φλουτάρει κυματοειδώς την εικόνα, όπως γινόταν κατά κόρον την κλασσική εποχή του Χόλιγουντ στα όνειρα.

Στη συνέχεια, η υπηρέτρια σοκάρεται και δεν πείθεται ποτέ πως τελικά το πτώμα δεν ήταν της λατρεμένης κυρίας της. Κι η Λάουρα έχει εκείνη την σχεδόν εξωανθρώπινη αποστασιοποίηση, ακόμα κι όταν ο ντετέκτιβ την κατονομάζει δημοσίως ένοχη για το έγκλημα. Δεν είναι όμως η πραγματολογία που θα σε πείσει. Είναι μια αδιόρατη αίσθηση, αυτή της ασφάλειας ενός ελεγχόμενου – από ένα απελπισμένο υποσυνείδητο – ονείρου που βλέπεις να κατευθύνει, να σκηνοθετεί μια εξέλιξη που θα φέρει αυτόν που ονειρεύεται νομοτελειακά δίπλα σε αυτήν που φαντασιώνεται. Πως κι εκείνη θα συμπεριφερθεί ακριβώς όπως χρειάζεται εκείνος και για να διατηρήσει τον μύθο της (πρακτικά δεν αντιστέκεται καν στη σύλληψη, δεν προσπαθεί να πείσει ποτέ κανέναν), ενώ σαγηνευτικά θα ψελλίσει πως κι η ίδια δεν καταλαβαίνει τι ερωτεύτηκε στον Κάρπεντερ-Πράϊς, λίγο μετά αποκαθηλώνοντας κατηγορηματικά και τον μέντορά της.

Ό,τι θα κάνει η Λάουρα θα είναι για να επιβεβαιώσει τον μύθο της, να δικαιώσει τις ειδωλολατρικές αφηγήσεις που την ακολούθησαν, να σφραγίσει τη θέση της πάνω απ’ το τζάκι. Τίποτα δεν μπορεί να βλάψει μια Εικόνα, παρά μόνο η ίδια τον εαυτό της με λόγια και πράξεις αναντίστοιχες - που ο νεκροφιλικός Μακφέρσον και ο σαρδόνιος Πρέμινγκερ δεν θα της επιτρέψουν. Το φιλμ θα τελειώσει, ολοκληρώνοντας μια αστυνομική πλοκή που, ως συνήθως στα σπουδαία νουάρ, δεν έχει καίρια σημασία, ελευθερώνοντας τον ήρωά του για πάντα στα δεσμά της φαντασίωσής του.

Ή φυλακίζοντάς τον, πάλι παντοτινά, στην ελευθερία του ανέλπιδου ονείρου του.

Laura
ΗΠΑ / 1944
Σκηνοθεσία: Όττο Πρέμινγκερ Σενάριο: Τζέι Ντράτλερ, Σάμιουελ Χόφενσταϊν, Μπέτι Ράινχαρντ Φωτογραφία: Τζόζεφ ΛαΣέλ (Λισιέν Μπάλαρντ, χωρίς credit) Μουσική: Ντέιβιντ Ράκσιν Πρωταγωνιστούν: Τζιν Τίρνεϊ, Ντέινα Άντριους, Βίνσεντ Πράις, Κλίφτον Γουέμπ, Τζούντιθ Άντερσον  Διάρκεια: 88'