Λόρενς Ολίβιε: Η συναρπαστική ατέλεια - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:42
22/5

Λόρενς Ολίβιε: Η συναρπαστική ατέλεια

Ο σαν σήμερα γεννημένος Ολίβιε προέκυψε σε μια υπέρλαμπρη εποχή αριστείας του αγγλικού θεάτρου και μέσα από μαραθώνια σκαμπανεβάσματα αναφαίνεται ως σήμερα ο κορυφαίος των κορυφαίων μιας καριέρας που σφυρηλατήθηκε άγρια στα υπέρ και τα κατά μιας δύσκολης, αξιολογικής εποχής.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Από τις περιπλοκότερες μορφές του θεάματος του 20ου αιώνα, ο Λόρενς Ολίβιε, από μια γενιά τιτάνων του εγγλέζικου θεάτρου, είναι ο μοναδικός που καταφέρνει σήμερα να διατηρεί μια αλώβητη από το πέρασμα του χρόνου και την αλλαγή των εποχών φήμη. Εκείνο που τον κάνει τόσο σημαίνοντα, τόσο μοντέρνο (σαν εικόνα αλλά και σαν ουσία) και τόσο εξακολουθητικά ενδιαφέροντα είναι η ηφαιστειακή, αντιφατική, συχνότατα ατυχής, υφή των επιτευγμάτων του. Πολλάκις ο Ολίβιε θεωρήθηκε κατώτερος των περιστάσεων - κυρίως στην θεατρική παρά στην κινηματογραφική του παρουσία. Το γιατί και το πώς είναι που τον καθιστούν ανεξάντλητα συναρπαστικό.

Όπως έχει γραφτεί, όταν ο Ολίβιε αποτύγχανε, αποτύγχανε όπως μόνο οι μεγαλειώδεις καλλιτέχνες αποτυγχάνουν. Με μια συγκλονιστική μεγαλοπρέπεια, με το λανθασμένο στρίψιμο της βίδας που θα συμβεί στον αντιφατικό, υπερφιλόδοξο, επιδεξιότατο πειραματιστή, τον ζηλόφθονο, ανασφαλή χαρισματικό «εργάτη». Ο Ολίβιε ζούσε με την σκιά των Γκίλγκουντ και Ρίτσαρντσον, δύο σαιξπηρικών θεατρικών Ιπποτών της γενιάς του, θεωρώντας διαρκώς πως ο ένας είχε την θεία χάρη και ο άλλος το ταλέντο. Ο Ολίβιε δεν ήταν παρά ένας υπεραθλητής του θεάτρου μπροστά τους, που έλεγε πεζά τους στίχους του Βάρδου, που είχε περίεργες ιδέες για τους ρόλους, που απαντούσε με θετή βαριεστημάρα φοβούμενος πως δεν θα φτάσει το ύψος των ανταγωνιστών του. Ο Ολίβιε υποκινήθηκε για μεγάλος μέρος της ζωής του από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι δύο θηριωδών ηθοποιών που αβίαστα συνέχιζαν (και άκμαζαν) την μακρά θεατρική παράδοση.

Όμως ο Ολίβιε είναι ο μόνος γνωστός σήμερα. Είναι ο μόνος που έχει δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες ρόλου (κι άλλη μια σκηνοθετική), ο μόνος που έχει πάρει τέσσερα Όσκαρ (δύο τιμητικά, ένα Καλύτερης Ταινίας για τον «Άμλετ» (1948) κι ένα Πρώτου Ρόλου για το ίδιο έργο, ο μόνος που χρίζεται ακόμα σημείο αναφοράς και αρκετά σημαίνουσα (και «φοβιστική») φιγούρα ώστε ένα διαμέτρημα σαν τον Κένεθ Μπράνα να βάσισε μια καριέρα πάνω του. Γιατί αυτό;

Το κλειδί στον Ολίβιε, αν υπάρχει, θα το βρεις στην θεατρική του βιογραφία. Ο Ολίβιε δεν ήταν γεννημένος για το θέατρο, οι πιο πολλοί θα συνηγορήσουν. Ήταν η απίστευτη εργατικότητα, η χαλκέντερη αντοχή στην μεγάλη, διαδοχική (και διαχρονική) αποτυχία (εμπορική και κριτική), η διαρκής, εντατική τόλμη για νεωτεριστικό παίξιμο κατεστημένων ρόλων. Ο Ολίβιε, είτε τον συναντάς στα χρόνια του ‘20-‘30 ή τον βρίσκεις στα εγκαθιδρυμένα χρόνια του ‘60, δουλεύει λυσσωδώς, με σεζόν πολλών έργων μαζί (συν σκηνοθεσιών), ενώ ενδιάμεσα κάνει και κινηματογράφο για το χάζι και τα λεφτά. Ποτέ δεν φάνηκε να παίρνει σοβαρά την κινηματογραφική ερμηνεία – αν κι έχει μεγάλες στιγμές, πράγματι, αντάμα σε πολλές μετριότατες.

Βέβαια υπάρχει και το χάρισμα. Χάρισμα που προέκυψε ξανά από εργατικότητα, δεν γεννήθηκε με δαύτο. Η εκφορά του Ολίβιε είναι παροιμιώδης. Ακόμα κι όταν την παρατηρείς αβίαστα (και αλαζονικά) να εκπέμπεται με την άνεση του θεατρανθρώπου που μαθαίνει έναν μονόλογο στην καθησιά, ο Ολίβιε έχει έναν αέρα κάποιου που δεν είναι εκεί αλλά κάπου καλύτερα - που παίρνει και τον ρόλο μαζί. Ο Ολίβιε μπορεί να σ’ εκνευρίσει, αλλά δεν θα αποτύχει ποτέ να σ’ αφήσει να ξεκολλήσεις το βλέμμα από πάνω του.

Στο σινεμά η πρώτη επιτυχία ήταν βέβαια ο Χίθκλιφ στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (1939, που έβγαλε το λάδι στον Γουάιλερ), αν και υπάρχουν μερικά αγγλικά μέσα στο ‘30 που αξίζει ν’ ανακαλύψει ο ενδιαφερόμενος σινεφίλ («Westward Passage», «Fire Over England» - είναι με την Βίβιαν Λι εδώ – κι ένα σαιξπηρικό «Όπως σας Αρέσει»). Το ‘40 ήταν η «Ρεβέκκα» και η επίσημη έναρξη του δεσμού με την Βίβιαν Λι, οπότε συνεισφορά και στο διψασμένο tabloid κοινό μ’ ένα ζευγάρι χολιγουντιανό. Κάνουν μαζί την «Λαίδη Χάμιλτον» που την αγαπούμε υπερβολικά και η προπαγάνδα του Πολέμου την χρειαζόταν, για να φτάσουμε στην έκρηξη των μέσων του ‘40.