Χρόνια πολλά Μάρτιν! Το κατα Σκορσέζε ευαγγέλιο - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:03
17/11

Χρόνια πολλά Μάρτιν! Το κατα Σκορσέζε ευαγγέλιο

Ο τελευταίος μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης γίνεται σήμερα 76 χρονών! Επιχειρώντας έναν ελάχιστο φόρο τιμής, το cinemagazine ρίχνει αθέατες ματιές σε μια από τις πιο συναρπαστικές φιλμογραφίες στα χρονικά του σινεμά, έχοντας ως οδηγό τα λόγια του ίδιου του Σκορσέζε.

Από τον Λουκά Κατσίκα

«Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να εξισορροπήσω την βία που έβλεπα ολόγυρά μου με μια συγκεκριμένη ιδέα ασκητικής ζωής που ήλπιζα, αλλά δεν μπόρεσα να κατακτήσω» παραδεχόταν κάποτε σε μια συνέντευξή του ο σκηνοθέτης, μιλώντας για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατράφηκε και γαλουχήθηκε. «Δεν αντίκριζα καλοσύνη γύρω μου. Έβλεπα μονάχα ανθρώπους που πεινούσαν και έκλεβαν για να μπορέσουν να φάνε, άλλους που χρησιμοποιούσαν την τακτική των όπλων για να πετύχουν αυτό που ήθελαν και πλάι τους το οργανωμένο έγκλημα με τους δικούς του κώδικες συμπεριφοράς και τιμής.

Από την άλλη πλευρά υπήρχε, βέβαια, η Εκκλησία με τους ιερείς και τις καλόγριες να βοηθούν τους αδύναμους, διακηρύττοντας μόνο φιλειρηνικές και ανθρωπιστικές απόψεις. Αυτά ήταν τα δυο άκρα με τα οποία μεγάλωσα. Το έγκλημα και η εκκλησία. Ήθελα να αφοσιωθώ στον Θεό, να προσεγγίσω έναν εσωτερικό, πνευματικό βίο. Από την άλλη όμως μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον αντίξοο, παρόμοιο με αυτό που σκιαγράφησα στους "Κακόφημους Δρόμους". Κι αυτό το διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα στην εκκλησία και τον δρόμο, τον δρόμο και την εκκλησία δημιουργούσε μέσα μου μια διχοτόμηση που απέτρεψε το να αφοσιωθώ σε ένα από τα δυο πράγματα».

Γεννημένος στις 17 Νοεμβρίου του 1942 από Ιταλοαμερικανούς γονείς δεύτερης γενιάς, ο Μάρτιν Σκορσέζε μεγάλωσε σε μια συνοικία της Νέας Υόρκης γεμάτης Σικελούς μετανάστες. Δυο ήταν οι κραταιές δυνάμεις που βασίλευαν στην περιοχή: η καθολική εκκλησία και η τοπική Μαφία. Ο ανήλικος Μάρτιν ενστερνιζόταν με θέρμη την πρώτη και παρακολουθούσε εξ αποστάσεως την δεύτερη. Ένα χρόνιο άσθμα και ένας γενικότερα αδύναμος οργανισμός τον απέτρεψαν από το να κάνει παρέες και να έχει την φυσιολογική καθημερινότητα των υπόλοιπων συνομίληκών του. Αντιθέτως τον έστρεψαν να περάσει μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων ολομόναχος- βλέποντας ταινίες στην τηλεόραση, η πραγματοποιώντας τακτικές επισκέψεις στα σινεμά της γειτονιάς του. Μεγαλωμένος σε ένα βαθιά θρησκόληπτο περιβάλλον, ο μετέπειτα σκηνοθέτης αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο, προετοιμάζοντας τον εαυτό του να γίνει ιερέας. Η επαφή του με τον κόσμο της μεγάλης οθόνης και η ισχυρή επίδραση που ασκούσε το βίαιο περιβάλλον της ανατροφής του επάνω του τον οδήγησαν, παρ’ όλα αυτά, να στραφεί σε ένα εξωστρεφές και ανήσυχο μέσο όπως το σινεμά.

Στο διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο του Αμερικανικού σινεμά των sixties, ο Σκορσέζε βρήκε τελικά το ιδανικό καταφύγιο, εισχωρώντας στην κινηματογραφική σχολή του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, αφομοιώνοντας αλλεπάλληλα ταινίες από το Ευρωπαϊκό σινεμά και το τότε Αμερικανικό ανεξάρτητο και γυρίζοντας μια σειρά πειραματικά φιλμάκια. Στα 1968 υπέγραψε την πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρά του με τίτλο «Who’s That Knocking At My Door», σημαία της ένα ζωηρό, κινητικό ύφος και μια ξεκάθαρη έμφαση στην λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής και της αδυσώπητης πραγματικότητας των μεγαλουπόλεων. Με την αρχή της δεκαετίας του ’70 και για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ο Σκορσέζε τελειοποίησε γοργά την αδυναμία του σε ένα αφηγηματικό σινεμά θεσπέσιας εικονογραφικής αντίληψης και ελέγχου των τεχνικών μέσων, απαιτώντας και κερδίζοντας την προσοχή της κινηματογραφικής κοινότητας. «Για καιρό έψαχνα να βρω έναν τρόπο προκειμένου να επιβιώσω σε αυτό τον κόσμο» εξομολογείται ο δημιουργός. «Στην πορεία ανακάλυψα το Χόλιγουντ για να διαπιστώσω πως το να ζήσεις μέσα του ήταν εξίσου δύσκολο με το να μεγαλώνεις στους δρόμους του Νεοϋορκέζικου Lower East Side όπου μεγάλωσα εγώ. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους ήταν πως, στο Χόλιγουντ, αντί για όπλα υπάρχουν συμβόλαια και οι μαχαιριές δεν γίνονται στο στήθος, αλλά πισώπλατα.»

Οι μεγάλοι αμαρτωλοί

Η φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε δεν ευθύνεται μοναχά για μερικές από τις ωραιότερες και πιο περιπετειώδεις δημιουργίες των τελευταίων πενήντα ετών. Φανερώνει πίσω της έναν έξοχο αφηγητή, έναν παθιασμένο εικονοκλάστη, έναν δημιουργό που κατάφερε να μετατρέψει τις ψυχώσεις και τις εμμονές του σε τέχνη. «Η θρησκευτική ηθική και το ενδεχόμενο εφαρμογής της σε μια μοντέρνα κοινωνία αποτελεί μια θεματική που ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε στο μυαλό και την καρδιά μου», θα συμφωνήσει και ο ίδιος. «Αποτελεί ένα διαρκές κομμάτι της ύπαρξής μου. Ταινίες και θρησκεία- αυτό είναι όλο κι όλο η ζωή μου. Τίποτε άλλο».

Από την ρεαλιστική φέτα αληθινής ζωής των «Κακόφημων Δρόμων» και τον άκρατο πεσιμισμό του «Ταξιτζή» μέχρι το ευαίσθητο γυναικείο σύμπαν του «Η Αλίκη Δεν Μένει Πια Εδώ», την μεταφυσική οδύσσεια του «Τελευταίου Πειρασμού», την σαρδόνια μαύρη κωμωδία του «Μετά Τα Μεσάνυχτα», την πικρή ματιά στην φήμη και τις συνέπειές της («Βασιλιάς για μια Νύχτα»), τον μελαγχολικό ρομαντισμό στα «Χρόνια της Αθωότητας» ή τις αμέτρητες ιστορίες αμαρτωλών και αγίων που μεταμφίεσε πίσω από πολυποίκιλες φορεσιές ηρώων, ο Σκορσέζε έχτισε έναν από τους πιο συμπαγείς φιλμικούς κορμούς στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά.

Μπορεί να δοκίμασε τον εαυτό του σε μια ευρύτατη γκάμα κινηματογραφικών ειδών, στιλιστικών αντιλήψεων και θεματικών παραλλαγών, η ουσία όμως παραμένει ότι σε όλη την διάρκεια της  καριέρας του, ο Σκορσέζε γύριζε πάντοτε την ίδια ταινία. Το διαρκές magnum opus του έπαιρνε την ιδέα της χριστιανικής ηθικής και την δοκίμαζε επάνω στις πιο ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων. Ψυχωτικοί, γκάνγκστερ, Χολιγουντιανοί παραγωγοί, κοινωνικοί απόβλητοι, απλοί καθημερινοί άνθρωποι γίνονταν πρωταγωνιστές σε ένα εναλλακτικό ευαγγέλιο που τους έβαζε να αμαρτήσουν και να γυρέψουν σωτηρία προκειμένου να αντλήσει από τις περιπτώσεις τους μερικές εκπληκτικές παραβολές επάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, το μεγαλείο, την τρέλα και την αυτοκαταστροφική ροπή της ανθρώπινης φύσης.

Μερικές σεβαστές κακοτοπιές (η ρετρό μουσική φαντασία του «New York New York», τα απλοϊκά μαθήματα βουδιστικής θεωρίας του «Kundun», οι φιλόδοξες αλλά σποραδικά ενδιαφέρουσες «Συμμορίες της Νέας Υόρκης») δεν αποδυναμώνουν ένα έργο που αντλεί επίμονα από την σκοτεινή πλευρά του Αμερικανικού (και όχι μόνο) ψυχισμού για να εκραγεί στην οθόνη μέσα από συναισθηματικά ηλεκτροσόκ και παροξυσμούς βίας. «Με ρωτούν συχνά τι είναι αυτό που με ελκύει στο να γυρίζω ξανά και ξανά στους ίδιους βίαιους κόσμους για να αντλώ τις ιστορίες μου από αυτούς. Η απάντηση είναι πως μου φαίνεται συναρπαστικό το μέγιστο δράμα που συναντά κανείς σε τέτοια περιβάλλοντα, με συνεπαίρνει η ιδέα ενός τρόπου ζωής που βρίσκεται διαρκώς στα άκρα. Μεγάλωσα σε μια περιοχή της πόλης όπου κάτι τέτοιο συναντιόταν καθημερινά γύρω μου και ήταν μοιραίο να με επηρεάσει βαθιά, να αφήσει μέσα μου σημάδια που δεν θα με εγκαταλείψουν ποτέ».

Δυο χρόνια αφότου ολοκλήρωσε τη μεγαλεπήβολη «Σιωπή», έναν μακροχρόνιο πόθο του να μεταφέρει στο σινεμά το ομότιτλο βιβλίο του Σουσάκου Έντο, ο Σκορσέζε επιστρέφει στα γκανγκστερικά λημέρια παλιότερων ταινιών του με το «Irishman», την ταινία που ολοκλήρωσε για το Netflix με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο και Τζο Πέσι. Τι είναι, ωστόσο, αυτό που θα ικανοποιούσε τον μεγαλύτερο εν ζωή δημιουργό της αμερικανικής οθόνης;

«Θέλω οι ταινίες μου να μπορούν να πουν κάτι στους θεατές των μελλοντικών χρόνων», απαντά εκείνος. «Θέλω να σημάνουν κάτι γι΄ αυτούς. Και δεν ξέρω αν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ξέρω, όμως, ότι προσπαθώ απεγνωσμένα να το καταφέρω».

Αισίως 76 ετών, ο Μάρτιν Σκορσέζε μπορεί να είναι σίγουρος ότι τα έχει ήδη καταφέρει.