«Κάποτε στην Αμερική»: Το πλήρες σινεμά - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
8:10
23/5

«Κάποτε στην Αμερική»: Το πλήρες σινεμά

Σαν σήμερα το 1984 έκανε πρεμιέρα το αριστουργηματικό κύκνειο άσμα του Σέρτζιο Λεόνε.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το «Κάποτε στην Αμερική» έχει ιστορίες που συναγωνίζονται το δράμα του. Ήταν να γυριστεί αμέσως μετά το «Κάτω τα Κεφάλια» (1971) σαν κλείσιμο της «αμερικανικής» τριλογία του Λεόνε. Θα είχε πρωταγωνιστές τον Ντεπαρτιέ, τον Τζίμι Κάγκνεϊ και τον Ζαν Γκαμπέν (φαντάσου!...), τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους, τον Πολ Νιούμαν.

Διάφορα προβλήματα δεν επέτρεψαν τότε την παραγωγή του. Τα χρόνια περνούσαν, ο Λεόνε είχε αρνηθεί να σκηνοθετήσει και τον «Νονό», το φυσούσε και δεν κρύωνε που είχε απορρίψει τέτοια παραγωγή. Με τον ερχομό της δεκαετίας του ‘80, ευρωπαϊκά κεφάλαια και αμερικανική βοήθεια είχαν παρουσιαστεί, το σχέδιο έπαιρνε μπρος και πάλι.

Το σενάριο ήταν μια τροχοπέδη από μόνο του. Δεν θα ήταν η μόνη. Η πιο ωραία ιστορία, έτσι πλήρης παλιομοδίτικου ρομαντισμού που είναι, θέλει τον Λεόνε να έχει δώσει λευκή κάρτα σε κοτζάμ Νόρμαν Μέιλερ να το ορθοποδήσει. Ο τελευταίος, τέτοιος που ήταν, πήρε ένα κασόνι ουίσκι, μερικές κούτες πούρα, την γραφομηχανή του και κλείστηκε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου γράφοντας νυχθημερόν επί τρεις εβδομάδες. Το αποτέλεσμα δεν άρεσε στον Λεόνε.

Το καστ, περί το 1982 είχε, μετά από οδυσσεϊκές οντισιόν για τους πάνω από 100 ομιλούντες ρόλους του, σχεδόν ολοκληρωθεί. Ντε Νίρο, Γουντς, Γουίλιαμς, Κόνελι, ΜακΓκάβερν, Γουέλντ, Πέσι, Αϊέλο και μερικές δεκάδες ακόμα. Ο Ντε Νίρο, σε τέτοιο παραλήρημα «Μεθόδου» βρισκόταν, ήθελε ιδιωτική συνάντηση με τον Μάγιερ Λάνσκι (από τα θρυλικά αφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος από τον Μεσοπόλεμο και μετά) για να μπει στο ρόλο. Δεν του έγινε το χατήρι, φυσικά, και ο Λάνσκι πέθανε κιόλας στις αρχές του ‘83.

Ο Λεόνε, γύριζε, γύριζε, γύριζε. Γύριζε σε τόσο μαραθώνιες διάρκειες που ο Μορικόνε – που είχε αναλάβει φυσικά το score – είχε ολοκληρώσει την σύνθεση της μουσικής ενώ ακόμα συνεχίζονταν τα γυρίσματα! Ο Λεόνε έβαζε τη μουσική του φίλου του να ακούγεται κατά την διάρκειά τους (το είχε κάνει και στην τριλογία των δολαρίων και στο «Κάποτε στη Δύση») για να βοηθά την συναισθηματική ερμηνευτική ατμόσφαιρα.

Κάποια στιγμή τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν. Και ο Λεόνε είχε περίπου 10 ώρες υλικού. Το μόνταρε, το μόνταρε, το έφτασε στις έξι ώρες, σκεπτόμενος να το διανείμει σε δύο τρίωρα μέρη. Δεν βρέθηκε παραγωγός να συναινέσει. Ξανά στη μουβιόλα και το έργο έφτασε στη μισή ώρα πάνω από το τετράωρο. Οι Κάννες είχαν λυσσάξει να το πρωτοπαρουσιάσουν. Μέχρι την εκεί παγκόσμια πρεμιέρα ο Λεόνε είχε καταφέρει μια σύντμηση ακόμα, 10 λεπτά λιγότερα από τις τέσσερεις ώρες. Ο θρίαμβος ηχούσε ως έξω στην παραλία, 15 λεπτά τα χειροκροτήματα δεν έλεγαν να σταματήσουν.

Όμως στην Αμερική είχαν άλλη γνώμη. 229 λεπτά διάρκεια είναι αδιανόητη, ας το κόψουμε μοναχοί μας, ας βάλουμε και τα γεγονότα στην χρονολογική σειρά. 139 λεπτάκια και πολύ του είναι. Και το αποτέλεσμα ήταν μια οικτρή απογοήτευση. Περίφημα, οι κριτικοί Τζιν Σίσκελ και Ρότζερ Έμπερτ που είχαν εκείνη την φοβερή εκπομπή στην αμερικανική τηλεόραση (άλλα ήθη), είχαν αναφέρει πως η κόπια των Καννών είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Η κόπια για την Αμερική ήταν η χειρότερη της ίδιας χρονιάς.

Και τελικά; Τι είναι αυτό το «Κάποτε στην Αμερική»; Προς τι ο ντόρος και ο σπαραγμός; Είναι από εκείνα τα έργα που βιώνεις αντί να διαβάζεις, που μένεις μαζί τους στον κόσμο, τον λεπτομερή, τον αληθινό, τον πλήρη, που κατασκεύασαν. Είναι μια ταινία για την Αμερική, μια ταινία για την φιλία και μια ταινία για τον Χρόνο. Ένα αφάνταστα μελαγχολικό, ραψωδιακό, ποταμιαίο έργο που συμπαρασύρει όλα εκείνα που αποτελούν τα στίγματα μιας ζωής, όλα εκείνα που σε συντρίβουν σαν μνήμη αλλά δεν ήταν παρά απλές, ανθρώπινες (κι οι πιο πολλές λανθασμένες) πράξεις που αδυνατείς ως άνθρωπος κι εσύ να προφητεύσεις τον μελλοντικό τους ρόλο.

Τέλος, αν υποτεθεί πως τρεις γραμμές φιλοδοξούν να χωρέσουν τέτοιο αριστούργημα, το «Κάποτε στην Αμερική» είναι πεμπτουσία του κινηματογράφου μας, ένα από εκείνα τα έργα που στην ανάμνησή τους ξυπνούν μυρωδιές, χρώματα, βλέμματα, καθρέφτες, νεαρές μπαλαρίνες του Ντεγκά που συμβολίζουν όσα χάσαμε (φταίμε), μουσικές και κάμποσα βαριά, ασήκωτα συναισθήματα που όμως, βαθιά μέσα μας ξέρουμε, χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ζήσουμε.