O Χορός των Τεράτων: Βίνσεντ Πράις και Κρίστοφερ Λι γεννήθηκαν σαν σήμερα - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:05
27/5

O Χορός των Τεράτων: Βίνσεντ Πράις και Κρίστοφερ Λι γεννήθηκαν σαν σήμερα

Ένας Αμερικανός κι ένας Εγγλέζος, γεννημένοι με 11 χρόνια διαφορά, έμελλε να ήταν σημαδιακοί για το σινεμά του Τρόμου, έχοντας αμφότεροι συμμετάσχει ή πρωταγωνιστήσει σε περισσότερες από 400 ταινίες!

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι δύσκολο να υπερβάλλεις την συνεισφορά των σημερινών «νεογέννητων» αρχόντων του Φανταστικού. Γι' αυτό και είναι άσκοπη η αντιπαράθεση της φιλμογραφίας τους.

Και οι δύο ωστόσο, βίοι παράλληλοι από την δεκαετία του '50 κι έπειτα, έχουν ένα λυπηρό προνόμιο - ο Πράις περισσότερο: Οπωσδήποτε τυποποιήθηκαν μακριά από την εμβέλεια του ταλέντου τους. Αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα, άλλωστε τα fanboys πανηγυρίζουν έκτοτε, θάβει όμως στην σύγχρονη αφάνεια έργα που υπερβαίνουν την παραγγελία όντας διαμάντια είδους ή κι εκλεκτικισμού.

Ο γηραιότερος Πράις (1911), βοηθούμενος από την αμερικανική του καταγωγή, βρέθηκε από νωρίς στην αγκαλιά του στουντιακού συστήματος, περηφανευόμενος συμμετοχές σε έργα εγνωσμένης εμβέλειας («Λάουρα», 1944) αλλά και δυστυχώς λιγότερης από την πρέπουσα φήμης. Tα «Leave Her to Heaven» και «Dragonwyck», είναι δύο έργα που κυμαίνονται από το νουάρ ως την βικτοριανή θριλερική, φαντασματική περιωπή και οι θιασώτες δεν θα χάσουν ψάχνοντάς τα. Ωστόσο ο ηθοποιός έπρεπε να περιμένει την δεκαετία του '50, την κορύφωση της πλαστικότητας του ακαδημαϊκού σινεμά και τα πρώτα βήματα στην καινοτομία.

Το «House of Wax» του 1953, ένα πρωτοπόρο έγχρωμο 3D σε σινεμασκόπ που έβγαλε η Warner περιμένοντας τον θρίαμβο, θα τον είχε πρωταγωνιστή. Εισπρακτικά ο θρίαμβος ήρθε - η κριτική κατά το σύνηθες άργησε να «πιάσει το αστείο» και την πήρε δεκαετίες να διαπιστώσει πόσο αποτελεσματικό και καλοφτιαγμένο ήταν το φιλμ του παραγνωρισμένου μάστορα Αντρέ Ντε Τοτ.

To φιλμ έδωσε μεν χρειαζούμενη ώθηση στον στάσιμο τότε Πράις, έφερε όμως και την αναπόφευκτη τυποποίηση. Ο Πράις έπαιξε στο έξοχο «While the City Sleeps», ήταν στο ensemble των «Δέκα Εντολών» του ΝτεΜιλ, όμως είναι το 1958 με την «Μύγα» που στα 47 του τού έδωσε τον ρόλο που περίμενε. Από εκεί κι έπειτα, όπως και στο «House of Wax», η υπόδυση της παρεξηγημένης ιδιοφυΐας, του ανθρώπου που λοξοδρομεί στην τρέλλα, με ουκ ολίγη από camp υπερβολή, θα γίνει το πρωϊνό του Πράις.

Επιστέγασμα αυτής της διαδρομής δεν είναι άλλη από την συνεργασία με τον Ρότζερ Κόρμαν στις μνημειώδεις μεταφορές διηγημάτων του Έντγκαρ Άλαν Πόε, που όσο περιορισμένη σχέση με το λογοτεχνικό πρότυπο έχουν, άλλο τόσο πεντανόστιμες καλλιτεχνίες b περιβλήματος είναι. «Ο Οίκος των Άσερ», η «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», ο «Τάφος τη Λιγείας» και το «Πηγάδι και το Εκκρεμές» είναι τέσσερεις τουλάχιστον τίτλοι που κορυφώνουν την περσόνα του Πράις και την ευρεσιτεχνία του Κόρμαν.

Η οποία περσόνα τεντώνεται στα όριά της, στην πραγματική ανατριχίλα, στο άγνωστο στο ευρύ κοινό «Witchfinder General», την τελευταία ταινία του 26χρονου Μάικλ Ριβς, ένα φιλμικό μνημείο πάνω στην φρίκη των υπηρετών της ιδεολογίας, πάνω στην ανατριχιαστική «παντογνωσία» αυτών που έχουν την εξουσία να κυνηγούν τους αλλόδοξους - ή τους υποτιθέμενα αλλόδοξους.

Ο Λι από την άλλη, μετά από υπηρεσία ετών στον Αγγλικό Στρατό κατά την διάρκεια του 2ου ΠΠ, έπρεπε να βολοδέρνει επί χρόνια μέχρι να έρθει το ευλογημένο 1957 (σε εφτά έργα συμμετείχε εκείνη τη χρονιά!) και η ιστορική Hammer να του προτείνει τον ρόλο του Πλάσματος στην «Κατάρα του Φρανκενστάιν». Ρόλος βωβός, σε μια σκηνογραφικά ονειρική b παραγωγή (Τέρενς Φίσερ σκηνοθετικού παρόντος…), γνωριμία με τον ισόβιο φίλο έκτοτε, Πίτερ Κάσινγκ, και μια μεγάλη επιτυχία. Την επόμενη χρονιά θα ήταν η χρονιά του «Δράκουλα» και δεν φαντάζομαι θαμώνας του είδους να μην γνωρίζει την συνέχεια.

Ο «Δράκουλας» όμως θα άνοιγε συνολικά τον δρόμο για μια πλειάδα παραγωγών, αγγλικών και ηπειρωτικών στα καθ’ ημάς ευρωπαϊκά. Οι περισσότερες δεν είναι άξιες λόγου, ο Κρίστοφερ Λι πρώτος θα στο παραδεχόταν. Η Hammer όμως ενδιάμεσα θα έδινε μερικές άψογες ωθήσεις που θα τον κρατούσαν στην επικαιρότητα, θρονιάζοντάς τον στην καρέκλα του σύγχρονου Ειδώλου ενός ειδικού σινεμά.

Από αυτά κρατάς τον «Ρασπούτιν», το έξοχο «Devil Rides Out» του Τέρενς Φίσερ, το «I, Monster» που είναι μια πιστή μεταφορά του «Δρ. Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ» και φυσικά, πάνω απ’ όλα, η καλύτερη, κατά τον ίδιο τον Λι, βρετανική ταινία που γυρίστηκε ποτέ, το «Wicker Man» του Ρόμπιν Χάρντι. Το ‘74 ο Λι ήταν ο «κακός» Σκαραμάνγκα (δεν το ξεχνάς αυτό το όνομα) στον «Άνθρωπο με το Χρυσό Πιστόλι», το δεύτερο Μποντ με τον Ρότζερ Μουρ και μια από τις παραγνωρισμένες της σειράς.

Κάποια στιγμή, αναπόφευκτο ήταν, οι δύο τους συναντήθηκαν στο ίδιο φιλμ. Η πρώτη φορά ήταν το «Oblong Box», βασισμένο κι αυτό σε ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Την επόμενη χρονιά, για να εκμεταλλευτεί την επιτυχία (μόνο εισπρακτική) του προαναφερθέντος βγήκε το «Scream and Scream Again». Αμφότερα ήταν κατώτερα του διδύμου τους. Στις αρχές του ‘80, ενώνοντας τέσσερεις θρύλους του Φανταστικού, ήρθε το «House of Long Shadows» (1983). Με Λι, Πράις, Κάσινγκ και Τζον Καραντάιν, είναι αδύνατον να μην το αγαπάς αλλά κι εξίσου αδύνατον να το εκτιμήσεις στην μετριότητα που κολυμπά, ανέμελο για τις αρχές μιας καλής ταινίας.

Η περίπου ημιθεϊκή διαχρονικότητα για τους σαν σήμερα γεννημένους υπερήρωες μιας εποχής, ήρθε αρχικά με τον Τιμ Μπάρτον. Ο Πράις έχει έναν ρόλο στον «Ψαλιδοχέρη» που τον περιβάλλει η σκηνοθεσία με το όνειρο και το παιχνίδισμα ενός homage, ενώ και στις αρχές του ‘80 το voiceover στο θρυλικό βιντεοκλίπ των Μάικλ Τζάκσον και Τζον Λάντις «Thriller» τον αγκάλιαζε με την σκωπτική αχλύ του κινηματογραφικού spooky φαντάσματος.

O Λι από την άλλη είχε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα να τον περιμένει. Η σειρά ρόλων-περασμάτων στις ταινίες του Τιμ Μπέρτον, έκανε τον Λι διαθέσιμο σε παραγωγές που είχαν τον χώρο και την γνώση να θελήσουν τις υπηρεσίες του. Έτσι ο Κόμης Λι ήταν και στον «Πόλεμο των Άστρων» (επεισόδια 2 και 3) αλλά βέβαια πρωτίστως Σάρουμαν στους πρώτους δύο «Άρχοντες των Δαχτυλιδιών» και στην «Επιστροφή του Βασιλιά» της τετράωρης εκδοχής.

Και οι δυο τους, επαγγελματίες αλλά και λάτρεις της δουλειάς τους δεν έπαψαν να εργάζονται μέχρι την τελευταία τους πνοή, που ήρθε για τον Πράις το 1993 και τον Λι το 2015. Όλοι ξέρουμε βέβαια πως, ελέω και φιλμογραφίας (…), είναι πάντα εδώ ανάμεσά μας, το παίξιμο της λεπτής ειρωνείας και του οριακού camp για τον έναν και αυτό της βροντώδους φωνής (ήρωας του heavy metal ο μπάσος Λι) και του σαρκικού «Δράκουλα» για τον άλλον, έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη σε αναρίθμητα έργα που ας μην είμαστε η γενιά που θα καταφέρει να τα αρχειοθετήσει στο μουσείο των ανεπίσκεπτων αναμνήσεων του σινεμά.