Ένας άντρας αδιαπέραστος από την Ιστορία: «Τα Απομεινάρια μιας Μέρας» του Τζέιμς Άιβορι - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
16:13
17/7

Ένας άντρας αδιαπέραστος από την Ιστορία: «Τα Απομεινάρια μιας Μέρας» του Τζέιμς Άιβορι

Η επιτομή των μυθιστορηματικών μεταφορών του τριδύμου Άιβορι-Τζαμπβάλα-Μέρτσαντ, προβάλλεται 18/7 στο πλαίσιο του 8ου Athens Open Air Film Festival.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Απολαμβάνοντας το σχετικό προνόμιο να παρακολουθείς επανειλημμένα το κομψοτέχνημα του Τζέιμς Άιβορι (στα κιτάπια μου την μακράν λαμπερότερη καταχώρηση σε μια σημαντική φιλμογραφία είδους), διαπιστώνεις κάθε φορά διαφορετικές πτυχές της μεταφοράς του ομώνυμου μυθιστορήματος (1989) του Καζούο Ισιγκούρο, ενός από τα ξακουστότερα μυθιστορήματα, αλλόγλωσσων συγγραφέων, της αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας.

Έτσι, στην αρχή, είχα εντυπωσιασθεί από την ιστορία ενός χαρακτήρα αδιαπέραστου από την Ιστορία, που ζει ερμητικά την μικρή του ιστορία, αποτυγχάνοντας, εν μέσω εκκωφαντικών σιωπών, να εκφράσει ευθέως την ρομαντική του ροπή. Σε άλλη προβολή στάθηκα στην αντιπαραβολή της Ιστορίας με το περιστατικό. Μπορείς να δεις, βεβαίως, την πάλη των τάξεων μέσω των σαλαμανδρισμών της εργατικής και της πνευματικής αδράνειας της αριστοκρατίας. Πέραν όμως της θεματικότητας υπάρχει μια θαυμάσια «ανείπωτη» ερωτική ιστορία, ένα θέατρο υπαρξιακών λεπτομερειών, μια μουσική (βοηθούντος του πολύτιμου μουσικού χαλιού του, μόνιμου, Ρίτσαρντ Ρόμπινς) σκηνοθεσία λεπτών συνειρμών (όπως οι ανεστραμμένα χριστιανικές «αρνήσεις» του κου Στίβενς πως γνωρίζει τον Λόρδο Ντάρλινγκτον και η κορυφαία σκηνή άπραγου ερωτισμού στο δωμάτιο του μπάτλερ) και, οπωσδήποτε, μια εκπληκτικής ομορφιάς εικαστικότητα χρωμάτων και αρχιτεκτονισμών.

Ωστόσο, η πιο πρόσφατη «αναμέτρησή» μου με το έργο εκμαίευσε μιαν αίσθηση καινούργια. Εκτιμώντας όσο ποτέ μια σκηνοθεσία τρομερά αιτιοκρατική και εξυπηρετική μιας υποδειγματικής διασκευής, δεν μπόρεσα να αποφύγω την εντύπωση πως τούτη η ταινία, μ’ έναν τρόπο διακριτικό και σαρδόνια υπόγειο, μιλά για το τέλος της παλιάς εποχής. Της εποχής που ξεκίνησε με την λαμπρότητα της Αναγέννησης, που προχώρησε με τον Ορθολογισμό, τον Διαφωτισμό, τις λογιών επαναστάστάσεις και κορυφώθηκε παρακμιακά με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έναν πόλεμο που γεννήθηκε μέσα στην σύγκρουση των αυτοκρατοριών, βεβαίως εν μέσω οικονομικών διαφορών, αλλά που ωστόσο περατώθηκε μεσούντος ενός κλίματος παλαιοντολογικής «ευγένειας». Ο εφιάλτης των χαρακωμάτων του Πρώτου Πολέμου ήταν περισσότερο η εξαθλιωμένη εκδοχή ιδεωδών, παρά η απόρροια μιας καθαρής κτηνωδίας. Αυτή επέκειτο – στην Νέα Εποχή και τον δικό της Μεγάλο Πόλεμο.

Σε αυτήν την προβολή τα «Απομεινάρια Μιας Μέρας» – τώρα ο τίτλος μου ηχεί ακόμη πιο εύστοχος – χαράχθηκαν σαν το τέλος μιας εποχής που η τιμή έχει εκφυλισθεί σε αλάνθαστο συνονθύλευμα τρόπων, που η ευγένεια εκτονώνεται σε θεατρισμούς συμπεριφοράς και η αγάπη ταπεινώνεται σε μετατεθειμένη «εκτιμήση».

Η ώρα της συγγνώμης αυτή τη φορά θα είναι ώρα σκοτεινή, εγκαταλειμμένη, βροχερή και απαξιωμένη. Το μεγαλείο της ιστορίας του Ισιγκούρο, έγκειται στην τονικότητα και την ένταση του παραλληλισμού αλλά και, αντιδραστικά για τους «φίλους» μας τους μαρξιστές, της αναλογίας. Αριστοκράτες και εργαζόμενοι, καταλήγουν οι δύο όψεις μιας έκπτωτης εποχής. Η πνευματική αδράνεια του Λόρδου Ντάρλινγκτον, που αποτυγχάνει να διεισδύσει στην ναζιστική προπολεμική mentalitè και ν’ αντιληφθεί το φιλειρηνικό προσωπείο αλλά και ο χαμαιλεοντισμός του μπάτλερ, που χαμένος στην (ταξική) μετάφραση του αφεντικού του και την υπερτίμησή της Ιστορίας του δεν αντιλαμβάνεται την απώλεια της δικής του ιστορίας, είναι κατά βάθος το ίδιο ακριβώς πράγμα: Δυο άνθρωποι – και δύο τάξεις – που έχουν χάσει τον ιστορικό ρου και γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης των ιθυνόντων της νέας πραγματικότητας.

Η σκηνή του δείπνου των αντιπροσώπων είναι τελικά μια σκηνή-κλειδί: Όταν ο Αμερικανός αντιπρόσωπος ξεκινά από τον εκθειασμό των περιβαλλουσών συνθηκών για να καταλήξει στον χαρακτηρισμό των παρευρισκομένων ως πολιτικά ερασιτεχνών σε μια εποχή realpolitik, μιλά εξ ονόματος των δημιουργών της ιστορίας: Η εποχή έχει αλλάξει, η παλιά αριστοκρατία, γαντζωμένη στην αλλοτινή ισχύ σημερινών γνωριμιών, αισθάνεται κοινωνικά χρήσιμη (και διαπροσωπικά έντιμη) χάνοντας το δάσος του νέου κόσμου. Αυτού που την υπερκερνά περιφρονητικά, ενώ συνάμα την στραγγίζει με επιδέξια διπροσωπία από τις τελευταίες ρανίδες δυνάμεων που της απέμειναν.

Ο Άιβορι ολοφάνερα μελαγχολεί για την αλλαγή φρουράς ανθρώπων. Χωρίς να χαρίσει σπιθαμή στην εγκληματική αφέλεια της ξεπεσμένης τάξης, αναπολεί μια ενδοχώρα σχέσεων, ευγένειας και τιμής. Ταυτόχρονα θλίβεται για την εγκλωβισμένη εργατική τάξη που, ταγμένη στον άσκοπο μιμητισμό της, ενέχεται στην ηθική πτώση των ανθρώπων, έστω κι αν συντάσσεται μαζί της στην αισθητική του «χαμένου χρόνου».

Ο Χόπκινς παραδίδει μία από τις αξέχαστες ερμηνείες αφαίρεσης του νεότερου σινεμά, η Τόμσον εκρήγνυται σε κείνο που γνωρίζει καλύτερα (την βρετανικότητα της άψογης αποτυχίας), ενώ την παράσταση κερδίζει αυτή τη φορά ο Τζέιμς Φοξ που, σε μια παραφθαρμένη επανάληψη του ρόλου του στον πιντερικό «Υπηρέτη» (1963), μεγαλουργεί στον ρόλο του άνευρου αριστοκράτη.