Ρότζερ Μουρ: Ο ανεπανάληπτος «χάρτινος» χιουμορίστας - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:00
14/10

Ρότζερ Μουρ: Ο ανεπανάληπτος «χάρτινος» χιουμορίστας

«Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σας; Η Γκρέις Τζόουνς». Ο Ρότζερ Μουρ, ηθοποιός-αντικαταθλιπτικό, θα είχε σήμερα γενέθλια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του '40, πρώτο τηλεοπτικό το '49, αθόρυβα '50ς (με πέρασμα όμως στο «Last Time I Saw Paris» δίπλα στην Τέιλορ - «ήμουν ιδιαίτερα κακός», έλεγε ο ίδιος), «Ιβανόης» και «Alfred Hitchcock Presents». Κάτι ακούγεται για έναν 007, αλλά υπάρχει συμβόλαιο με το τηλεοπτικό «Μάβερικ». Aμέσως μετά αρχίζει «Ο Άγιος», που κρατάει επτά χρόνια (1962-1969) κι έτσι χάνει και τις συζητήσεις όταν ο Κόνερι έχει σιχαθεί το ρόλο μετά το «Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» (1967). Το '70 κάνει το «Man Who Haunted Himself», που είναι ευπρεπές βρετανικό «Τζέκιλ και Χάιντ» θρίλερ, ενώ το '71 αρχίζουν «Οι Αντίζηλοι» την φοβερά διασκεδαστική χρονιά τους. Και το '73, τον βουτάει ο φίλος Άλμπερτ Μπρόκολι, ο θρυλικός παραγωγός των 007 και... «Live and Let Die», το πρώτο από τα επτά του Μποντ.

Δανδής και κομψός πέραν του κοινώς αντιληπτού, ο Μουρ ποτίζει τον δικό του 007 με στοιχεία της αληθινής δικής του ζωής, τα σηκωμένα φρύδια, τα one liners και την παθολογική καλοπέραση - ο Μουρ είναι το «αντιΚρούζ», δεν επιδιώκει να κάνει ούτε τα απλούστερα stunts - τα πούρα, την Μπόλιντζερ, το Μπελούγκα (χαβιάρι, όχι δελφίνι) και διάφορα τέτοια καπιταλιστικά, που ο Άγγλος φορούσε με από γεννησιμιού άνεση χωρίς ποτέ να βρέθηκε άνθρωπος να τον ψέξει για επιδειξιομανία. 

Μικροί όταν ήμασταν η κόντρα εμαίνετο ανάμεσα στους Κονερικούς και τους Μουρικούς, εγώ ήμουν φανατισμένα με τους πρώτους, που να ήξερα ακόμα πόσο λάθος ήμουν. Ο 007 εκείνων των χρόνων δεν μπορούσε παρά να είναι ο είρων, μεταμοντέρνος χιουμορίστας, η Α.Μ της αποδραστικής ευδαιμονίας, ο Ρότζερ Μουρ, μόνο. Ο ίδιος φυσικά δεν το συζήτησε ποτέ, την πιο καλή κουβεντα είχε για όλους, το φιλαράκι του ο Σων ήταν γι' αυτόν ο καλύτερος, ενώ ήταν υποστηρικτής απ' την αρχή και του Πιρς Μπρόσναν και του Ντάνιελ Κρεγκ.

Ενδιάμεσα, και μετά το '85 που τέλειωσε τα Μποντ του με το «A View to a Kill», έκανε διάφορα έργα-επανεκτελέσεις του εαυτού και του άπταιστου (όχι μόνο φιλμικού) cool που τον διακατείχε. Από όλα του τα δευτερότριτα μάλλον θα προτιμήσω το «Shout at the Devil» του 1976 με τον Λι Μάρβιν παραπλεύρως, τις «Άγριες Χήνες» του '78 με τον Ρίτσαρντ Μπέρτον, το «Sea Wolves» (1981) δίπλα στον Γκρέγκορι Πεκ και τον Ντέιβιντ Νιβεν (τον οποίον πάντα θαύμαζε ανυπερθέτως) και φυσικά την cult αναγκαιότητα, το «Απόδραση από την Αθήνα», μαζί με Τέλυ Σαβάλας, Ντέιβιντ Νίβεν, Κλαούντια Καρντινάλε και φυσικα το soundtrack του Λάλο Σέφριν με το μπουζουκάκι και το άρωμα Αθήνας της εποχής. 

Φαντασιωτική πλευρά του σινεμά της πρώιμης εφηβείας κάποιων εξ ημών, ηθοποιός που κατάφερε να γίνει χάρτινος, λέει πολλά αυτό και για το χιούμορ του απέναντι στη ζωή («δεν πήρα ποτέ υποψηφιότητα για Όσκαρ παρότι μπήκα στον κόπο να προσθέσω δύο ολοκαίνουργιες εκφράσεις στο ρεπερτόριό μου») κι αφού το τερέν του υπήρξε η αυτοσαρκαζόμενη φαντασίωση, ούτε γέρασε, ούτε και θα πεθάνει ποτέ.