Essential Cinema #11: «Η Κόρη του Ράιαν» (1970) του Ντέιβιντ Λιν - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:42
6/7

Essential Cinema #11: «Η Κόρη του Ράιαν» (1970) του Ντέιβιντ Λιν

Τo cinemagazine συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές. Σήμερα ανατρέχουμε στην ταινία που οδήγησε τον μεγάλο Ντέιβιντ Λιν στην σχεδόν 15ετή αυτοεξορία του από την σκηνοθεσία, την κριτικά παραγνωρισμένη «Κόρη του Ράιαν».

Υπήρχε μια εποχή που η κριτική υποδοχή ενός έργου μετρούσε. Ήταν μια εποχή, τουλάχιστον, που η διανόηση των κριτικών δοκίμαζε ν'αντιπαρατεθεί με τη διάνοια και το συναίσθημα που ένα έργο χρειάζεται για να συμβεί. Το καλό με την τότε αντιπαράθεση είναι πως ταινίες και κοινό ήταν σε εντελώς υψηλότερο επίπεδο – σήμερα, η απαξίωση της κριτικής έχει εγκαταλείψει αβοήθητο το καλό σινεμά στις ασφυκτικές ελεύθερες ημερομηνίες της αίθουσας καθώς και στον κανιβαλισμό του διαδικτύου που κατασκευάζει πρόσκαιρη φήμη όπως κατακερματίζει ταινίες-έρμαια του σκρολαρίσματος.

Ωστόσο, το «παλιά ήταν καλύτερα» της σχέσης ταινία-αποτίμηση, δεν ήταν πάντα εύστοχο στη λειτουργία του. Κι η «Κόρη του Ράϊαν» – και ο ίδιος ο σκηνοθέτης της - παραμένει ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της κατάρας του κριτικού και, γιατί όχι, μια από τις αξιομνημόνευτες δικαιολογίες έκπτωσης του επαγγέλματος.

Αλλά η δουλειά του κριτικού είναι ακριβώς αυτή. Είναι η εξατομικευμένη αποτίμηση ενός έργου στην λειτουργία που τελικά μπορεί να έχει για τον κάθε θεατή της

Αντίθετα με ότι πιστεύεται ίσως, η «Κόρη του Ράϊαν» δεν σφαγιάστηκε όσο η ιστορία επιμένει να αναφέρει. Η ταινία ήταν υποψήφια για πολλά βραβεία, πήρε δυο όσκαρ (δεύτερου ανδρικού και φωτογραφίας) και αρκετοί κριτικοί την στήριξαν. Εντούτοις, τα εισιτήρια δεν ήταν αυτά που περίμενε η MGM από τον σκηνοθέτη του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» πέντε χρόνια πριν και η βάναυση, βιτριολική επίθεση κύκλων της τότε κριτικής (ειδικά του National Society of Film Critics) διέλυσαν ψυχολογικά τον εσωστρεφή κι ευαίσθητο Λιν που αποφάσισε να πάψει να σκηνοθετεί. (Η αυτοεξορία του έπαψε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα με το «Πέρασμα στην Ινδία».) Κι αυτό είναι το πιο τρανό παράδειγμα ισχύος της τότε κριτικής – και το μεγαλύτερό της ατόπημα, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω την ευθύνη του ίδιου του σκηνοθέτη σ’ αυτό.

Το έτερο πρόβλημα, σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, είναι πως η προπονημένη στον ριζοσπαστισμό και την εγκεφαλικότητα κριτική (η πάθηση κυκλοφορεί ακόμα, η Ελλάδα είναι από τα βασικά θύματα) απέτυχε παταγωδώς να δει την «Κόρη του Ράϊαν» πέρα απ’ αυτό που προσδοκούσε, πέρα ακόμα και απ’ αυτό που ατυχώς διαφημίστηκε από το στούντιο. Αλλά η δουλειά του κριτικού είναι ακριβώς αυτή. Είναι η εξατομκευμένη, πέρα από πηγαδάκια, αυταρέσκειες και ιδεοαισθητικά πανομοιότυπες κριτικές, αποτίμηση ενός έργου στην λειτουργία που τελικά μπορεί να έχει για τον κάθε θεατή της. Αν στη στειρότητα του ομογενοποιημένου κριτικού «συνδικαλισμού» κοντράρει το μέσο φιλοθεάμον γούστο, θα ηττηθούν αμφότεροι παταγωδώς. Η κριτική ξέρουμε πλέον πως - με την απαξίωσή της. Και το κοινό (που καθόλου κοινό δεν είναι αλλά μπορεί να καταντήσει απρόσωπο) γούστο θα την πατήσει όμως, αφού αποδυναμωμένο δεν θα μπορεί εισιτηριακά να δείξει πολλαπλασιασμένους δρόμους δημιουργίας για τους παραγωγούς. Μόνο με «Black Panther» και sequel δεν πας πουθενά, όλοι θα βλέπουν τηλεόραση στο τέλος.

Η «Κόρη του Ράϊαν», για να επιστρέψω, διαφημίστηκε σαν ένα μποβαρικό love story. Με «όπλο» το κατατεθέν σήμα ενός δημιουργού επικού θεάματος ιστορικού φόντου, που ήταν πια από τα τέλη του ’50 ο Λιν, ο κόσμος ήξερε τι να περιμένει και οι κριτικοί της νέας γενιάς προς τι θα εξαπέλυαν τα βέλη τους. Όμως ο Λιν, από τις προσηνείς μικρές ιστορίες μεγάλου βεληνεκούς (που οι κριτικοί αγαπούσαν και το κοινό δεν γνώριζε) είχε περάσει προ πολλού στο προσηνές έπος, που οι κριτικοί και οι Βρετανοί ομότεχνοι στηλίτευαν – είτε από επαναστατικό φρόνημα «καθαρότητας» της Τέχνης ή από συναδελφικό φθόνο - και το κοινό λάτρευε, λόγω σταθερής ανάγκης του για θεαματικές ρομαντικοποιήσεις σε συσκευασία έπους. Το πρόβλημα για τον Λιν ήταν πως στην «Κόρη του Ράϊαν» αποτύγχανε στο ποπ ρομάντζο και για όλους τους άλλους (ιδίως για τους κριτικούς, σ’ αυτούς η ευθύνη) πως δεν έβλεπαν την ταινία που ευδοκιμούσε ποικιλοτρόπως επί τρεισήμισι ώρες μπρος τους.

Η «Κόρη του Ράϊαν» έχει προφανώς πρόβλημα στο ότι η ερωτική της ιστορία είναι αζύγιστη (και τελικά αναποτελεσματική συγκινησιακά) επειδή το καστ των εραστών είναι ατυχές. Η Σάρα Μάϊλς, σύντροφος του σεναριογράφου Ρόμπερτ Μπολτ, δεν ήταν επιλογή του Λιν και παρότι υποκριτικά επαρκής δεν έχει τη στόφα της Τζούλι Κρίστι, για παράδειγμα, που ο Λιν επιθυμούσε. Η σύγχυση του ιπποτικού της ιδεώδους με τον έρωτα χρειαζόταν μια βαριά ηθοποιό που θα μπορούσε να χειριστεί τη στιγμή και τη διάρκεια της συνειδητοποίησης και των επιπλοκών. Το πράγμα επιδεινώθηκε με τον ρόλο του ερωτικού της αντικειμένου, στην περίφημη πια επιλογή του Κρίστοφερ Τζόουνς σαν αξιωματικού-ιππότη-ήρωα. Ο ρόλος ήταν για τον Μπράντο, με δεύτερη επιλογή τον Ρίτσαρντ Μπέρτον, αμφότεροι αδυνατούσαν, και από μια ολέθρια παρεξήγηση (τα παραλειπόμενα είναι περίπου τόσο ενδιαφέροντα όσο το ίδιο το έργο) η παραγωγή βρέθηκε με τον Τζόουνς, έναν ηθοποιό πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων που χρειάστηκε στο τέλος ακόμα και να ντουμπλαριστεί αφού δεν μπορούσε καν να πει τα λόγια.

Ωστόσο εδώ ξεκινούν οι αρετές που κάνουν την «Κόρη του Ράϊαν» μια σπουδαία ταινία σκηνοθέτη, περισσότερο ίσως κι από τις εγκαθιδρυμένες δουλειές του Λιν. Μετατρέποντας τις αδυναμίες σε προτέρημα, ο σκηνοθέτης, με αρωγό τον μεγάλο φωτογράφο του βέβαια, τον Φρέντι Γιάνγκ, κινηματογράφησε τον Τζόουνς σαν μια άψυχη κούκλα, ένα θρυμματισμένο από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μανεκέν του ηρωϊκού ιδεώδους. Έτσι, σ’ ένα πρόσωπο-αμάλγαμα Τζέϊμς Ντιν και Πίτερ Ο’ Τουλ (που είναι οπωσδήποτε μια περιεκτική βάση…) ο Λιν ρίχνει σκιές, κινηματογραφεί την όμορφη, κουτσή φιγούρα, εμφαίνει στην αφωνία με αινιγματικά κάδρα, παρατηρεί την έλλειψη έκφρασης μετατρέποντάς την σε έκφραση ενός ευνουχισμένου προτύπου. Γιατί ο Λιν υπήρξε ανέκαθεν σκηνοθέτης αντιηρώων, πάντοτε στον -κολοσσιαίο- καμβά του πρότασσε την τρικυμιώδη μοναξιά των χαρακτήρων του. Κι εδώ το χαρακτηριστικό αυτό εξυπηρεί τέλεια τόσο τον εκμαυλισμό και την κατάρρευση του χάρτινου πύργου της ηρωΐδας για τον ιδανικό της εραστή όσο και την ιδεολογία του Λιν πάνω στην μοιραία επίδραση του πολέμου στον ανθρώπινο χαρακτήρα.

Τέλεια, περιέργως συμπληρωματική και παραπληρωματική, αντίστιξη σ’ αυτό, ο χαρακτήρας του κερατωμένου συζύγου που, εκπληκτικά, δόθηκε στον Ρόμπερτ Μίτσαμ. Εμπνευσμένα ο Λιν επένδυσε μια τεράστια παραγωγή σε κόντρα casting (μιας και, αλήθεια να λέγεται, ο κινηματογραφικός Μίτσαμ απλώς θα τους σκότωνε όλους και θα ‘φευγε στο ιρλανδικό ηλιοβασίλεμα) απολαμβάνοντας μια θαυμάσια στωϊκή, ηθική ένταση από τον ανεπανάληπτο εδώ ηθοποιό. Χάρη στην επιλογή αυτή, η παραδοσιακή αισθητική ιδεολογία του Λιν, που βλέπει τους ανθρώπους σαν σημαντικές κουκίδες ενός απέραντου, αδιάφορου σύμπαντος, παίρνει σάρκα και οστά, η ηθική δυναμική του έργου πολλαπλασιάζεται, το κέντρο βάρους της ιστορίας παλινδρομεί επιδέξια πια ανάμεσα στην ερωτική ιστορία και τις επιπλοκές της στον κλειστό, χωριάτικο, ιρλανδέζικο περίγυρο.

Όμως η μεστότητα της δημιουργίας της «Κόρης» περιέχει κι άλλο. Περιέχει έναν τρελλό του χωριού που βγαίνει μπροστά σαν πρώτος του αρχαιοελληνικού χορού (οι κυράτσες και οι άχρηστοι επαναστατικολογούντες άντρες τους) και λειτουργεί και σαν μηχανισμός προώθησης της πλοκής – που, ειδικά στην σκηνή που μαθαίνεται στο χωριό το ανίερο ρομάντζο, είναι αριστουργηματικός.

Τέλος, είναι βέβαια η ίδια η Ιστορία. Τοποθετημένο εν μέσω 1ου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και κατά τη διάρκεια της πασχαλινής εξέγερσης του 1916 των Ιρλανδών κατά των Άγγλων, η εθνική ανάμεσά τους ένταση παρέχει στον Λιν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μεγαλουργήσει καθήμενος στον ιδιοφυή (και ορθό, λέω εγώ) φράχτη του, μεμφόμενος τους αναίσθητους συμπατριώτες του και περιφρονώντας τους χωριάτες Ιρλανδούς. Οι πρώτοι είναι κατακτητές, ευνούχοι, κοινωνικά απροσάρμοστοι κι έρμαια του κατακτητικού τους ενστίκτου (μια εναλλακτική ερμηνεία και του αδιέξοδου ρομάντζου δηλαδή), οι δεύτεροι είναι βολεμένοι, συνεργατικοί κουτσοπόληδες που μπορεί σαν όχλος να αποκτούν ένα μεγαλείο (η σκηνή της θύελλας είναι, χωρίς αμφοβολία μια απ’ τις δέκα ωραιότερες σεκάνς του σινεμά) μόνο και μόνο για να το απεμπολήσουν την επόμενη στιγμή λειτουργώντας βαρβαρότερα από τον κατακτητή τους και απολύοντας κάθε δυνατότητα που η ένωσή τους για κάτι μεγαλύτερο θα παρείχε.

Στο αντικλιμακωτό φινάλε ο Λιν γυρίζει την πλάτη ακόμα και σε αυτό το σινεμά του μεγάλου κοινού, που εμφανώς αγαπά, αφήνοντας μια θεόπικρη υπόμνηση για το φλυαρολογόν «επαναστικά» πόπολο. Οι κεντρικοί χαρακτήρες, νεκροί ή ζωντανοί, θα έχουν πάρει την απόφαση μιας μετάβασης, μιας αλλαγής, ο αξιοθρήνητος «λαός» θα απομείνει με το λασποδρομάκι, τις βάρκες, τα χαμόσπιτα και την πανάξια καταδίκη του στο απαράλλακτο.

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΡΑΪΑΝ (RYAN'S DAUGHTER)
Ην. Βασίλειο, 1970
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιν Σενάριο: Ρόμπερτ Μπολτ Φωτογραφία: Φρέντι Γιανγκ Μουσική: Μορίς Ζαρ Πρωταγωνιστούν: Σάρα Μάιλς, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τρέβορ Χάουαρντ, Τζον Μιλς, Κρίστοφερ Τζόουνς Διάρκεια: 206΄