Scorsese Week: Η φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε (#01 - #05) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:24
21/11

Scorsese Week: Η φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε (#01 - #05)

Το cinemagazine.gr επισκέπτεται ξανά τη φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε και αξιολογεί τις ταινίες του μεγάλου δημιουργού. Ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος με τις πέντε κορυφαίες ταινίες του.

Από τη Φαίδρα Βόκαλη και τον Λουκά Κατσίκα

05. Μετά τα Μεσάνυχτα (After Hours, 1985) 

«Διαφορετικοί κανόνες ισχύουν μόλις νυχτώνει» ενημερώνει σε κάποιο σημείο της ταινίας ένας από τους αμέτρητους χαρακτήρες που συναντά στην ιλιγγιώδη βραδινή οδύσσειά του ο ήρωας. Ακολουθώντας την υπόσχεση ενός ερωτικού ραντεβού με μια αινιγματική ξανθιά, ένας προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών εγκαταλείπει την ασφάλεια του οικείου περιβάλλοντός του και κατηφορίζει σε μεριές της πόλης που του είναι παντελώς άγνωστες, ίσως επειδή πάντοτε φρόντιζε να τις αποφεύγει. Με το που πέφτει η νύχτα, όμως, η μεγαλούπολη μεταμορφώνεται σε έναν φαρμακερά σαγηνευτικό κόσμο που επιφυλάσσει τόσες υποσχέσεις, όσες και κινδύνους και η οποία παγιδεύει τον πανικόβλητο πρωταγωνιστή σε ένα παρανοϊκό κλοιό, αφήνοντας ως μοναδική παρηγοριά τον ερχομό του πρώτου πρωινού φωτός.

Μόνο που η δημιουργία του Σκορσέζε δεν είναι ταινία τρόμου αλλά μια καφκικών διαστάσεων κωμωδία του παραλόγου όπου μερικοί από τους πιο αρχέγονους ανθρώπινους φόβους και κάμποσα υπαρξιακά άγχη χωρούν μέσα σε ένα σαρδόνιο παιχνίδι με την αγωνία και τις προσδοκίες του θεατή. Ο Σκορσέζε το ενορχηστρώνει με παιχνιδιάρικο και μαεστρικό τρόπο, σαν να σκηνοθετεί έναν ενήλικο και αρκούντως διεστραμμένο «Μάγο του Οζ» που τρέχει με φρενήρη ταχύτητα από τη μια αξέχαστη σκηνή στην άλλη, αναζητώντας εναγωνίως τον δρόμο για το σπίτι και συναντώντας στην πορεία ένα μικρό αριστούργημα. Λ.Κ.

04. Κακόφημοι δρόμοι (Mean Streets, 1973)

«Δεν ξεπληρώνεις τις αμαρτίες σου στην εκκλησία. Το κάνεις στο δρόμο, το κάνεις στο σπίτι. Όλα τα άλλα είναι μαλακίες και το ξέρεις». Το θρυλικό voice-over στο εναρκτήριο πλάνο των «Κακόφημων Δρόμων» είναι ένας μόνο από τους λόγους για τους οποίους η ταινία μπήκε στο πάνθεον της ιστορίας άμα τη εμφανίσει της, σπάζοντας το φράγμα του κινηματογραφικού μοντερνισμού. Ειπωμένα πάνω σε μία μαύρη οθόνη, λίγο πριν γνωρίσουμε τον ήρωα της ταινίας, τον κατατρεγμένο από καθολική ενοχή Τσάρλι του Χάρβεϊ Καϊτέλ, τα λόγια που ξεστομίζει ο ίδιος ο Σκορσέζε για την αλήθεια των ηρώων του αποτελούν τη ραχοκοκαλιά ενός φιλμ που έμελλε να σημάνει το ξεκίνησμα παραπάνω από μιας λαμπρής καριέρας.

Στην πρώτη του συνεργασία με τον Σκορσέζε, ο Ντε Νίρο εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τις διδαχές της Μεθόδου και αποκαλύπτει την απρόβλεπτη υποκριτική δυναμική του, ενσαρκώνοντας τον επιπόλαιο μικροκακοποιό Τζόνι, του οποίου τα παραστρατήματα θα πληρώσει ο πιστός ξάδερφος Τσάρλι. Ακολουθώντας τις συμβουλές του Κασαβέτη μετά το [ατόπημα» του «Boxcar Bertha», ο Σκορσέζε αντλεί την ιστορία από τη δική του ενηλικίωση στους δρόμους της Little Italy και, λόγω του χαμηλού μπάτζετ, πειραματίζεται με την ελαφριά αίσθηση της κάμερας στο χέρι και τα υπέροχα σλόου μόσιον, για να δημιουργήσει ολόκληρη σχολή. Τι κι αν οι «Κακόφημοι Δρόμοι» της ταινίας δεν βρίσκονται καν στη Νέα Υόρκη (μεγάλο μέρος του φιλμ γυρίστηκε στο Λος Άντζελες); Ο Σκορσέζε ήξερε ήδη από τότε πως να παγιδεύσει τη βία, το χιούμορ και την αλήθεια ενός τόπου σε ένα έργο τέχνης γεμάτο ηλεκτρισμό. Φ.Β.

03. Ο Ταξιτζής (Taxi Driver, 1976)

Μία αρχετυπική εμπειρία κατάδυσης στο μανιασμένο σύμπαν ενός αντιήρωα και magnum opus ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Αυτή η ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς ενός «ξεχασμένου άνδρα που θέλει παράφορα να αποδείξει ότι είναι ζωντανός», όπως ισχυρίζεται το tagline της εποχής, αντηχεί με δύναμη μέχρι σήμερα, γιατί εντρυφεί στη μοναξιά ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης, «ειδικά σε μία πόλη που είνα εκ φύσεως αδιάφορη για τους εκατομμύρια κατοίκους της» (ναι, μία ταινία τα έχει πει πολύ πριν το «Joker»).

Η Νέα Υόρκη του πρώην βετεράνου του Βιετνάμ που συνειδητοποιεί σταδιακά την ασημαντότητά του μέσα στη φανταχτερή μητρόπολη και παρανοεί, είναι στραγγισμένη από τα χρώματα της ζωής - όπως το αίμα στην εμβληματική σκηνή με τον αιμόφυρτο Τράβις, λίγο πριν το νόμισα στον αέρα δείξει πως είναι ήρωας και όχι δολοφόνος. Ο Μπόμπι Ντε Νίρο στον ομώνυμο ρόλο δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του έπειτα από μήνες δουλειάς σαν οδηγός ταξί, ενώ ο Σκορσέζε σκοράρει την παγκόσμια αναγνώριση και τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες. Το ότι θα χάσει την Καλύτερη Ταινία από την υποκριτική πλευρά του Χόλιγουντ που προωθεί ακόμη το σάπιο αμερικανικό όνειρο το οποίο πυροβολεί ο «Ταξιτζής» - τον all american «Ρόκι» - είναι ειρωνικά ταιριαστό. Φ.Β.

02. Τα Καλά Παιδιά  (Goodfellas, 1990)

Βασισμένο στην αληθινή ζωή του γκάνγκστερ Χένρι Χιλ, αυτή η καθηλωτική διήγηση σαράντα χρόνων αμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος μοιάζει με φιλμική ένεση αδρεναλίνης, χάρη στην δεξιοτεχνία του Σκορσέζε και τις ταχυδακτυλουργίες της Θέλμα Σκουνμέικερ, μόνιμης συνεργάτιδάς του στο μοντάζ. Πολύ μακριά από τις οπερατικές εποποιίες που έχτισε ο Κόπολα στους «Νονούς» του ή από τα ηθικοπλαστικά αστυνομικά δράματα που σκαρφιζόταν το παλιό Χόλιγουντ, ο Σκορσέζε εκμηδενίζει τις ασφαλείς αποστάσεις ανάμεσα στον ίδιο και στο αντικείμενό του και εισχωρεί τόσο βαθιά την κάμερά του στον γεμάτο τελετουργίες και κώδικες υπόκοσμο που εκπροσωπούν οι ήρωές του, ώστε σύντομα κάθε γνώριμη αντίληψη περί ηθικής παύει να υφίσταται και μοναδική πυξίδα του θεατή είναι ένα αίσθημα δέους απέναντι στα όσα αναμένεται να παρακολουθήσει.

Εμπειρία σφοδρή και ηλεκτρισμένη, σκηνοθετημένη με ένα σεισμικό πάθος που πλημμυρίζει κάθε πλάνο, με μια αλάνθαστη αφηγηματική βιρτουοζιτέ που κατορθώνει και κρατά το κοινό καρφωμένο στην θέση του επί δυόμισι ηδονικές ώρες και με μια σαρωτική ορμή που στέλνει ήρωες και θεατές σε μια rollercoaster βόλτα στην Κόλαση και ξανά πίσω, τα «Καλά Παιδιά» είναι πρωτίστως ένα στιβαρό μάθημα σινεμά που θα έπρεπε να διδάσκεται σε κινηματογραφικές σχολές. Δευτερευόντως μια από τις μεγάλες δημιουργίες του αμερικανικού κινηματογράφου. Λ.Κ. 

01. Οργισμένο Είδωλο (Raging Bull, 1980)

Βλέποντας τον Σκορσέζε να συνέρχεται σταδιακά από μια βαριά περιπέτεια υγείας και μια περίοδο βαθιάς συναισθηματικής και επαγγελματικής κρίσης, ο Ντε Νίρο πίστευε ότι ο μόνος τρόπος για να τον βοηθήσει να ξαναβρεί τον χαμένο του ενθουσιασμό ήταν με το να τον εμπλέξει σε ένα κινηματογραφικό σχέδιο που θα τον απορροφούσε ολοκληρωτικά. Μια ταινία με πρωταγωνιστή έναν μποξέρ και με υπόβαθρο τον κόσμο της επαγγελματικής πυγμαχίας δεν ήταν, ωστόσο, ένας κόσμος τον οποίο ο Σκορσέζε ενδιαφερόταν να εξερευνήσει με την κάμερά του. Η υπερβολική επιμονή του Ντε Νίρο, όμως, τον έπεισε να προσπαθήσει και να βρει έναν στοιχειώδη βαθμό σύνδεσης με την ιστορία του Τζέικ Λα Μότα και της μετεωρικής πορείας του από τα ψηλά στα χαμηλά και από την αμαρτία στη λύτρωση.

Για τα επόμενα δύο χρόνια, όσο χρειάστηκε δηλαδή μέχρι το «Οργισμένο Είδωλο» να φτάσει στις αίθουσες, ο Μάρτιν Σκορσέζε όχι μόνο επανεφηύρε το αλλοτινό του πάθος αλλά το αποτύπωσε συγκλονιστικά στην οθόνη, γυρίζοντας το φιλμ με θρησκευτική προσήλωση. Μαζί του, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο έδωσε νέα σημασία στην έννοια της αφοσίωσης ενός ηθοποιού σε έναν ρόλο όταν όχι μόνο υπέβαλλε τον εαυτό του σε εξαντλητική σωματική προετοιμασία αλλά και χρειάστηκε να πάρει τριάντα κιλά, προκειμένου να υποδυθεί τον ήρωά του στην ύστερη και πλέον παρακμιακή περίοδο της ζωής του. 

Ολόκληρο το φιλμ, ωστόσο, αποτελεί ένα πραγματικό επίτευγμα: από την ασπρόμαυρη εξπρεσιονιστική φωτογραφία που προικίζει πολλές σκηνές με μια ονειρική, σχεδόν μυθική αίσθηση, την αποστομωτική δουλειά στον τομέα του ήχου, το πολλών ταχυτήτων και ετερόκλητων διαθέσεων μοντάζ, το θαυμάσιο σενάριο που προσδίδει αρχετυπικές και βιβλικές διαστάσεις σε μια φαινομενικά απλή, αληθινή ιστορία ή τις ρεαλιστικές ερμηνείες των (παντελώς άγνωστων τότε) Τζο Πέσι και Κάθι Μοριάρτι, το «Οργισμένο Είδωλο» αποτελεί ένα γνήσιο έργο τέχνης όσο και τον τελευταίο φωτεινό φάρο μιας θαρραλέας καλλιτεχνικά εποχής για το αμερικανικό σινεμά, η οποία φαίνεται να έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.

Μέσα από τις συμπλοκές του θηριώδους Λα Μότα εκτός και εντός του πυγμαχικού ρινγκ, ο Σκορσέζε αποτυπώνει το μοναχικό γολγοθά ενός δυναστικού και αυτοκαταστροφικού αρσενικού που πληγώνει ανεπανόρθωτα όσους αγαπά, και περισσότερο από όλους τον εαυτό του. Καθώς ο περίγυρος και ο κόσμος ολόκληρος γίνονται γι’ αυτόν μια υπαρξιακή αρένα πάνω στην οποία καλείται να αντιμετωπίσει και να εξορκίσει τους αμέτρητους προσωπικούς του δαίμονες, το φιλμ μεταμορφώνεται σε μια σφοδρή, συναισθηματικά εξοντωτική όσο και καθαρτήρια εμπειρία, η οποία μεταφέρει τον ήρωα και το κοινό της από τους υπονόμους του αρσενικού ψυχισμού στην ανύψωση και στη λύτρωση. Λ.Κ.

Διαβάστε περισσότερα για τον Μάρτιν Σκορσέζε
Αφιέρωμα: Scorsese Week: Η φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε (#06 - #15)
Αφιέρωμα: Scorsese Week: Η φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε (#16 - #25)

Αφιέρωμα: Μουσική, ανθρώπινες ιστορίες και 7η Τέχνη στα ντοκιμαντέρ του Μάρτι
Συνέντευξη: «Το σινεμά ήταν η μοναδική διέξοδος»: Ο Μάρτιν Σκορσέζε εξομολογείται αποκλειστικά στο cinemagazine