Το slasher και (μερικές) σημασίες του κινηματογραφικού τρόμου - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:49
26/10

Το slasher και (μερικές) σημασίες του κινηματογραφικού τρόμου

Το «Halloween» γνωρίζει μια απρόσμενη σε μέγεθος εισπρακτική αλλά και κριτική επιτυχία ανά τον κόσμο, επαναφέροντας στην επικαιρότητα ένα είδος τρόμου, το slasher film, που παρότι ο εν γένει κινηματογραφικός τρόμος ποτέ δεν έπαψε να ανθεί, το ίδιο έμοιαζε χαμένο στις καταβολές και τα ανέμπνευστα ριμέικ. Τι είναι όμως το slasher;

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο υπο-είδος της κινηματογραφίας του τρόμου που γνώρισε τερατώδη (...) ακμή από το 1978 ως το 1981, παρήκμασε για λίγα χρόνια μετά και σχεδόν εξαφανίστηκε μέχρι την αναγέννησή του από τον Γουές Κρέιβεν με το «Scream» του 1996. Η θεματολογία είναι ιδιαίτερα απλή, περιλαμβάνοντας σταθερά μια ομάδα ανθρώπων που γίνεται το επίκεντρο ενός μανιακού με αδυναμία στα λογιών οικιακά αντικείμενα (κυρίως μαχαίρια), που αναλόγως χρησιμοποιούμενα τερματίζουν (θεαματικά) τις ζωές των θυμάτων του. Το εύλογο ερώτημα ενός «κανονικού» θεατή είναι «και που έγκειται το ενδιαφέρον, λοιπόν;»

Πολλαπλό. Κατ' αρχάς το κοινό έχει δείξει μια διαχρονική αδυναμία στο είδος. Από τις αρχές του ομιλούντος η κληρονομιά της αστυνομικής λογοτεχνίας μεταφερόμενη στην οθόνη στηρίχθηκε στον serial killer τόσο σαν κοινωνιολογικό όσο και σαν αισθητικό φαινόμενο. Από το «Leopard Man» του Τουρνέρ στην μεγάλη σειρά του Λιούτον στην δεκαετία του '40, μέχρι μέσα από διάφορα περάσματα στον βασιλιά των slasher, το «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1960, τα πράγματα – και ελέω λογοκρισίας – ήταν ήπια. Με την επαναστατική κατασκευή του Χίτσκοκ, η βιομηχανία βρέθηκε πρόθυμη αλλά και απροετοίμαστη στην ραγδαία ανάγκη ενός κόσμου για αυτού του είδους το θέαμα.

Η Αμερική μόνο κατά περίσταση άντεξε αρχικά να συνεχίσει την λογική του «Ψυχώ», αφήνοντας την Ευρώπη να πάρει την πρωτοκαθεδρία και ειδικά το ιταλικό giallo που δεν ήταν παρά μια παραλλαγή του slasher, χρωματισμένη και καλλωπισμένη ανάλογα με την στυλάτη, μεσογειακή χώρα. Έπρεπε να έρθει το 1978 για να μπει η αμερικανική παραγωγή στο χορό. Το όνομα του καβαλιέρου ήταν φυσικά Τζον Κάρπεντερ όχι όπως θα περίμενες με τη «Νύχτα με τις Μάσκες», αλλά με «Τα Μάτια της Λώρα Μαρς», ένα αστυνομικό slasher που συνέγραψε ο Κάρπεντερ, με την Φέι Ντάναγουεϊ και τον Τόμι Λι Τζόουνς, που βγήκε δύο μήνες πριν τη Νύχτα. Τον Οκτώβριο ήρθε όμως η περιώνυμη και το αποτέλεσμα ήταν ένας slasher ορυμαγδός για την επόμενη τριετία, με αναρίθμητες αμερικανικές παραγωγές, κυρίως b και drive in κυκλώματος, με ελάχιστους προϋπολογισμούς και αναλογικά μεγάλη επιτυχία.

Στον κόσμο το slasher άρεσε για την απλότητά του, για τον εύκολο εντυπωσιασμό, τον περίπου έξαλλο μισογυνισμό – που μέρος της κριτικής αργότερα θα διάβαζε και ακριβώς αντίθετα – για την προβλέψιμη φόρμα που δεν ζητούσε από τον θεατή κάτι παραπάνω από την σχεδόν σωματική συμμετοχή στα τεκταινόμενα. Το slasher ήταν τόσο απλό και τόσο «φυσικό», που κατέληγε διαδραστικό.

Η κριτική ωστόσο, η σοβαρή, απροκατάληπτη κριτική που ξεφεύγει από την απλουστευτική θεώρηση τσιτάτων επαϊόντων, βρήκε όμως πολλά παραπάνω στο είδος. Αποφεύγοντας την μακρηγορία, μένω σε δύο βασικές αρχές: Το βλέμμα και την διείσδυση. Το δεύτερο, εμφανώς ψυχαναλυτικής, φυσικά υποσυνείδητης, ισχύος δημιουργούσε ένα είδος ταύτισης με τον (σχεδόν πάντα αρσενικό) δολοφόνο και την καταπιεσμένη σεξουαλική επιθυμία. Το μαχαίρι ήταν το σύμβολο του ανδρικού μορίου, γινόταν ο αλληγορικός τρόπος ψυχολογικής εξουδετέρωσης, μέσω μιας απλής δραματουργίας, των ανικανοποίητων σεξουαλικών ενστίκτων.

Εκεί όμως που ο Κάρπεντερ με τη «Νύχτα με τις Μάσκες» μεγαλούργησε ήταν στην υπόθεση του βλέμματος - αν και οι απαρχές είναι οπωσδήποτε στον Χίτσκοκ, τι άλλο είναι η τελική σκηνή που ο Πέρκινς κοιτάζει εμάς;. Χρησιμοποιώντας, όχι για πρώτη αλλά για επιτυχέστερη φορά, το περίφημο «πλάνο του δολοφόνου», επισημοποίησε στην ουσία αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η συνενοχή του θεατή έπαιρνε πια εντυπωσιακά την τον προβολέα του ενδιαφέροντος, ο Κάρπεντερ σου έλεγε πως βλέποντας ότι βλέπει ο δολοφόνος, γίνεσαι ο δολοφόνος. Ίσως για πρώτη τόσο ηχηρή φορά – και χωρίς ίχνος διδακτισμού – μέσα από την επιφανειακή διασκεδαστικότητα μιας απλής (...) ταινίας τρόμου, ένας δημιουργός άρθρωνε την έννοια αυτής της συνενοχής, της ευθύνης του θεατή για τον καθορισμό αυτού που παρακολουθεί. Το ότι τα πλήθη συνωστίζονταν (δίνοντας πράσινο φως σε όλο και περισσότερες παραγωγές) ήταν απλά το εμφανές σημείο επίδρασης.

Οι προεκτάσεις είναι αχανείς (η μάσκα-προσωπείο, η έννοια του Άλλου και του σκοτεινού Εγώ, οι αναγνώσεις φύλου και φυλής, οι πολιτικές αναγνώσεις και ούτω καθεξής), το πλήθος των slasher που ακολούθησαν σπάνια διεύρυναν αισθητικά την πρόταση του Κάρπεντερ, ο τρόμος έγινε για το Χόλιγουντ, αναμενόμενα βέβαια, ένα βιομηχανικό είδος φθηνού συναρπασμού, δίχως συναίσθηση (πλην της αισθησιομανίας του τρόμου) των προοπτικών που άνοιγε στην σχέση θεατή-ταινίας αυτό το μικρό, ταπεινό είδος.

Η νέα «Νύχτα με τις Μάσκες» (η κριτική του cinemagazine εδώ), αναγκαία σε μια εποχή που χρειάζεται τα φιλμικά της δολλάρια και δεν διστάζει να μυθοποιήσει οτιδήποτε, καλοστημένη και με δυο-τρεις ενδιαφέρουσες πινελιές δείχνει να θυμάται πολύ καλά αυτό που οι ευκολόπιστοι θεατές της αγνοούν: Το ότι δεν είναι παρά ένα σεβάσμιο ριμέικ με σκοπό την αναπαράσταση ενός πρωτοτύπου. Η ταινία του Κάρπεντερ (και το «Ψυχώ» πρώτα απ' όλα), είναι ταινίες ριζοσπαστικές, καινοτόμες αισθητικά, που πρωτοπόρησαν μπολιάζοντας το απλό τους θέμα με αισθητικές υπογραμμίσεις (στο μοντάζ, το χρώμα ή το ασπρόμαυρο, το είδος των πλάνων, το σινεμασκόπ ή την τηλεοπτική αισθητική και πάμπολλα ακόμη) που τις έκαναν ανεπιτήδευτα δοκίμια πάνω στην ηθική σχέση συμμετοχής/ενοχής μας με το κινηματογραφούμενο θέαμα.