«Animal»: Η Σοφία Εξάρχου και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου αναζητούν τη χαμένη ψυχή του ελληνικού καλοκαιριού - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:14
9/2

«Animal»: Η Σοφία Εξάρχου και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου αναζητούν τη χαμένη ψυχή του ελληνικού καλοκαιριού

Στην πρώτη τους κοινή συνέντευξη, η δημιουργός και η πρωταγωνίστρια του πολυβραβευμένου «Animal» μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ για την αθέατη πλευρά της θερινής ραστώνης.

Συνέντευξη στον Πάνο Γκένα

Κάτω από τον ανελέητο ήλιο και την ανακούφιση της δροσερής θάλασσας, τα διαχρονικά «πακέτα διακοπών» του ελληνικού καλοκαιριού υπόσχονται χαλαρότητα, ξενύχτια, ανεμελιά και απόδραση. Τι γίνεται όμως στις σκιές, όταν οι άνθρωποι που αμπαλάρουν το πακέτο διαπιστώνουν πως χορεύουν την παρακμή ενός αναξιόπιστου ονείρου κι αναζητούν τη χαμένη τους ψυχή;

Στο πολυβραβευμένο φεστιβαλικά «Animal» (Χρυσός Αλέξανδρος στη Θεσσαλονίκη, βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Λοκάρνο, μεταξύ άλλων) η Σοφία Εξάρχου κινηματογραφεί μία ομάδα ανιματέρ ενός καλοκαιρινού θερέτρου και αντιπαραβάλει στον ευφορικό παραθερισμό τη σκληρή ρουτίνα των εργαζομένων. Με την σπαρακτικά γενναιόδωρη κι αποκαλυπτική ερμηνεία της Δήμητρας Βλαγκοπούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία συστήνει τα εγκλωβισμένα animals του «live your myth in Greece» και σας προσκαλεί σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι «καίγονται» χωρίς δείκτη προστασίας.

Μία ηλιόλουστη, μα κρύα, μέρα του Φεβρουαρίου είχα τη μεγάλη χαρά να συναντήσω την Σοφία Εξάρχου και την Δήμητρα Βλαγκοπούλου για μία κοινή συνέντευξη και να μιλήσουμε για την απομυθοποίηση των νεοελληνικών στεγανών, την τρυφερότητα των ομάδων και την ειλικρίνεια της ντίσκο. Γιατί όσο κι αν εμψυχώνουμε το ψέμα, η καρδιά θα τραγουδά «Yes sir, I can boogie».

Μετά τον «μύθο» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καταπιάνεσαι με τον «μύθο» του ελληνικού τουριστικού καλοκαιριού. Πόσο συνειδητά επέλεξες να απομυθοποιήσεις έναν ακόμη σύγχρονο, νεοελληνικό μύθο στη δεύτερη ταινία σου;

Σοφία: Δεν νομίζω πως ήταν από την αρχή τόσο συνειδητό, αλλά με ιντρίγκαρε πολύ η ιδέα της φιέστας. Είμαστε, άλλωστε, ένας λαός που μας αρέσουν οι γιορτές. Θεωρώ πως στο «Animal» υπάρχει μία σύνδεση με το «Park», σε σχέση με το πως πουλάμε την αρχαιότητα. Αυτό που με ιντρίγκαρε περισσότερο ήταν πως για όλους μας οι διακοπές είναι στιγμές χαράς, ξεγνοιασιάς, ευτυχίας, οπότε με ενδιέφερε η ιδέα να φέρω σε σύγκρουση τον θεατή με αυτό. 

Να τον φέρεις αντιμέτωπο με τις δικές του θερινές αναμνήσεις;

Σ: Ναι, να τραβήξω την κουρτίνα και να του δείξω το παρασκήνιο αυτού του πράγματος που έχει διαφορετικά στο μυαλό του. Και νομίζω πως το διαπιστώνω πλέον στις προβολές. Είναι σαν να παίρνεις την κάμερα και να την πηγαίνεις από την θέση του θεατή στο backstage, σε ένα περιβάλλον που δεν το έχει σκεφτεί έτσι. Είναι διαφορετικό να κάνεις μια ταινία για την εργασία και να ξεκινήσεις π.χ. από ένα εργοστάσιο ή από κάπου όπου είναι αυτονόητο πως οι συνθήκες εργασίας είναι δύσκολες. Βέβαια στην Ελλάδα ή στις μεσογειακές χώρες, όπου η τουριστική βιομηχανία είναι έντονη και όλοι έχουν μία οικογενειακή αναφορά, η ταινία λειτουργεί πολύ γρήγορα. Στα πρώτα λεπτά της εισαγωγής οι θεατές καταλαβαίνουν το περιβάλλον και προς τα που θα πάει. Συνδέονται πιο γρήγορα συναισθηματικά. Νομίζω πως το ξάφνιασμα και η ανατροπή προκύπτει κυρίως στις χώρες όπου αυτή η βιομηχανία δεν υπάρχει ή όταν το έχουν βιώσει μονομερώς από την άλλη πλευρά. Κατά την διάρκεια της ταινίας μπορούν να περάσουν από διάφορες σκέψεις, του θύτη ή και του θύματος. Κι αυτό είναι ενδιαφέρον, ανοίγει ερωτήματα.

Ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στην λατινική λέξη «ψυχή» (anima), αλλά μήπως σχετίζεται και με την ζωώδη ενέργεια των πρωταγωνιστών σου, τους οποίους έχει απομυζήσει το σύστημα;

Σ: Σε πρώτο επίπεδο η λέξη Animal είναι μία αναφορά στο ίδιο το περιβάλλον και τις συνθήκες, αλλα εν τέλει είναι αυτό που λες. Όσο προχωρά η ταινία βλέπεις πως και οι ίδιοι έχουν επηρεαστεί από την ύπαρξή τους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο σε πάρα πολλά επίπεδα. Σαν το παιχνίδισμα του τίτλου να αφορά τη δική τους σύγκρουση, ανάμεσα στην αναζήτηση της ψυχή τους και στο animals, στο βίωμά τους. Ειδικά για την Κάλλια.

Μια αναζήτηση που καλείται να ενσαρκώσει η Δήμητρα. Θα υπηρχε το «Animal» χωρίς την Δήμητρα στον πρωταγωνιστικό ρόλο;

Δήμητρα: Όλο το σύμπαν της ταινίας είναι αυτά τα ζώα, όχι μόνο η Κάλλια. Η ταινία πλησιάζει λίγο περισσότερο την ψυχή της, αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν ζώα εγκλωβισμένα σε μία κατάσταση.

Σ: Πιστευω πως η ταινία δεν θα υπήρχε χωρίς την Κάλλια. Εννοείται πως ισχύει αυτό που λέει η Δήμητρα, πως η ομάδα φωτίζει το θέμα μέσα από διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά η πορεία της ταινίας όσο κι αν πλησιάζει τους άλλους, σε κάποια φάση σβήνει τα φώτα και επικεντρώνεται στην Κάλλια. Το ταξίδι αυτής της γυναίκας αφηγείται η ταινία, οπότε δεν ξέρω αν θα μπορούσε να υπάρχει «Animal» χωρίς την Κάλλια. Ορίζεται από αυτόν τον χαρακτήρα.

Οπότε η προσωπική επαφή που είχατε ήδη από το «Park» έχτισε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα στο μυαλό σου και μετά πέρασε στη Δήμητρα μέσα από πρόβες και έρευνα;

Σ: Η Κάλλια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια της Άννας από το «Park», κι αυτό είναι κάτι που το έχω αναφέρει στην Δήμητρα. Αυτή η ιδέα με ενεργοποιούσε στο κομμάτι της συγγραφής γιατί ένιωθα πως δεν είχα βυθιστεί πολύ σ’ αυτόν τον χαρακτήρα. Ήταν σαν να μην είχε τελειώσει η ιστορία μας. Σκεφτόμουν πως θα ήταν δέκα χρόνια μετά. Περισσότερο σαν ένα παιχνίδι του μυαλού. Στην αρχή ήμασταν τρομαγμένες με την Κάλλια, γιατί ήταν πολύ πλούσιος χαρακτήρας.

Δ: Υπήρχαν συνδέσεις με την Άννα. Ήταν μια βαση που προϋπήρχε, μια αναφορά. Στο «Animal» όμως έπρεπε να πάμε πιο μακριά για να προσεγγίσουμε την Κάλλια.

Σ: Ίσως το κοινό χαρακτηριστικό είναι το σώμα. Πρόκειται για μία γυναίκα που έχει δυνατό σώμα με ικανότητες, όπως καταλαβαίνουμε και στο «Park». Κι ένα παρελθόν που την έχει ορίσει με αρνητικό τρόπο.

Δ: Σαν το περιβάλλον που τις γέννησε να έχει κοινό τόπο εκκίνησης.

Σ: Πιστεύω πως η Κάλλια είναι ο πιο σύνθετος χαρακτήρας που έχω γράψει. Έστελνα συνεχώς βίντεο, αναφορές, υλικό από ξενοδοχεία και YouTube στην Δήμητρα.

Δ: Επίσης έγιναν πολλές συζητήσεις, αναλύσεις του σεναρίου σε πολλά στάδια των προβών. Όσο προχωρούσαν οι πρόβες, οι δοκιμές, οι αυτοσχεδιασμοί μας, επιστρέφαμε ξανά στον χαρακτήρα.

Σ: Κι αυτό όριζε κι άλλα πράγματα, τα εμπλούτιζε. Κάναμε δύο μήνες ατομικές πρόβες με τα βασικά της ντουέτα, την Εύα, τον Σίμο κτλ, και έπειτα ομαδικές. Μετά δουλέψαμε άλλους δύο μήνες τις χορογραφίες με τον Χρήστο Παπαδόπουλο για να αρχίσουν οι ηθοποιοί να καταλαβαίνουν τις διαφορές που έχει το επάγγελμα του ηθοποιού ή του χορευτή με τους ανιματέρ. Κι εκεί έμπαιναν όλα τα στερεότυπα, τα ξεφτιλίκια, η διαχείριση του σώματος και η σεξουαλικότητα.

Δ: Η έννοια του ανιματέρ εμπλουτίστηκε πολύ μέσα μας. Αυτό μας βοηθούσε πολυ στο επόμενο στάδιο των προβών.

Δήμητρα πώς προσπάθησες να διαφοροποιηθείς ως ηθοποιός ερμηνεύοντας μια ανιματρίς; Πώς προσέγγισες την Κάλλια;

Δ: Να σου πω κάτι, ήμουν αρκετά χαώδης. Αλήθεια! Έτσι προέκυψαν τα πράγματα, κάπως χαοτικά μέσα μου. Σαν να άνοιγαν συνεχώς περιοχές που μου πήρε αρκετό χρόνο να τακτοποιήσω. Με βοηθούσε συνεχώς η Σοφία, αλλά είχα απλωμένα πάρα πολλά υλικά που επεξεργαζόμουν. Τα αντιλαμβανόμουν, αλλά έπρεπε να μπουν το ένα δίπλα στο άλλο με λεπτές διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις. Εδώ με βοήθησε ο χρόνος. Δεν μπορούσα να εκβιάσω τον ρυθμό για να ωριμάσουν τα παραπάνω και να φέρουν αποτέλεσμα. Ήταν δύσκολο, αλλά στο τέλος όλων αυτών των μηνών δουλειάς, ήταν όλα δίπλα μου. Τότε ήρθε η σύνθεση και πλέον ένιωθα ασφαλής.

Σ: Στο τέλος έγινε ένα boost, αφού είχαν προηγηθεί όλα τα παραπάνω. Όταν οι ηθοποιοί μπήκαν στους χώρους με τα κοστούμια τους, και μιλώ για τα ρούχα της καθημερινότητάς τους, το πράγμα κλείδωσε. Πιστεύω πολύ στον χρόνο. Όταν θες να κάνεις έναν χαρακτήρα ανάγλυφο, χρειάζεσαι χρόνο. Φυσικά υπηρχαν κατευθύνσεις στις δυναμικές της ομάδας, για παράδειγμα η σχέση της Δήμητρας με την Φλωμαρία είναι σχέση μεγάλης/μικρής αδερφής ή δασκάλας και μαθήτριας, ή ο Σίμος με τον Θωμά έχουν σχέση πατέρας και γιου. Τα συζητήσαμε όλα αυτά, αλλά είναι διαφορετικό να χτίσεις μια σχέση που θα αντιληφθεί ο θεατής. Πρόκειται για μία οικογένεια ανθρώπων που έχουν ξεμείνει εκεί. Αυτό θέλει αληθινό χρόνο.

Δ: Και εν τέλει δημιουργήθηκαν πραγματικές σχέσεις, από την αληθινή σύνδεση που αποκτήσαμε ως άνθρωποι. 

Επέλεξες να γράψεις πάλι ένα σενάριο που αφορά μία ομάδα, άτομα διαφορετικών δυναμικών και προσωπικοτήτων. 

Σ: Κοίτα είναι πολύ σύνθετο, τόσο στο σενάριο, όσο και στο γύρισμα. Είσαι συνεχώς με ένα μεγάλο καστ πράγμα που απαιτεί διαφορετικό χρόνο, δημιουργεί καθυστερήσεις. Δεν πρέπει να χάνεις τη συγκέντρωσή σου και οφείλεις να βοηθάς τον καθένα ξεχωριστά. Όταν γυρίζαμε για παράδειγμα τη σκηνή των γενεθλίων το μυαλό μου καιγόταν. Έπρεπε συνεχώς να παρατηρώ τους πάντες, να έχω το νου μου να τους καλύψω με κάμερες. Είναι μία κουραστική διαδικασία. 

Σου βάζεις δύσκολα…

Σ: Ναι, αλλά με ιντριγκάρει πολύ. Δεν πρέπει να χάσεις την ισορροπία ανάμεσα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κάλλιας και στον μεγάλο ρόλο της ομάδας. Για να μην χαθεί η ισορροπία βασιζόμουν στο σενάριο και στο μοντάζ. Ο θεατής πρέπει να παρακολουθεί αυτό που του δίνει η ομάδα, αλλά να μην χάνει ποτέ την Δήμητρα.

Δ: Η Σοφία έχει μια φοβερή ικανότητα με τις ομάδες, το είχα ζήσει και στο «Park» αυτό. Όλοι αισθάνονται πως έχουν την απόλυτη προσοχή της με έναν μαγικό τρόπο και όλοι παίρνουν τις πληροφορίες και την φροντίδα που χρειάζονται. Ο τρόπος της μας βοήθησε πάρα πολύ στις πρόβες και στα γυρισματα. Μας βοηθούσε ψυχολογικά και πρακτικά.

Σ: Έτσι οι ηθοποιοι νιώθουν συμμέτοχοι στην δημιουργία της ταινίας. Στην αρχή δουλεύουν το σενάριο με μία ελευθερία που εμπεριέχει τη δυνατότητα αυτοσχεδιασμού. Η αίσθηση του ηθοποιού πως είναι συνδημιουργός, πως φέρνει δικά του στοιχεία που θα κρατήσω αν ταιριάζουν και θα τα πάμε παρακάτω, δίνει άλλη ενέργεια.

Πέρα από τις οδηγίες του σεναρίου, πώς καταλήξατε στις performances του θιάσου;

Δ: Στις πρόβες μας με τον Χρήστο, επεξεργαζόμουν τα υλικά που συνέθεταν το κάθε σκετς. Εκεί προτείναμε κάποια πράγματα, τα δοκιμάζαμε και στη συνέχεια η Σοφία με τον Χρήστο οργάνωσαν τις έτοιμες χορογραφίες. Έπρεπε να έχουμε μια τρομερή εξοικείωση με το υλικό, όπως ακριβώς και οι ανιματέρ. Το σόου τους είναι κάτι που το επαναλαμβάνουν χρόνια, το κάνουν με αυτοπεποίθηση, το γνωρίζουν καλά, το κατέχουν όσο δεν πάει, το έχουν βαρεθεί αλλα δεν φαίνεται καθόλου. Ταυτόχρονα η Σοφία έδινε και τις υποκριτικές οδηγίες που ήθελε, ώστε να μην χαθεί η ερμηνεία μέσα στην χορογραφία.

Σ: Δούλεψα αρκετά με τον Χρήστο, πολύ πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες με τους ηθοποιούς. Του έδειξα σχετικά βίντεο, τα συζητούσαμε έτσι ώστε να καταλάβει κι αυτός τι προσπαθώ να κάνω. Ξεκινήσαμε με μουσικές αναφοράς κι έπειτα έστελνα στον μουσικό τις χορογραφίες για να γράψει πρωτότυπη μουσική. Άλλες χορογραφίες έριχναν βάρος στο χιούμορ, όπως οι Καρυάτιδες, άλλες ήταν πιο σύνθετες όπως αυτή με τα Ψάρια, γιατί έχουν εσωτερική αφήγηση. Η συγκεκριμένη χορογραφία λέει την ιστορία της Κάλλιας. Το χορευτικό αφηγείται την ιστορία της.

Τι σας λένε οι θεατές του εξωτερικού που έχουν μια διαφορετική άποψη για το τι είναι ο ελληνικός τουρισμός;

Δ: Θυμάμαι πάρα πολύ καλά την πρεμιέρα μας στο Λοκάρνο. Ήταν σε μία τεράστια αίθουσα 3000 ατόμων. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.

Σ: Λες και ήμασταν ο Μικ Τζάγκερ και θα δίναμε συναυλία.

Δ: Πριν καν τελειώσει η ταινία και έρθουμε σε επαφή με το κοινό, αφουγκραζόμουν τη σχέση που είχε δημιουργηθεί μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της προβολής. Αυτή η σιωπή που επικρατούσε. Υπήρχε πολύ συγκίνηση και η υποδοχή ήταν πολύ ζεστή, χωρίς πολλά λόγια. Ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη πρεμιέρα. Και το αναφέρω γιατί μου είχε κάνει εντύπωση, αφού πρόκειται για έναν λαό που αισθάνεσαι ότι ίσως είναι πιο αποστασιοποιημένος από το συναίσθημά του. Η ταινία της Σοφίας όμως τους είχε «ξυπνήσει» και παρότι δεν έχουν σχέση με τον «ελληνικό τουρισμό» ήταν σε άμεση σύνδεση με την θεματική του «Animal». Το σχόλιο της ταινίας πέρασε το μήνυμα του. 

Σ: Όπως και το συναίσθημα της ταινίας σε σχέση με την Κάλλια. Στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας ο καθένας κάνει τις δικές του προβολές. Είναι σαν να ανοίγει η ταινία σε κάτι πιο υπαρξιακό και ο κόσμος ταυτίζεται με την ιστορία της από πολύ διαφορετικές μεριές. Εγώ πάλι ήμουν στο άλλο άκρο, νόμιζα πως η ταινία έχει άλλο χρώμα στην αρχή. Είχα πολλή υπερένταση, είχα βγει δύο φορές από την αίθουσα. Φαντάσου πως την είχα τελειώσει πέντε μέρες πριν, οπότε είχα την αίσθηση ότι ακόμα δουλεύω την ταινία. Δεν είχα προλάβει να προετοιμαστώ γι’ αυτό.

Τη δεύτερη ώρα, κι αφού πέρασε το σοκ του άγχους, ένιωσα αυτό που λέει η Δήμητρα. Ένιωσα ότι ήταν μια αίθουσα η οποία παλλόταν με την ταινία και αυτό το έχω κρατήσει ως μία πολύ δυνατή ανάμνηση. Άλλωστε αποτελεί πρόθεση της ταινίας να λειτουργεί ως ρόλερ κόστερ. Θέλει λίγο χρόνο για να σε παρασύρει και όταν βλέπεις να λειτουργεί μέσα στην αίθουσα, είναι ένα από τα πιο ωραία συναισθήματα ικανοποίησης. Νιώθεις πως η ταινία «μίλησε». 

Δ: Και στη Θεσσαλονίκη, όπου είχα την τύχη να βρίσκομαι στην προβολή, ήταν πολύ όμορφα. Ήταν και πολλοί γνωστοί μας άνθρωποι εκεί. Βέβαια είναι ένα άλλο φεστιβάλ, με το οποίο υπάρχει άλλη συναισθηματική σύνδεση. Είναι πιο οικείο και κοντινό σε όλους. Εκεί είχαμε άλλη αγωνία, γιατί ήταν το πρώτο ελληνικό κοινό που ήρθε σε επαφή με την ταινία. Μπορεί να είχε άλλη αντίσταση απέναντι στα πράγματα, μπορεί και όχι. Κι εκεί πάντως η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης.

Η ταινία κέρδισε άλλωστε και τον Χρυσό Αλέξανδρο, τριάντα χρόνια μετά το «Απ' το Χιόνι».

Δ: Ναι, είναι από τις ταινίες που αν βρει ανοιχτή την ψυχή του θεατή, του δημιουργεί μία εμπειρία.

Σ: Αυτό που λέει η Δήμητρα, το καταλαβαίνω τώρα στα Φεστιβάλ. Όταν κόβουν τους τίτλους τέλους για να μη φύγει ο κόσμος στο Q&A μετά την προβολή, βλέπω πως οι θεατές δεν είναι ακόμα έτοιμοι να μιλήσουν και να κάνουν ερωτήσεις. Τους βλέπεις λίγο αποσβολωμένους. Μετά τους τίτλους τέλους, όταν έχουν πάρει δηλαδή μια ανάσα, είναι πιο έτοιμοι. Νιώθουν διαφορετικά γιατί έχουν ολοκληρώσει ένα ταξίδι.

Είναι σημαντικός ο χρόνος. Στην ταινία ούτως ή άλλως αφήνεις χρονικό περιθώριο για να συνδέσεις τους χαρακτήρες σου με τον θεατή. Να μάθουν ποιοι είναι, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για το παρελθόν τους. Έχεις πάρει τον χρόνο σου για να διασφαλίσεις αυτές τις συνδέσεις, ώστε να αρχίσει έπειτα η αποκωδικοποίηση. 

Σ: Ναι, δεν ξέρεις πως θα σε πάει ταινία. Στην αρχή λες πως έχουμε να κάνουμε με την Δήμητρα, την ιστορία της Κάλλιας. Μετά από την Κάλλια, πηγαίνει στην Εύα και έπειτα από την Εύα στη μικρή Μαίρη. Έχει διάφορα παιχνίδια αφήγησης. Είναι ένας ανοιχτός καμβάς και σε πηγαίνει από το ένα συναίσθημα στο άλλο. Τα πράγματα έρχονται κάπως απροσδόκητα, οπότε όσο κι αν σε έχει προετοιμάσει κάτι, μετά αποκτά έναν άλλο ρυθμό, μια διαφορετική ορμή. Στο τέλος θέλεις σίγουρα λίγο χρόνο για να αναλογιστείς τα όσα είδες. 

Μιας και το ανέφερες, μήπως η τριπλέτα της Κάλλιας - Εύας - μικρής Μαίρης είναι η αντήχηση μιας προσωπικότητας; Η Κάλλια βλέπει για παράδειγμα τον έφηβο εαυτό της στην Εύα και την παιδική ηλικία της στην Μαίρη; Είναι κάτι που προέκυψε από την αρχή ή στην πορεία;

Σ: Στην αρχή ήταν η ιστορία της Κάλλιας και μετά μου ήρθε η ιδέα της ιστορίας της Εύας ως ανάποδη διαδρομή. Η μία βρίσκεται πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον κόσμο, η άλλη μόλις ήρθε. Η Μαίρη είναι ένα παιδί-παρατηρητής. Αυτή είναι η μοναδική εμπειρία που έχει στη ζωή της. Είχα από την αρχή την ιδέα ενός μοντέρνου τσίρκου στο μυαλό και συνήθως σε αυτές τις ομάδες υπάρχει κι ένα παιδί κάποιου, το οποίο τους γυροφέρνει κάπως άβολα και τους μιμείται. Επίσης είναι ο μοναδικός χαρακτήρας που έχει γεννηθεί εκεί μέσα, ενώ όλοι οι άλλοι κουβαλάνε ένα βαρύ παρελθόν, ο καθένας διαφορετικό.

Όταν το έγραφα είχα την ιδέα πως η Εύα και η Μαίρη θα είναι οι καθρέφτες της Κάλλιας και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν λίγο αόριστα ως ιστορίες του παρελθόντος της. Είχα την ανάγκη να κάνω έναν πολύπλοκο γυναικείο χαρακτήρα. Όσα δεν φτάνει η Κάλλια, τα συμπληρώνουν οι άλλες δύο.

Δήμητρα εσύ το είχες αυτό κατά νου; Το επεξεργαζόσουν στην διάρκεια των γυρισμάτων;

Δ: Το συζητήσαμε αρκετά ώστε να πετύχουμε αυτή την ιδιαίτερη σχέση. Η Κάλλια και η Εύα δεν είναι φίλες, ούτε έχουν κάποια σύγκρουση. Τους συνδέει κάτι απροσδιόριστο. Αυτό έχει μια επιπλέον δυσκολία, γιατί ως ηθοποιός δεν έχεις καθαρά, απτά πατήματα της σχέσης τους, αλλά αναφορές. Αυτό για μένα ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι, γιατί έχει μία αλληγορία και δεν μπορείς να «παίξεις» μια αλληγορία. 

Σ: Ισχύει πως για τα κορίτσια δεν ήταν τόσο χειροπιαστό. Εγώ ήξερα ότι αυτό θα βγει και μέσα από το μοντάζ. Είχα στήσει σκηνές με τέτοιον τρόπο ώστε ένα συναίσθημα της Κάλλιας να οδηγεί κατευθείαν σε ένα κοντινό της Εύας, για να δημιουργηθεί ο «καθρέφτης» που ήθελα. Ήταν κάτι που τα κορίτσια δεν χρειαζόταν να το φέρουν 100% γιατί η ίδια η σύνθεση της ταινίας θα το αποκάλυπτε. Επίσης δεν ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει απόλυτα γλαφυρό. Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος το σκέφτεται από μόνος του, πως είναι δηλαδή μία γυναίκα σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές, χωρίς επεξήγηση. Μου άρεσε πολύ που στην ταινία εισάγεται στο 10ο λεπτό ένας νέος, γυναικείος χαρακτήρας και οι περισσότεροι νομίζουν πως η πλοκή θα οδηγηθεί σε μία ιστορία σύγκρουσης, της παλιάς με την καινούργια.

Θεωρώντας στερεοτυπικά πως η σχέση θα γινόταν ανταγωνιστική.

Δ: Ναι, τα στερεότυπα μπορεί να χτυπήσουν αμέσως. 

Σ: Ενώ εγώ σε αυτή τη σχέση, όπως και σε όλη την ομάδα, απέφυγα τελείως τις συγκρούσεις, χωρίς να θεωρώ ότι δεν υπάρχουν στον εργασιακό χώρο. Η πρόθεση μου ήταν να διαφανεί η σύγκρουση με το σύστημα. Ο αντίπαλος είναι το σύστημα. Μου φαινόταν πιο συγκινητικό να υπάρχει μια σύμπνοια και μια τρυφερότητα στην ομάδα. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ο ένας τον άλλο και ο καθένας είναι μόνος του. Ζουν κάπως σαν ξένοι σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά και όλοι μαζί. Κι αυτό τους συνδέει. 

Δ: Η σκληρότητα που διαφαίνεται στις σχέσεις τους είναι ερήμην τους. Υπάρχουν σκληρές στιγμές που τους συνδέουν, αλλά δεν υπάρχει πρόθεση. 

Επιλέγεις να μην προσωποποιήσεις τον εργοδότη ως το «κακό». Είναι σαφές στο σενάριο, αλλά σε ενδιαφέρει περισσότερο η φθορά των εργαζομένων. 

Σ: Αν προσπαθούσα να το προσωποποιήσω σε κάποιον διευθυντή ή μάνατζερ, θα ήταν εύκολο για τον θεατή. Θα μπορούσε ενδεχομένως να πάρει μία άλλη απόσταση και να βγει έξω απ’ αυτό. Τώρα που έρχεται αντιμέτωπος με ένα σύμπαν στο οποίο η εργοδοσία δεν προσωποποιείται, αρχίζει να αναρωτιέται και ο ίδιος για το δικό του εργασιακό περιβάλλον ή για τη θέση του. Είναι δύσκολο να το γράψεις, αλλά νομίζω πως λειτουργεί.

Γιατί διάλεξες το «Yes Sir, I can Boogie» των Baccara ως το τραγούδι-κλειδί της ταινίας; Διάβασα κάπου πως το ντουέτο των Baccara ψυχαγωγούσαν τουρίστες στα Κανάρια Νησιά και έτσι τις είδε και τις έκλεισε ένας ατζέντης. Το γνωρίζατε;

Σ: Όχι, δεν την ήξερα αυτή την πληροφορία. Απίστευτο! Παραδόξως όλοι νομίζουν πως είχα σκεφτεί το τραγούδι, όταν έγραψα το σενάριο. Καμία σχέση. Απέφευγα να βρω το τραγούδι της Κάλλιας γιατί ήταν πολύ σημαντικό και αγχωνόμουν. Αντίθετα το ρώσικο τραγούδι που ερμηνεύει η Εύα ήταν προαποφασισμένο γιατί ήθελα ένα τραγούδι-φάρο, που να μιλά στους τουρίστες της Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για ένα από τα πιο διάσημα ρώσικα τραγούδια. 

Για το τραγούδι της Κάλλιας είχα σκεφτεί τρία ή τέσσερα. Μου άρεσε το «Yes Sir, I can Boogie», ήξερα πως είναι το πιο ταιριαστό, αλλά ένιωθα και λίγο πως παραείναι προφανές. Οι στίχοι μιλάνε οριακά για τον χαρακτήρα! Μετά τα έδωσα στη Δήμητρα για να τα ακούσει και το διάλεξε κατευθείαν πριν καν τα προβάρει.

Ποιά ήταν τα υπόλοιπα;

Δ: Σίγουρα ένα ακόμη ήταν το «Felicita», το οποίο μπήκε αλλού στην ταινία. 

Σ: Η αγωνία μου για την επιλογή του τραγουδιού έφυγε τελείως όταν το προβάραμε με τη Δήμητρα. Την συγκινούσε και φαινόταν από την αρχή πως θα λειτουργήσει. Μπορεί να μοιάζει προφανής η επιλογή, όπως είπα, αλλά θεώρησα πως πρέπει να δώσουμε στο κοινό κάτι για να συνδεθεί άμεσα. Κάτι για να απελευθερωθεί ο θεατής σε εκείνο το σημείο.

Και επειδή είναι τόσο άμεση η σύνδεση, το κοινό συλλαμβάνει κατευθείαν τη συναισθηματική διακύμανση. Δήμητρα πόσο δύσκολη ήταν η σκηνή που το ερμηνεύεις προς το τέλος της ταινίας;
 
Δ: Ήταν από τις σκηνές που προβάραμε λιγότερο. Είχαμε φοβηθεί λίγο γιατί ξέραμε πόσο σημαντικό είναι. 

Σ: Η Δήμητρα έχει μία απίστευτη ικανότητα στις συγκινητικές στιγμές. Μια δύναμη. Θυμάμαι στις πρόβες να μου λέει η Μόνικα (σ.τ.σ. Λεντζέφσκα, η διευθύντρια φωτογραφίας της ταινίας) πως δεν χρειαζόταν να κουράζω την Δήμητρα, πως το έχει. «Αφού το κάνει τέλεια μην την εξοντώσεις», έλεγε και της απαντούσα πως υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να βρούμε και εκείνη επέμενε «Είναι έτοιμη, θα το βγάλει στο γύρισμα. Το ‘χει».

Δ: Και κάπως έτσι δεν χρειάστηκε να το δουλέψουμε πολλές φορές. Λειτουργούσε. Υπάρχει μια πύκνωση όσο βαθαίνει η δουλειά και η κατανόηση του χαρακτήρα. Απλώς εμπιστευτήκαμε ότι όλο αυτό θα έβγαινε στο γύρισμα.

Σ: Και πρόκειται για μία απόλυτη στιγμή για την Κάλλια. Ανεβαίνει στη σκηνή με έναν άλλο τρόπο, διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη φορά. Έχει ένα μονόλογο, ο οποίος μπορεί να περιέχει αλήθειες και ψέματα. Κι αυτό νομίζω πως είναι αρκετά δυνατό για να το δουλέψει ένας ηθοποιός. Μετά έρχεται το τραγούδι και εκδηλώνοντα όλα.

Δ: Οι αλήθειες και τα ψέματα είναι ο μηχανισμός της σε όλη την ταινία, ακόμη κι αν γίνεται ασυνείδητα. Απλά εκεί φτάνει στην κορύφωσή του. 

Σ: Στην πραγματικότητα δεν μπορεί πια να πει άλλα ψέματα. Παρόλα αυτά συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. 

Τα τσακισμένα, λοιπόν, όνειρα της Κάτιας πόσο κοντά έρχονται με τον χαρακτήρα της Νίνας (από τον «Γλάρο» του Τσέχωφ) που ερμηνεύεις αυτή την περίοδο στο θέατρο;

Δ: Ισχύει, είναι μια τέτοια περίπτωση. Τσακισμένες και οι δυο. Δεν ξέρω. Προσπάθησα να μην κάνω καθόλου συνδέσεις. 

Πώς επηρέασε η πανδημία την περίοδο των γυρισμάτων;

Σ: Ήμασταν λίγο μετά το μεγάλο μπραφ, οπότε δεν είχαμε τόση αγωνία. Βέβαια αν χρειαζόταν να διακοπεί το γύρισμα επειδή ήμασταν εκτός έδρας, δεν ξέρω πως θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά. Τουλάχιστον είχαμε μόνο δύο συμβάντα, κι αυτά σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο. Επίσης οι μάσκες δεν ήταν υποχρεωτικές τότε κι αυτό μου προκαλούσε μία αγωνία, ειδικά για τους πρωταγωνιστές. Ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί.

Παρότι δεν δηλώνεται ακριβώς, καταλαβαίνουμε πως η ταινία γυρίστηκε στα Μάλια της Κρήτης. Πώς σας αντιμετώπισαν οι ντόπιοι στα γυρίσματα;

Σ: Κοίτα, τώρα θα φανεί αυτό που βγαίνει η ταινία και θα παιχτεί κάποια στιγμή στην Κρήτη. Ο τρόπος που περιγράφεται ο τόπος στην ταινία έχει κάτι δυστοπικό, οπότε αυτό περιμένουμε να το δούμε. Πάντως λίγα μέλη του συνεργείου ήταν από την Κρήτη, όλοι οι υπόλοιποι - πλην ελαχίστων - ήταν από την Αθήνα. Επίσης πολλοί από τους βοηθητικούς ηθοποιούς ήταν τουρίστες, γιατί θέλαμε διαφορετικές εθνικότητες. Αυτό που λειτούργησε απόλυτα ήταν το γεγονός πως όλοι μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, αυτό στο οποίο γυρίζαμε την ταινία. Αυτό μας πήγε σε άλλο level!

Σαν βιωματικό εργαστήρι δηλαδή; 

Δ: Ναι, ζήσαμε πολλά περιστατικά! Γυρνούσαμε την ταινία και το ξενοδοχείο είχε την τελευταία φουρνιά των τουριστών. Ήταν μια δύσκολη συνθήκη, αλλά λειτούργησε θετικά για μας. 

Πόσο περίεργο ήταν ως ηθοποιός να υποδύεσαι μία ανιματρίς και παράλληλα να μένεις σε ένα ξενοδοχείο, όπου κανονικοί ανιματέρ κάνουν τη δουλειά τους; Πώς το διαχειρίστηκες;

Δ: Παίρνεις μια απόφαση κάποια στιγμή. Εγώ αφέθηκα. Σε αυτό το τοπίο, στη στιγμή, στην κατάσταση, στην κούραση που είχαν τα γυρίσματα. Δουλέψαμε πάρα πολύ χωρίς καμία αντίσταση. 

Σ: Τα γυρίσματα εκτός έδρας δημιουργούν μια άλλη ένωση του συνεργείου και ένα ιδιαίτερο focus σε αυτό που κάνεις. Δεν υπάρχει η καθημερινότητα, δεν υπάρχουν οι οικογενειακές υποχρεώσεις. Αυτό δημιουργεί μια άλλη δυναμική στους ηθοποιούς και στο συνεργείο. Αν σε αυτό προσθέσεις, όπως είπαμε και παραπάνω, πως δεν ήμασταν απλά σε ένα ξενοδοχείο, αλλά κάναμε μια ταινία για τον χώρο στον οποίο ζούσαμε εκείνη την στιγμή, η εμπειρία ήταν μεγεθυμένη. Οριακά ήταν κάπως ειρωνικό.

Δ: Η καθημερινότητά μας εμπεριείχε υλικό που επιβεβαίωνε σε πραγματικό χρόνο την ταινία.

Σ: Επίσης να πω ένα trivia. Το «How to Have Sex» της Μόλι Μάνιγνκ Γουόκερ γυριζόταν ταυτόχρονα. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως οι δυο ταινίες βγήκαν την ίδια χρονιά και έχουν εντελώς διαφορετική όψη και οπτική.

Και η μία κέρδισε την Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας και η άλλη τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!

Σ: Ναι, πολύ ενδιαφέρον. Τα συνεργεία συναντιόμασταν στα ρεπό. Είχαμε κατέβει και οι δύο ομάδες στην Κρήτη και δουλεύαμε παράλληλα. Ήταν λίγο τζακ-ποτ. 

Δ: Επειδή έτυχε να δω το «How to Have Sex», έχει όντως ενδιαφέρον το ότι η μία ταινία εστιάζει στους εργαζόμενους και η άλλη στους τουρίστες της καλοκαιρινής περιόδου. Το τοπίο είναι κοινό, το ελληνικό καλοκαίρι «αθάνατο» και έχεις την αίσθηση πως οι δυο ιστορίες μπορούν να συμβαίνουν παράλληλα.

Σ: Η Μόλι είναι μια κοπέλα που έρχεται από την Αγγλία και κουβαλά την οπτική του επισκέπτη. Εγώ ως Ελληνίδα επέλεξα την άλλη μεριά. Το βρίσκω καταπληκτικό.

Από το «Park» ως το «Animal» πέρασαν εφτά χρόνια. Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα;

Σ: Το βασικό χαρακτηριστικό για έναν σκηνοθέτη στην Ελλάδα, δεν είναι το ταλέντο. Είναι η υπομονή, η ιώβεια υπομονή. Θα μου πεις, μπορείς να αποστασιοποιηθείς; Ίσως. Τώρα προσπαθώ να μην το σκέφτομαι γιατί μετά το νιώθεις ως τροχοπέδη. Έχω αποφασίσει εδώ και πολλά χρόνια ότι κάπως θα παραμυθιάζομαι. Φυσικά θα μιλάω γι’ αυτό, θα συγκρούομαι γι’ αυτό, αλλά θα το βάζω και στην άκρη για να μπορέσω να κάνω την επόμενη ταινία μου. Άμα το δω τελείως ρεαλιστικά, θα πρέπει να πάρω μια άλλη θέση, πως δεν μπορώ να κάνω ταινίες. 

Για την συγκεκριμένη ταινία είχα δυόμιση χρόνια αναμονή από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου γιατί ήταν μια περίοδος που είχαν σταματήσει οι εγκρίσεις. Οπότε περίμενα δυόμιση χρόνια για να πάρω απάντηση, από τον Ιανουάριο του 2018 ως την άνοιξη του 2020. Συν το ότι ήταν μια ταινία κάπως ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα, οπότε γνωρίζαμε πως θα είχαμε έξτρα καθυστερήσεις στην αναζήτηση συμπαραγωγής. Κάθε χώρα έχει τους δικούς της όρους και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αυτή η γραφειοκρατική διαδικασία είναι τελείως αντι δημιουργική. Δηλαδή δεν είναι μόνο η αναμονή που μπορεί να σε κάνει να χάσεις το κουράγιο και την πίστη σου στο σενάριο, είναι και ο τρόπος που είναι στημένο το ευρωπαϊκό σύστημα. Θεωρώ πως έχει κάτι βαθιά αντιδημοκρατικό και αντιδημιουργικό. Γράφεις, παρουσιάζεις, στέλνεις κείμενα επί κειμένων ξανά και ξανά, με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη χώρα, με διαφορετικά ζητούμενα. Η αγωνία δεν είναι μόνο αν θα πάρεις την χρηματοδότηση, υπάρχει ήδη και στην διαδικασία της κατάθεσης.

Και αφού έχεις περάσει όλο αυτό, πως προσλαμβάνεις μετά την επιτυχία που εξαργυρώνεται στις διεθνείς προβολές της ταινίας με φεστιβαλικό νόμισμα; 

Σ: Εννοείται ότι χαίρεσαι όταν φτάνει αυτή η στιγμή. Κι όχι μόνο στα φεστιβάλ, αλλά και στην επαφή του κοινού με την ταινία, όταν λειτουργεί και αρέσει δηλαδή. Από την άλλη, επειδή και η πρώτη ταινία είχε πάει καλά στα Φεστιβάλ, κάπως την πάτησα. Πίστευα πως στην δεύτερη ταινία θα είναι πιο εύκολος ο δρόμος μου. Στην πραγματικότητα το «Animal» είχε περισσότερες δυσκολίες για να πραγματοποιηθεί. Μου πήρε πολύ περισσότερα χρόνια από το «Park». Η δεύτερη ταινία είναι πιο δύσκολη. Μου το λέγανε, αλλά δεν το πίστευα. Τι θα μπορούσε να είναι δυσκολότερο από την πρώτη φορά;

Αλλά είναι αυτό που είναι. Στην πρώτη ταινία υπάρχει η διάθεση να ανακαλύψεις τον νέο σκηνοθέτη, στην τρίτη ή τέταρτη ταινία κάπως σε γνωρίζουν πια. Η δεύτερη έχει άλλες δυσκολίες. Η πτώση στην αρχή της διαδικασίας ήταν μεγάλη, ενώ τώρα έχω πει «οκ» θα είναι πάλι μια από τα ίδια. Ξεκινάμε από την αρχή. Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες. Ξέρω πως λειτουργεί το σύστημα και προσπαθώ να είμαι συμφιλιωμένη με αυτό όσο μπορώ. 

Δήμητρα, εσύ πώς αντιμετωπίζεις τις βραβεύσεις για την ερμηνεία σου στο «Animal»; Προφανώς δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά είναι κάτι που σε κάνει να λες έχω κάνει τη δουλειά μου καλά; 

Δ: Τα βραβεία μας έχουν δώσει μεγάλη χαρά και επειδή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους μου, πάλι με τη Σοφία, δεν περίμενα να συναντηθώ με κάτι τέτοιο. Δεν είναι αυτοσκοπός σίγουρα, αλλά επειδή συνδέεται με μια δουλειά που αγάπησα πολύ και με ανθρώπους που δέθηκα, πολλαπλασιάζει τη χαρά μου. Αν δεν είχα αγαπήσει ή εμπλακεί τόσο προσωπικά την συγκεκριμένη δουλειά, δεν θα μπορούσα να εισπράξω ή να κατανοήσω με τον ίδιο τρόπο τα βραβεία. Σίγουρα ό,τι όμορφο συνοδεύει αυτή την ταινία είναι κάτι που με κάνει και χαίρομαι πάρα πολύ. 

Στην εποχή μας έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος με τον οποίο το κοινό αντιμετωπίζει το σινεμά. Ο κόσμος των μεγάλων οθονών μπορεί και συρρικνώνεται σε λίγες ίντσες. Ποια είναι η άποψη σας για τα νέα δεδομένα; 

Σ: Είναι λίγο αντικρουόμενα τα συναισθήματα που έχω. Από τη μία χαίρομαι πάρα πολύ γιατί η ταινία έχει ήδη βγει στη Γαλλία και θα κυκλοφορήσει σε επιπελόν χώρες μετά την Ελλάδα. Από την άλλη δεν μπορείς να παραβλέψεις το streaming. Οι ταινίες λειτουργούν τελείως διαφορετικά στην αίθουσα, από την άλλη θέλω ο κόσμος να δει την ταινία κι αν ο τρόπος είναι το streaming, το προτιμώ από το να μην τη δει καθόλου. Ειδικά σε χώρες όπου δεν έχει πάρει διανομή. Έχει και η διανομή τις δικές της δυσκολίες. Πού θα βγει; Πόσο καιρό θα παραμείνει; Είναι ένας αγώνας που δεν ξέρεις πως θα λειτουργήσει. 

Δ: Αντίστοιχα ανάμεικτα είναι και τα δικά μου συναισθήματα, καθώς είναι μια νέα πραγματικότητα με τα καλά και τα κακά της. Για τους λόγους ακριβώς που ανέφερε η Σοφία. Σίγουρα εύχομαι η ταινία να συναντήσει το κοινό της, κι έχω την ίδια αγωνία γι αυτό. Παρατηρώ ωστόσο ότι το streaming έχει μπει δυνατά στη ζωή μας. Δεν είναι αυτό που διώχνει τους ανθρώπους από τον κινηματογράφο. Υπάρχουν ταινίες που τους μαζεύουν και αυτή η σχέση κάπως θα πορευτεί παράλληλα. Ο κινηματογράφος δεν θα χάσει.

Σ: Ούτε εγώ πιστεύω ότι ο κινηματογράφος θα πεθάνει. Απλά είναι ένας αγώνας. Η εμπειρία στην αίθουσα, η ποιότητα της εικόνας και του ήχου είναι όπως έχουν σχεδιαστεί και πρέπει να είναι. Όταν είσαι μέσα στην αίθουσα τα κοντινά της Κάλλιας σε «τρώνε», είναι τεράστια κι εσύ από την άλλη θέση είσαι έτοιμος να το ρουφήξεις. Όταν βλέπεις μία ταινία σε μία οθόνη 13 ιντσών, τα κοντινά είναι πλέον μικρότερα από το κεφάλι σου. Μιλάμε για δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Και για να ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας κάπως καλοκαιρινά, ποια είναι η αγαπημένη καλοκαιρινή κινηματογραφική σας ανάμνηση;

Σ: Θα διαλέξω την«Κυρία και τον Ναύτη» της Λίνα Βερτμίλερ. Είναι μία ταινία που μου αρέσει πολύ, ακόμα κι αν δεν είναι τυπικά καλοκαιρινή.

Δ: Εγώ θα πω μία «δική μας» ελληνική, τη «Winona» του Αλέξανδρου Βούλγαρη.

INFO
Η ταινία «Animal» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Weird Wave.