Σαν σήμερα χαρίστηκε ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» στο κινηματογραφικό κοινό - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
16:17
15/1

Σαν σήμερα χαρίστηκε ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» στο κινηματογραφικό κοινό

Βασικός σπόνδυλος του αμερικανικού κινηματογραφικού κανόνα, κεντρική επιρροή σε σκηνοθέτες όπως ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Πολ Τόμας Άντερσον και αναλλοίωτο διαμάντι στο στέμμα της αναντικατάστατης φιλμογραφίας του Τζον Χιούστον.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Άραγε πώς να ήταν τότε, στα τέλη του ’40, να είσαι κινηματογραφόφιλος στις ΗΠΑ; Το 1948 θα είχες να περιμένεις καινούργιο Τζον Φορντ, καινούργιο Μάικ Πάουελ («Τα Κόκκινα Παπούτσια»), Χάουαρντ Χοκς («Κόκκινο Ποτάμι»), Λόουζι («Το Αγόρι με τα Πράσινα Μαλλιά»), Κάρολ Ριντ, Μπίλι Γουάιλντερ («Foreign Affair»), Μαξ Οφίλς, τον «Άμλετ» του Ολίβιε, τον «Μάκβεθ» του Γουέλς, την «Γυμνή Πόλη» του Ντασέν, τον «Όλιβερ Τουίστ» του Λιν, τη «Θηλειά» του Χίτσκοκ, καινούργιο Λανγκ, καινούργιο Πρέστον Στάρτζες κι όλ’ αυτά από τους συνήθεις υπόπτους, έξω από εκείνους που θα σε εξέπλητταν ή  θα έρχονταν εκτός Αμερικής – ας πούμε ο «Κλέφτης Ποδηλάτων» από την Ιταλία. Θα ήταν ωραία. Θα ήταν, ας το πούμε κομψά, μη συγκρίσιμα με σύγχρονα κινηματογραφικά έτη.

Και το 1948 όμως θα ήταν «ένα ακόμα έτος» αν δεν είχε όχι μία αλλά δύο ταινίες του Τζον Χιούστον. Που ίσως σήμερα λίγο σνομπάρουμε, λιγότερο ίσως όμως δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια ποιος είναι και τι έφτιαξε. Και πόση σημασία έχει για το μετέπειτα σινεμά που, βουλιμικά ελπίζω, εξακολουθούμε να βλέπουμε.

Εν πάση περιπτώσει ο Τζον Χιούστον το 1948 παραδίδει το «Key Largo», που είναι κομψοτέχνημα για μια επόμενη αναφορά, και τον «Θησαυρό της Σιέρρα Μάντρε». Ένα έργο μνημειακό πάνω στην ανθρώπινη φύση, την αδυναμία και τον εξευτελισμό της απληστίας, τον τελικά ατελή ανθρώπινο χαρακτήρα που δεν δικαιούται αυτά που ονειρεύεται.

Ο Χιούστον διάβασε το βιβλίο του Μπ. Τρέιβεν, μιας αινιγματικής φυσιογνωμίας που έζησε ερμητικά «άγνωστος μεταξύ αγνώστων» τη ζωή της, κάπου στα μέσα του ’30 και αμέσως ήξερε πως αυτό θα μπορούσε να δώσει μια καλή ταινία. Αυτό ήταν το ωραίο με εκείνους τους σκηνοθέτες. Δεν περίμεναν το γεγονός γύρω από τη δουλειά τους, δεν ετοιμάζονταν 5-10 χρόνια για να παρουσιάσουν, γύριζαν ασταμάτητα, είχαν ενστικτώδη έλεγχο ποιότητας είχαν κι ένα στούντιο από πίσω να προσέχει τις ατασθαλίες (κι ο Χιούστον έκανε πολλές) και γύριζαν «καλές ταινίες». Αρκούσε.

Όταν τελικά η ταινία πήρε το πράσινο φως από τον Τζακ Γουόρνερ, ο ίδιος (που δεν διάβαζε σενάρια για κανένα λόγο κι ο Χιούστον το εκμεταλλεύτηκε αυτό) νόμιζε ότι ο Θησαυρός θα ήταν ένα b γουέστερν με εξωτερικά γυρίσματα που σε δυο μήνες θα ήταν έτοιμο. Αντ΄αυτού ο Χιούστον τους μάζεψε όλους, όπως λίγα χρόνια μετά θα έκανε με τη «Βασίλισσα της Αφρικής», μέσα σ’ όλους και τον Μπόγκαρτ (4η συνεργασία τους αυτή) και τον ίδιο του τον πατέρα Γουόλτερ σε (ιστορικό – και οσκαρικό) δεύτερο ρόλο, και πήγε να γυρίσει στο Μεξικό! Η ταινία θα ήταν μία από τις πρώτες που θα είχαν τέτοια γυρίσματα. Τα οποία ολοκληρώθηκαν σε περίπου πέντε μήνες, έναν παραπάνω κι από τους τέσσερεις που ο φρενιασμένος από τα έξοδα Γουόρνερ («Ναι! Το ξέρω! Ψάχνουν για θησαυρό! Τον δικό μου θησαυρό!») είχε παραχωρήσει καταλαβαίνοντας πως δεν θα είναι τελικά ένα «b γουέστερν».

Τα γυρίσματα είναι επίσης κλασσικά χιουστονικά γυρίσματα, χαμός γινόταν, μέχρι που ο Χιούστον σε κάποια στιγμή παρολίγο να δείρει και τον Μπόγκαρτ που γκρίνιαζε γιατί θα έχανε κάτι ιστιοπλοϊκούς αγώνες που συστηματικά συμμετείχε, με καλύτερη τη φημολογία που ήθελε τον συγγραφέα να έχει στείλει αντιπρόσωπο από το Μεξικό να επιβλέπει πως το γύρισμα θα σεβόταν το βιβλίο του. Κάποιοι ισχυρίζονται πως στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας.

Το αποτέλεσμα όμως είναι το τελικό μέτρο. Μια καταπληκτική περιπέτεια που σου ζητά να την αποφλοιώσεις εξακολουθητικά μέχρι να φτάσεις στον απ-αίσιο, τυπικά χιουστονικό πυρήνα της, εκεί που γραμμένο με λασπωμένα αλλά πηχυαία γράμματα θα είναι το ελεγείο της αποτυχίας. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ικανοί για το καλύτερο, μπορεί να ονειρεύονται ρομαντικά, όμως στην πράξη απλώνουν την αδηφαγία τους πολύ μακρύτερα απ’ το χέρι και την καρδιά τους, είναι κατάδικοι της πλεονεξίας τους.

«Ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε», όπως και το «Γεράκι της Μάλτας» (μαντέψτε ποιος το έκανε κι αυτό), είναι φτιαγμένος επίσης από το υλικό των ονείρων. Που απανθρακώνονται από την ανθρώπινη ατέλεια, την βλακώδη, αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνη, τάση μας να διχαζόμαστε, να θέλουμε περισσότερα απ’ τον διπλανό και να τρέμουμε μη και χάσουμε ανόητα κεκτημένα.

Τρία βραβεία Όσκαρ (Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και 2ου Ανδρικού για τον Γουόλτερ Χιούστον, έχασε, λανθασμένα εκτιμώ, την Καλύτερη Ταινία από τον, σπουδαίο φυσικά, «Άμλετ» του Ολίβιε), κάμποσες τιμές μέσα στο έτος, πάνω απ’ όλα όμως διαχρονική επιβεβαίωση γενεών, κριτικής και ανθρώπινης ιστορίας. Αριστούργημα.