Γουίλιαμ Χόλντεν: Το Χρυσό Αγόρι - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:55
17/4

Γουίλιαμ Χόλντεν: Το Χρυσό Αγόρι

Τα χρόνια περνούν, οι γενιές των σταρ διαδέχονται η μία την άλλη, το παιχνίδι, άλλοτε ένδοξα άλλοτε λιγότερο, παίζεται με παρόμοιο πάντα τρόπο για πάνω από έναν αιώνα. Όμως σταρ σαν τον Χόλντεν «the golden» που γεννήθηκε σαν σήμερα, δεν είναι παραπάνω από ελάχιστοι.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Κι όχι μόνο λόγω της αρρενωπής, τραχιάς γοητείας. Λόγω της διάρκειας, των ταινιών, του ταλέντου. Ήταν ωραίος ο ηθοποιός ο Γουίλιαμ Χόλντεν, είχε το αναπόφευκτο μερίδιό του σε βάσανα, μεγαλύτερο των οποίων ο χρόνιος αλκοολισμός του που άφησε πολύ νωρίς σημάδια πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Στην «Άγρια Συμμορία», η στεγνή, γεμάτη κούραση φυσιογνωμία δεν είναι πάνω από 50 ετών και το μεγαλύτερο κομμάτι δεν οφείλεται σε make up.

Οφείλει πολλά στην Μπάρμπαρα Στάνγουϊκ για την καριέρα του και στο πρόσωπο της ίδιας, σε μια από τις συγκινητικότερες στιγμές των όσκαρ, κατά την διάρκεια της παραλαβής του δικού της τιμητικού βραβείου το 1982, θα δεις την θλίψη για τον πριν λίγους μήνες χαμό του καλού της φίλου. Ο οποίος χαμός είναι από μόνος του αξιοσημείωτα (τραγικά) ανεκδοτολογικός καθώς ο Χόλντεν, σύμφωνα με την αυτοψία, μάλλον πιωμένος, γλίστρησε μέσα στο σπίτι του, χτύπησε το κεφάλι του και βρέθηκε τέσσερεις μέρες αργότερα.

Πίσω όμως στις πιο χαρούμενες μέρες, ας δούμε μερικές ταινίες που σχηματίζουν το δικό του όνομα, το γραμμένο με μεγάλα γράμματα για περισσότερα από είκοσι ένδοξα χρόνια της κινηματογραφικής ράμπας.

«Η Λεωφόρος της Δύσεως» (Sunset Boulevard, 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ

Ως τότε ο Χόλντεν δούλευε εξοντωτικά με ρυθμό 3-4 ταινιών τον χρόνο, είχε υπηρετήσει στον πόλεμο και χρονολογούσε το πρωταγωνιστικό του ντεμπούτο στο σημαδιακό «Golden Boy» του ’39 του Μαμούλιαν που υποδυόταν έναν πυγμάχο. Εκεί είχε γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με την Στάνγουϊκ. Έπρεπε να περιμένει έντεκα χρόνια να βρει τον Γουάιλντερ στον δρόμο του. Με τον ρόλο του Τζο Γκίλις, στο εκθαμβωτικό αυτό έργο, ο ρόλος αποκτούσε το κύρος της ελαφρύτητας που βαίνει προς την αυτοεξολόθρευσή της, το βάρος της εξάσκησης επιρροής πάνω σ’ έναν άνθρωπο της οποίας επιρροής το αποτέλεσμα δεν μπορείς να ελέγξεις. Ο Χόλντεν ήταν εντυπωσιακός, άντεχε στο ίδιο κάδρο με την αβανταρισμένη και εκτυφλωτική Σβάνσον, δάνειζε κι ένα στεγνό  voice over από εκείνα τα μέγιστα της εποχής. Από εδώ εκτοξεύεται στη φήμη και κερδίζει και την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα.

«Ο Καταδότης του Θαλάμου 17» (Stalag 17, 1953) του Μπίλι Γουάιλντερ

Το ’50 έπαιζε επίσης ανάμεσα στην Τζούντι Χόλιντεϊ και τον Μπρόντερικ Κρόφορντ στο κλασικό «Born Yesterday» του Κιούκορ, βοηθά την Χόλιντεϊ να πάρει και το Όσκαρ (κόντρα στην Μπέτι Ντέιβις και την…Γκλόρια Σβάνσον – δεν στέκουν αυτά τα πράγματα), ο μηχανισμός δούλευε ρολόι και τρία χρόνια μετά θα ερχόταν το άψογο αντιπολεμικό κόσμημα του Γουάιλντερ ξανά. Ξανά υποψήφιος, ξανά τέλειος στις κωμικές και δραματικές ισορροπίες του Γουάλιντερ, ιστορικό σινεμά, το βλέπεις και καταλαβαίνεις πόσο κάποια πράγματα δεν συνέβησαν διόλου κατά τύχη.

«Το Γαλάζιο Φεγγάρι» (The Moon is Blue, 1953) του Όττο Πρέμινγκερ

Την ίδια χρονιά, με σκηνοθέτη τον μεγάλο Πρέμινγκερ – που ήταν και συμπρωταγωνιστής του στο Stalag! – ο Χόλντεν βρίσκει την καρυκευμένη ρομαντική κομεντί. Όχι και τόσο ρομαντική στην πραγματικότητα, η μεγάλη θεατρική επιτυχία που είχε ανεβάσει νωρίτερα ο Πρέμινγκερ, άνοιξε τον δρόμο στην κατάργηση των πολλών λογοκρίσεων του γηράσκοντος Κώδικα του ’34, χρησιμοποιώντας λέξεις και μοτίβα «απαγορευμένα» ως τότε. Σέξι με τα μέτρα της εποχής έργο, έστειλε Νίβεν και Μακναμάρα (στο ντεμπούτο της) ως τις υποψηφιότητες και συνέχισε τον χορό των επιτυχιών για τον ευέλικτο Χόλντεν.

«Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (Sabrina, 1954) του Μπίλι Γουάιλντερ

Αναμενόμενα ο Μπίλι θα ένωνε την οσκαρούχα Όντρεϊ Χέμπορν της περασμένης χρονιάς για τις «Διακοπές στη Ρώμη» με τον ζεν πρεμιέ που ακτινοβολούσε τις συμπρωταγωνίστριές του, έχει και Μπόγκαρτ το μείγμα, άντε να αντέξεις τόση αστρολογική ευεξία. Ο Χόλντεν είναι δεν είναι 36, ο Μπόγκαρτ είναι σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, δεν φαίνεται, το ποτό αρχίζει δηλαδή να φαίνεται, αλλά το έργο είναι μούρλια και το καταλαβαίνεις ακόμα περισσότερο βλέποντας το ριμέικ του Πόλακ στα ‘90ς.