Πέντε (και ένα) editorial του Γιώργου Τζιώτζιου. Μέρος τρίτο - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
15:27
30/9

Πέντε (και ένα) editorial του Γιώργου Τζιώτζιου. Μέρος τρίτο

Καθώς την ερχόμενη Παρασκευή 2 Οκτωβρίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια χωρίς τον Γιώργο Τζιώτζιο, το cinemagazine συναντά ξανά τον αγαπημένο του Διευθυντή (του ΣΙΝΕΜΑ και του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας) μέσα από πέντε (συν ένα) υπέροχα editorial (ένα για κάθε μέρα) που άφησε στις σελίδες του περιοδικού το οποίο εκείνος εμπνεύστηκε.

ΣΗΜ: Το σημερινό editorial είναι διπλό. Το πρώτο ανήκει στο τεύχος 64 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και το δεύτερο στο τεύχος 76. Με έναν πανέμορφο τρόπο, όμως, τα δυο editorial συνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται.

Τεύχος 64

Αφού η αρίθμηση των 100 χρόνων του κινηματογράφου αρχίζει από τη μέρα που οι πρώτοι θεατές πλήρωσαν το πρώτο εισιτήριο, θα ήταν λογικό να γραφτεί κάποτε και η δική τους Ιστορία. Το παράδοξο είναι πως η έννοια του «θεατή» άργησε πολύ να απασχολήσει τη βιομηχανία του κινηματογράφου.

Στην αρχή γιατί δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος (το σύνολο των θεατών ταυτίζονταν με το σύνολο του πληθυσμού) και στη συνέχεια γιατί δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανάγκη (οι ταινίες εξακολουθούσαν να φτιάχνονται για όλους τους ανθρώπους και η επιτυχία τους εξαρτιόταν από το πόσους μπορούσαν να προσελκύσουν).

Ο θεατής άρχισε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, από τη στιγμή που το σινεμά έπαψε να είναι ένα και το κοινό το ίδιο, ας πούμε μετά τον Πόλεμο (από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όλο και πιο σπάνια συναντάμε μια πλήρη γκάμα θεατών στην ίδια αίθουσα: Κάθε ταινία απευθύνεται πλέον στο κοινό της). Είναι η εποχή που ο Ντίσνεϊ, εξοργισμένος από την εμπορική αποτυχία της «Φαντασίας», δηλώνει: «Τέρμα το χαβιάρι, τώρα θα τους δώσω κιμά και πουρέ», και ο Ροσελίνι, αγανακτισμένος από την υποδοχή του «Γερμανία, Έτος Μηδέν», «τόσο το χειρότερο για όσους δεν καταλαβαίνουν».

Αργότερα, το 1972, ο Γκοντάρ έφτανε ακόμα πιο μακριά, λέγοντας πως έκανε το «Tout Va Bien» για όσους είχαν παρευρεθεί στην κηδεία του Πιερό Οβερνέ (μην το ψάχνετε, ούτε εγώ ξέρω ποιος είναι!).

Ο χάρτης της πόλης ήταν για μένα οριοθετημένος από τη θέση των κινηματογράφων, αυτοί ήταν η πυξίδα μου

Όσο κι αν οι προθέσεις μοιάζουν αντίθετες, πρόκειται τελικά για το ίδιο πράγμα σε άλλη κλίμακα: και ο Ντίσνεϊ και ο Γκοντάρ προσπαθούν να ορίσουν ένα συγκεκριμένο κοινό, πριν καν η ταινία γυριστεί. Σιγά σιγά, η έρευνα του κοινού έγινε για την κινηματογραφική βιομηχανία ολόκληρη επιστήμη και το κοινό είναι πια όχι μόνο χωρισμένο σε κατηγορίες, αλλά και ταξινομημένο κατά χρονικές περιόδους. Κάθε Χριστούγεννα, για παράδειγμα, οι αίθουσες κατακλύζονται από τις λεγόμενες «παιδικές ταινίες» κι αν είσαι πάνω από 12 χρονών πρέπει να ξεχάσεις για λίγο καιρό τον κινηματογράφο.

Προσωπικά, δεν συμπαθούσε ποτέ τις «ταινίες για παιδιά», ούτε όταν ήμουνα μικρός. Ίσως να φταίει το ότι ήμουνα μοναχοπαίδι και αυτό μ’ έκανε, ακόμα πιο πολύ, να βιάζομαι να γευτώ τον κόσμο των μεγάλων (τα άλλα παιδιά αναγνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους, διαθέτουν ένα alter ego, ξέρουν ότι μοιάζουν με τα άλλα παιδιά, τα μοναχοπαίδια όμως;). Ευτυχώς, οι γονείς μου, άνθρωποι φιλελεύθεροι, δεν με οδήγησαν ποτέ στις ταινίες «που έπρεπε», ούτε αισθάνθηκαν το σινεμά σαν «απειλή». Τις σπάνιες φορές που πήγαινα σινεμά μαζί τους ήταν για να δω γουέστερν και πολεμικές περιπέτειες με τον πατέρα μου ή ταινίες με τη Ναργκίς, ως συνοδός της μητέρας μου (στο «Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα» είχαμε ποτίσει την αίθουσα στα δάκρυα).

Κατά τα άλλα, ήμουν ελεύθερος να δω όποια ταινία ήθελα, σε όλους τους κεντρικούς κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης, αρκεί να γύριζα στην ώρα μου. Σπάνια θυμάμαι ποια χρονιά είδα μια ταινία, αλλά πάντα σε ποια αίθουσα. Ο χάρτης της πόλης ήταν για μένα οριοθετημένος από τη θέση των κινηματογράφων, αυτοί ήταν η πυξίδα μου. «Κοντά σε ποιο σινεμά;», ήταν η ερώτησή μου όταν έψαχνα μια άγνωστη διεύθυνση και, αργότερα, έδινα όλα μου τα ραντεβού μπροστά σε κινηματογράφους.

Μπορεί, πολύ απλά, να μην υπάρχουν παιδικές ταινίες, να υπάρχουν μόνο ταινίες που κοίταξαν (και σημάδεψαν) την παιδική μας ηλικία

Στο σχολείο πάλι, το σινεμά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, το αντίδοτο της σχολικής ύλης, μια σχεδόν παράνομη αντικουλτούρα. Το σχολικό πρόγραμμα περιλάμβανε όλες τις «σοβαρές» μορφές Τέχνης (Ποίηση, Λογοτεχνία, Ζωγραφική), όχι όμως και το σινεμά, που θεωρούνταν ακόμα μια ψυχαγωγία για τις μάζες, ανάξιο (ευτυχώς) να ενταχθεί στο «ευγενές» εκπαιδευτικό σύστημα. Εμείς πηγαίναμε στο σινεμά, όπως οι άλλοι πήγαιναν στους προσκόπους ή στο κατηχητικό (πολύ «της μόδας» στο τέλος της δεκαετίας του ’60) ήταν η δική μας παιδική αντίσταση (η παιδικότητα ενάντια στον παιδισμό).

Μη με ρωτήσετε για τα κριτήρια της εποχής, οδηγός μας ήταν μια ακόρεστη περιέργεια και επιθυμία μας να ανακαλύψουμε έναν άλλο κόσμο (πολύ πιο ενδιαφέροντα), σκαρφαλωμένοι στους ώμους σκηνοθετών, των οποίων αγνοούσαμε ακόμα και τα ονόματα: τη μια μέρα ήταν «Ο Τάφος του Ινδού» και την άλλη «Οι Άγριες Φράουλες» (ακόμη τρέμω στην ανάμνηση των λεπρών να έρχονται κατά πάνω μου ή της άδειας άμαξας με το φέρετρο να διασχίζει το δρόμο).

Στις ταινίες του Ντίσνεϊ πάντως, έπληττα στα δέκα λεπτά, μόλις το μάτι μου συνήθιζε στην πανδαισία των χρωμάτων. Η μόνη ταινία του Ντίσνεϊ που με συγκίνησε ήταν ο «Ντάμπο», πρώτα γιατί έχω αδυναμία στους ελέφαντες και ύστερα γιατί είναι η πιο παράξενη και σκοτεινή ταινία του θείου Γουόλτ.

Γιατί τα λέω, όμως, όλα αυτά και πώς, αλήθεια, έφτασα ως εδώ; Ίσως η Ιστορία του σινεμά είναι τόσο μικρή που μπερδεύεται εύκολα με την προσωπική μας ιστορία. Ίσως πάλι να φταίει η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα με την αναπόφευκτη νοσταλγία της. Ή μπορεί, πολύ απλά, να μην υπάρχουν παιδικές ταινίες, να υπάρχουν μόνο ταινίες που κοίταξαν (και σημάδεψαν) την παιδική μας ηλικία.

Τεύχος 76

Τα χρόνια του σινεμά γίνανε όσα και τα Σκυλιά της Δαλματίας κι όμως κάποια πράγματα μένουν ακόμα θολά. Για παράδειγμα, τι ακριβώς σημαίνει «παιδική ταινία»; Ας πούμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν ταινίες για παιδιά, παιδιάστικες ταινίες, όπως υπάρχουν και κάποιες άλλες (σπανιότερες) για την παιδική ηλικία κι ότι, τελικά, τίποτα δεν ενώνει τη «Νύχτα του Κυνηγού» με το «Ένας Μπαμπάς, μα τι Μπαμπάς».

Προσωπικά, δεν πέρασα τα παιδικά μου χρόνια παρέα με τη «Χιονάτη». Ευτυχώς οι γονείς μου δεν μελετούσαν εγχειρίδια παιδαγωγικής κι έτσι έβλεπα περιπέτειες και γουέστερν με τον πατέρα μου, κωμωδίες και δράματα εποχής με τη μητέρα μου κι ό,τι περίσσευε μόνος μου. Πάντα μου άρεσε να πηγαίνω μόνος μου σινεμά. Στο κάτω-κάτω, ο θεατής είναι ένα μοναχικό παιδί (ένα μοναχοπαίδι;) που διψάει να γνωρίσει τον κόσμο. Έχει ανάγκη να τον πάρει κάποιος απ' το χέρι (όχι όμως οποιοσδήποτε κι όχι μ' οποιονδήποτε τρόπο) και περιμένει απ' αυτόν μαθήματα αναγνώρισης του χώρου, δηλαδή σκηνοθεσίας.

Έχω μια θεωρία (απ' αυτές τις παράδοξες, που μ' αρέσουν περισσότερο) που λέει ότι τα «φυσιολογικά» παιδιά ταυτίζονται πιο συχνά με τους ήρωες, ενώ τα μοναχοπαίδια με την κάμερα. Οι σκηνοθέτες είναι αυτοί που τους μαθαίνουν να βλέπουν τη ζωή, σκαρφαλωμένα στους ώμους τους, γι' αυτό και θα μείνουν πάντα οι πιο σεβαστές πατρικές φιγούρες. Άλλωστε, παρακολουθώντας πώς τοποθετείται κάποιος μέσα στον κόσμο, αγγίζεις έναν πυρήνα αλήθειας, που δεν είναι η ίδια στον Χίτσκοκ, τον Γουέλς ή τον Τατί.

Ο θεατής είναι ένα μοναχικό παιδί (ένα μοναχοπαίδι;) που διψάει να γνωρίσει τον κόσμο

Για να μη σας ζαλίσω, έβλεπα κι εγώ, «σαν παιδί», τις ταινίες του Ντίσνεϊ, μόλις όμως τελείωνε η επίδραση της φαντασμαγορίας των χρωμάτων (η διάρκεια αυτού του παιδικού ναρκωτικού δεν ξεπερνάει το ένα τέταρτο), άρχιζα να βαριέμαι. Η μόνη ταινία του Ντίσνεϊ που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου ήταν ο «Ντάμπο» κι ως τώρα πιστεύω ότι είχε να κάνει με την συμπάθειά μου για τους ελέφαντες, ώσπου την ξαναείδα τα Χριστούγεννα και κατάλαβα τι είναι αυτό που την ξεχωρίζει.

Μην ξεχνάμε βέβαια ότι πρόκειται για μια ταινία του 1941 και ότι ο Ντίσνεϊ ήταν ο πρώτος που καθόρισε το target group των ταινιών του πριν καν τις γυρίσει, δεν πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει που στην ερώτηση «από πού έρχονται τα παιδιά;», η ταινία απαντά «τα φέρνει ο πελαργός», ούτε ότι ο «ανάπηρος» ήρωας γίνεται κοινωνικά αποδεκτός όταν μεταστρέφει την αναπηρία του σε πλεονέκτημα. Τα τεράστια αυτιά του Ντάμπο γίνονται το κρυφό του όπλο, όπως συμβαίνει πενήντα χρόνια αργότερα με το I.Q. του Φόρεστ Γκαμπ.

Το ενδιαφέρον της ταινίας δεν βρίσκεται, λοιπόν, στο «μήνυμά» της, αλλά στο ότι όλες οι μεγάλες στιγμές της έχουν τη νύχτα για ντεκόρ. Ολόκληρο το τελευταίο κομμάτι της ταινίας είναι ένας ύμνος στα πλάσματα της νύχτας κι αυτό συμβαίνει για πρώτη (και τελευταία) φορά στην ιστορία του Ντίσνεϊ. Ο «χορός των ελεφάντων», που, στην πραγματικότητα, είναι τερατόμορφες φιγούρες με προβοσκίδα (ελέφαντες-καμήλες, ελέφαντες-γουρούνια, γόνδολες κι αυτοκίνητα...), είναι ένα παγανιστικό καρναβάλι που γιορτάζει τελετουργικά τη γέννηση ενός απ' τους «δικούς του».

Για λίγη ώρα, είμαστε πολύ μακριά απ' τους πελαργούς και τις στρουμπουλές μαμάδες και πολύ πιο κοντά στο «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ, στον «Άνθρωπο Ελέφαντα» του Ντέιβιντ Λιντς ή στον «Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη» του Τιμ Μπάρτον. Αυτό που μας αποκαλύπτει η «τελευταία νύχτα στη Γη», είναι ότι ο Ντάμπο δεν αντιπροσωπεύει έναν «κακοπρογραμματισμένο» ελέφαντα, αλλά το μοναδικό δείγμα ενός νέου είδους, του «ντάμπο» Με άλλα λόγια, ο Ντάμπο είναι ένα «μοναχοπαίδι», άντε όμως να πείσεις τον κόσμο ότι δεν είσαι ελέφαντας.

Γιώργος Τζιώτζιος

(Στην κεντρική φωτογραφία, ο Γιώργος Τζιώτζιος και με γυρισμένη την πλάτη ο Απόστολος - Τζιώτζιος τζούνιορ).

Στο πλαίσιο του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου, ώρα 22.45, η προβολή της ταινίας «Μπάρτον Φινκ» στη ΡΙΒΙΕΡΑ είναι αφιερωμένη στον Γιώργο Τζιώτζιο.