Όλα Θα Πάνε Καλά - ταινιες || cinemagazine.gr

Όλα Θα Πάνε Καλά

All Shall Be Well

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Χονγκ Κονγκ, Κίνα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρέι Γιουνγκ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρέι Γιουνγκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Πάτρα Άου, Λιν-Λιν Λι, Τάι Μπο
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μινγκ-Κάι Λουνγκ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Βερόνικα Λι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: One From the Heart
    Όλα Θα Πάνε Καλά

H Άντζι και η Πατ είναι αγαπημένο και αγαπητό ζευγάρι εδώ και 30+ χρόνια στο Χονγκ Κονγκ. Όταν όμως η Πατ «φύγει» αιφνίδια, τον θρήνο της απώλειας θα συνοδεύσει η πικρή αλήθεια ότι μπρος στην κληρονομιά πολλά διαψεύδονται, πολλά αποκαλύπτονται. Χαμηλότονο και αποτελεσματικό δράμα απώλειας, ανθρώπου και ανθρωπιάς, που δεν εκπίπτει ποτέ στην κοινή καταγγελία.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Παραμένει μια επώδυνα σκληρή διαπίστωση το γεγονός ότι οι άνθρωποι πειθαρχούν δουλοπρεπώς στον συμφεροντολογικό εαυτό τους ακόμα (ή ιδίως) σε περιπτώσεις ανθρώπινης απώλειας. Η Άντζι και η Πατ είναι δύο μεσήλικες λεσβίες, στους πρόποδες της τρίτης ηλικίας, αγαπιούνται ιδιαίτερα, συντροφεύονται με την πειστική σεμνότητα των ζευγαριών που δένουν σαν αντιγόνο-αντίσωμα. Τα πρώτα 20-25 λεπτά της ταινίας είναι μια τρανή, όσο κι αν χαμηλότονη, απωανατολική απάντηση στο κλασικό μοντάζ της αρχής του Pixarικού «Up». Με πραότητα, αντί κεραυνοβόλες διαδοχές εικόνων, σιωπηλά αντί όλο χρώματα/μουσικές και βροντώδεις ατραξιόν και με μια βεβαιότητα απεύθυνσης στο κοινό που αφορά, συστήνει χωρίς εντυπωσιασμό μια σχέση στην οποία το ζεύγος είναι η ανώτατη μονάδα μέτρησης των πραγμάτων της ζωής. Όταν λείψει η μια, ο ένας, το ένα, πείτε το με όποια αντωνυμία, ο κόσμος ξεθωριάζει, τα γέλια παύουν, η ζωή είναι άδεια.

...η συγκίνηση, η ικανότητα μιας ταινίας να σε εντάξει στον κόσμο της, να σε θυμώσει κιόλας, ίσως, και να σε κάνει κατά βούληση «θύμα της», είναι όλα παρόντα

Αν ο Ρέι Γιουνγκ, τον οποίον εδώ στις Νύχτες Πρεμιέρας θυμόμαστε από το «Ένα Φιλί Στο Λυκόφως» (2019), είχε ακολουθήσει τον δρόμο της απώλειας στο έργο του, θα είχε πιθανότατα δώσει ένα μικρό κόσμημα στο σινεμά του είδους. Διάλεξε μια ακόμα πιο φιλόδοξη οδό. Την ιστορία μιας απώλειας μέσα από τα αρπακτικά μιας οικογένειας που μπρος στο συμφέρον τους (προσωπικά δεν βλέπω ομοφοβικότητα στην στάση τους) και εκμεταλλευόμενοι νομικά κενά που σήμερα πια φαντάζουν αδιανόητα στην κάλυψη της προσωπικής ζωής των ανθρώπων ενώπιον του Νόμου, ετοιμάζονται να την πετάξουν έξω από το σπίτι που μοιράστηκε επί δεκαετίες με την γυναίκα της. Εξαιτίας της επιλογής αυτής παίρνουμε μια εικόνα-καταγραφή ενός ευρύτερου Πολιτισμού που την περασμένη εβδομάδα στο «Γκραν Τουρ» περιγράφαμε ως αινιγματικό αλλά σε κάποιες πτυχές του δεν διαφέρει από τους Μολάους, την Ελασσόνα και το Διδυμότειχο. Η παγκοσμιοποίηση, φαίνεται, δεν άφησε ούτε ευγενείς κουλτούρες, όπως η κινεζική, άχραντες. Θα μου πεις τώρα το κατάλαβες, όχι, αλλά τέτοιες επιβεβαιώσεις αποθαρρύνουν.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο του έργου, επειδή ο Γιουνγκ είναι ο ίδιος ευγενής και πολύ λιγότερο από το υπογράφοντα επιρρεπής στον θυμό, είναι το γεγονός ότι η Άντζι (και το σκηνοθετικό του μάτι) βλέπουν και αναγνωρίζουν τις στιγμές που τα αρπακτικά θυμίζουν ανθρώπους. Οι μοναχικοί λυγμοί σ΄ ένα νεκροταφείο, μια ειλικρινής εξομολόγηση ζήλειας, η διήγηση μιας ανάμνησης, συνηγορούν. Περισσότερο όλων συνηγορεί η ίδια η πρωταγωνίστρια που δεν οργίζεται, δεν απειλεί. Μάχεται, αλλά δεν επιτρέπει στην συμφεροντολογική μικροπρέπεια να αντικαταστήσει τον πόνο του χαμού της συντρόφου της. Έχει ακόμα και την ψυχραιμία (και η ταινία μαζί της), υπό μορφή ανθρώπινης συμπόνιας, να δει αδυναμίες μας που υποβοηθούνται και από την ταξική μας κατάσταση.

Το έργο ακολουθεί επίσης μια λίαν αφαιρετική λογική, ιδίως σε διαδικασίες (μια κηδεία, μια μετακόμιση, μια δίκη) που επίσης θα αποπροσανατόλιζαν. Κρατά την φακό της πάνω στην ολομόναχη γυναίκα και στα επεισόδια της αδυναμίας των ανθρώπων να υπερβούν μικρότητα και νομικά κενά. Δεν το κάνει με κάποιον αξέχαστο κινηματογραφικά τρόπο, ούτε με ένα σενάριο που στην διαλογική του έκφανση θα μείνει ανεξίτηλο μέσα μας. Δύσκολα θα μείνει σημείο αναφοράς ή επίδρασης σε μελλοντική ταινία. Όμως η συγκίνηση, η ικανότητα μιας ταινίας να σε εντάξει στον κόσμο της, να σε θυμώσει κιόλας ίσως (ιδίως αν είσαι ευερέθιστος με την χαμέρπεια ή την πολιτειακή/συνταγματική ανεπάρκεια) και εν τέλει να σε κάνει κατά βούληση «θύμα της» (ας πούμε με μια υπέροχη τελική σκηνή), είναι όλα τους παρόντα. Θα μπορούσε ίσως να λείπει μια αχρείαστη λογική «όλα τα στρέιτ ζευγάρια είναι προβληματικά, αποτυχημένα, παθογενή, όλες οι queer σχέσεις αρμονικές, αλληλέγγυες κι εποικοδομητικές», αλλά ακόμα και μια τέτοια λογική δεν μπορεί να θολώσει το συναισθηματικό αποτύπωμα. Ούτε την επιλογή της που είναι η σημασία των δικών μας ανθρώπων έναντι της ασημαντότητας του συμφεροντολογικού «γενικού πληθυσμού».

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Όλα Θα Πάνε Καλά
  • Όλα Θα Πάνε Καλά