Κορσές - ταινιες || cinemagazine.gr

Κορσές

Corsage

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Αυστρία, Λουξεμβούργο, Γερμανία, Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρί Κρόιτσερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μαρί Κρόιτσερ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Βίκι Κριπς, Άαρον Φρις, Κόλιν Μόργκαν, Μάνουελ Ρούμπι, Φλόριαν Τάιχμαϊστερ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Τζούντιθ Κάουφμαν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Καμίλ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Cinobo
    Κορσές

Μοντέρνα ανάγνωση μέρους της βιογραφίας της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, γνωστής και ως «Σίσσι». Φεμινιστικό πρίσμα-σφήνα στο σινεμά του Λάνθιμου και του Λαραΐν και κυριαρχική εμφάνιση της Βίκι Κριπς στο κεντρικό ρόλο.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Στην οποία Βίκι Κριπς, την Λουξεμβουργιανή ηθοποιό, αρμόζει και η πρώτη αναφορά. Την εισήγαγε στο ευρύτερο κοινό ο Πολ Τόμας Άντερσον στην «Αόρατη Κλωστή» του και το πώς στάθηκε εφάμιλλα απέναντι στον μεγαθηριακό Ντάνιελ Ντέι Λιούις έδωσε ένα πρώτο πειστήριο βεληνεκούς. Έκτοτε έχει δουλέψει σε πλήθος παραγωγών, όλες όμως δεν αξιοποίησαν το βεληνεκές αυτό. Εδώ παίρνει για μια ακόμα φορά έναν ρόλο αντάξιό της και ανταποδίδει. Στο ασύσπαστο, ιδιαίτερο, πρόσωπό της βλέπει κανείς έναν συνδυασμό αήττητης επιμονής και υπόκωφου, περιφρονητικού μένους, που δίχως την παραμικρή υποχώρηση στον «λαϊκισμό» του παιχνιδιού με την κάμερα (δηλαδή τον θεατή), επισημοποιεί μια μεγάλη ερμηνεύτρια. Μένει στους δημιουργούς αν, πώς και πόσο θα την αξιοποιήσουν. Εδώ στηρίζει και οδηγεί την ταινία σε όλα της τα επίπεδα. Τα οποία στοιχειοθετούν μια περίεργη, ανελέητη ταινία, πάνω ακριβώς στο μένος αυτό, στην φυσιογνωμική και, κατά το δυνατόν, πρακτική απόκριση μιας γυναίκας που από το χρυσό αυτοκρατορικό της κλουβί, φτύνει, γδέρνει και αψηφά το πατριαρχικό πλαίσιο της κληρονομημένης θέσης της.

Μέσω μιας πλήρως αναθεωρητικής προσέγγισης και με μια αναρχική, υποδόρια επιθετικότητα, η Μαρί Κρόιτσερ αψηφά την πραγματική ζωή της Ελισάβετ της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, ανταλλάσσοντάς την με έναν αντι-biopic τρόπο που επιχειρεί να εξορύξει την αλήθεια «μιας γυναίκας που φλέγεται». Η Ελισάβετ των Κρόιτσερ και Κριπς αναφέρεται μεν στο πραγματικό πρόσωπο, όμως το ζητούμενό τους δεν είναι «η ζωή της», αλλά μια ειδικά γενικόλογη (...) ιστορία της Γυναίκας. Που ιστορικά εξαναγκασμένη σε μια ζωή τρόπων και πόζας, μια ζωή ρόλου δηλαδή, επαναστατεί ακριβώς πάνω στους τρόπους και την πόζα του ρόλου αυτού. Σημασία εδώ δεν έχει η αντιπρόταση, μολονότι υπάρχουν στιγμές που προκύπτει μια φιλομάθεια, μια ροπή προς το νέο. Η ταινία δεν θα πρέπει ίσως να κριθεί πάνω στην έλλειψη αυτή. Σημασία έχει η αποσαφήνιση του υπαρξιακού πνιγμού, η κατανόηση μιας ιστορικής θέσης και η δικαιολόγηση των λογιών καθημερινών ανατροπών/εκτροπών που η γυναίκα αυτή επιχειρεί προκειμένου να χαρίσει στον εαυτό της την ψευδαίσθηση μιας απούσας ελευθερίας.

Εύλογα αναφύεται το ερώτημα της επιλογής του ιστορικού προσώπου. Το οποίο έχει μικρή σχέση με αυτό που βλέπουμε στο κινηματογραφικό κάδρο. Η Κρόιτσερ (που αχρείαστα προκλητικά δηλώνει ότι δεν θυμάται πού υπάρχει ιστορική ακρίβεια και πού όχι), πιστά στο αναρχικό της πνεύμα, και προς όφελος της ταινίας, κάνει ένα έργο αναιδές, του οποίου ο φακός σε περιορίζει ολοένα κοντύτερα στην «βιογραφούμενη» και τις επιλογές της, δίχως (πολύ) επεξηγηματικό ψυχολογισμό και, κυριότερα, χωρίς διάθεση απολογίας. Η Ελισάβετ δεν είναι «συμπαθής» με την τρέχουσα έννοια και αυτό συμβαίνει για να ρυμουλκήσει με το στανιό τον θεατή στην δομικής φεμινιστικής σημασίας ρήση του ότι οι παραδοσιακές έννοιες ενός πατριαρχικά ορισμένου μέσου, και του κληρονομημένου του βλέμματος, οφείλεται να ανατραπούν. Οι γυναίκες στο θέαμα (αλλά και γενικά) ορίζονται διαφορετικά, προφανώς αυτόνομα και με δική τους σκοπιμότητα.

Κινηματογραφικά, ωστόσο, το πράγμα δεν είναι ανέφελο. Ιδίως αν ανήκει κανείς στους θιασώτες της πλοκής σε μια ταινία. Ανάγκη που χωρίζει τους σινεφίλ από τους (ακόμα και μανιώδεις) κινηματογραφικούς θεατές, η πλοκή είναι κάτι που εδώ απουσιάζει, δεν υπάρχει κάτι που να κινεί την ιστορία. Την κινεί ο χαρακτήρας της Ελισάβετ και οι αντιδράσεις της σε μια σειρά επεισοδίων που παρατάσσονται, σε στοιχειώδη δραματουργική κλιμάκωση, οριζόμενη κυρίως από την ημερολογιακού χαρακτήρα επιλογή των συμβάντων περί το έτος 1878, όταν και η Σίσσι έκλεισε το σημαδιακό 40ό έτος της ηλικίας της. Πάντως, προς τους φίλους της πλοκής, που ίσως αλλεργούν στην απουσία της, η ιδιοσυγκρασία της (μυθοπλαστικής) Ελισάβετ και το ιδιότροπο μένος της ερμηνείας της Κριπς εξάπτουν το ενδιαφέρον και αξίζουν την ευκαιρία «αντοχής» στο αργό τέμπο και την σχετική αυταρέσκεια των (καλαίσθητων) εικόνων.

Για τις τελευταίες, άλλοτε οπτικά ευρηματικές και άλλοτε πλήρεις προσεκτικών αναχρονισμών που θεωρητικά γεφυρώνουν τις εποχές και κάνουν διαχρονική την στόχευση, οι αναφορές κυμαίνονται ανάμεσα στην επιμελή παρατονία του Λάνθιμου («Ευνοούμενη»), τις τονικές εμμονές του Λαραΐν (γενικώς στα biopic του), τις αναχρονιστικές αμφιέσεις της Κόπολα («Μαρία Αντουανέτα»), το εικαστικό κύρος του Κιούμπρικ («Μπάρι Λίντον»). Εμείς, ίσως και λόγω πάθους, είδαμε ένα homage στην Σίσι του Βισκόντι στον ανυπέρβλητο (και ανυπέρβλητα μακάβριο) «Λούντβιχ» του, στον τρόπο που εκείνος εμφατικά διέγραψε από τη λαϊκή φαντασία την Αυτοκράτειρα που το κοινό λάτρεψε στην τριλογία του Μαρίστσκα (1955-1957), βάζοντας μάλιστα την ίδια την Ρόμυ Σνάιντερ να γκρεμίσει την πλάνη. Εδώ, οι συναντήσεις της Ελισάβετ με τον Λούντβιχ ΙΙ της Βαυαρίας, με τον οποίον μάλιστα μοιράζονταν το ίδιο αίμα του Οίκου των Βίτελσμπαχ, μπορεί να μην έχουν ίχνος από την αριστοκρατικότητα του Βισκόντι, μοιράζονται όμως μια έννοια ιστορικότητας και πετυχαίνουν ένα δραματουργικό βάρος που φωτίζει τον χαρακτήρα της ηρωίδας.  

Για τον υπογράφοντα η επιλογή του ιστορικού προσώπου δεν δικαιολογεί πλήρως τις προθέσεις. Στιγμιότυπα της πραγματικής Ελισάβετ και κάποιων συνηθειών της (το βάρος, η αυταρέσκεια, η ιππασία και η ξιφασκία, το κάπνισμα) ορθώνουν ένα τείχος πραγματολογικής ακρίβειας που καθιστά δύσκολη την κατάποση της αποσιώπησης ιδιαίτερα ενοχλητικών συμπεριφορών της και εκνευριστική την πλήρη παραχάραξη του τέλους της που και αποτυγχάνει να χαρίσει έστω ένα δράμι συμπάθειας στο πρόσωπο και ελευθερώνεται ηττοπαθώς στην αυτοκαταστροφή. Δικαιολογείται δραματουργικά, αφού η Ελισάβετ πασχίζει για τον αυτοπροσδιορισμό της, αλλά αδικεί την κινηματογραφική διαδικασία της συμμετοχής του θεατή στο δράμα. Σε τόσο απαραίτητες φεμινιστικές (ίσως είναι περιοριστικός ο όρος) προτροπές δεν αρμόζει «απλά» μια εγκεφαλική τεκμηρίωση που, αναμφίβολα πάντως, το σινεφίλ κοινό θα καταφέρει. Το ζήτημα είναι να ξεμύτιζε το έργο και λίγο πιο έξω από τα στεγανά αυτά.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Κορσές
  • Κορσές