Η Ληστεία του Αιώνα 2 - ταινιες || cinemagazine.gr

Η Ληστεία του Αιώνα 2

Den of Thieves 2: Pantera

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2025
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ/Καναδάς/Ισπανία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστιαν Γκούντεγκαστ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Κρίστιαν Γκούντεγκαστ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τζέραρντ Μπάτλερ, Ο'Σι Τζάκσον Jr., Εβίν Αχμάντ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Τέρι Στέισι
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Κέβιν Μάτλεϊ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Η Ληστεία του Αιώνα 2

Με χαριτωμένο ελληνικό τίτλο που σχεδόν ακυρώνει την προηγούμενη ταινία, το φιλμ προσφέρει τα στοιχειώδη στους φίλους της crime μυθοπλασίας και της δράσης, επικαλούμενο κορυφές που αδυνατεί να προσεγγίσει. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Πολύ ιδιαίτερη η περίπτωση του Τζέραρντ Μπάτλερ. Σπούδασε νομική, άσκησε για λίγο τη δικηγορία, αλλά ήθελε να γίνει διάσημος – όχι απαραίτητα ηθοποιός- και οι συγκυρίες τον έφεραν στο σανίδι και (κυρίως) στο πανί. Αν και το ευρύτερο κοινό τον πρόσεξε πρώτη φορά στο ξεχασμένο «Φάντασμα της Όπερας» του Τζοέλ Σουμάχερ, η πηγαία brutal φυσιογνωμία του έφερε τον ρόλο του Λεωνίδα στους «300» του Ζακ Σνάιντερ και μαζί του μια καριέρα στο σινεμά δράσης. Ο Σταλόνε στον Σβαρτζενέγκερ του – για να κάνουμε μια ωραία, αν και μάλλον αδόκιμη ‘80s αναλογία- μάλλον είναι ο Τζέισον Στέιθαμ. Όχι τυχαία, μετά την αστοχία του «Revolver», ο Ρίτσι στράφηκε στον Μπάτλερ για τον «RocknRolla» του. Συνολικά, όμως, ο Στέιθαμ μάλλον έχει πιο αξιόμαχη φιλμογραφία, που δεν οφείλεται μόνο στην τύχη, αλλά και στη συνολική αντιμετώπιση της δουλειάς – ο Μπάτλερ απλώς χαίρεται που βρίσκεται εδώ, ο Στέιθαμ είναι εργασιομανής και έχει μια πιο hands-on προσέγγιση της περσόνας του και του σινεμά γενικότερα.

Πάντως, βλέποντας ερμηνείες του σαν εκείνη στον «Κοριολανό» του Ρέιφ Φάινς, στον ρόλο του Αουφίδιου, που είχε ερμηνεύσει και στο θέατρο, ή στους ήσσονες ψυχολογισμούς του «Vanishing» (2018), είναι εμφανές ότι μπορεί και περισσότερα, αλλά είπαμε, απλώς χαίρεται που είναι ακόμα εδώ και μαζί του χαίρεται κι ένα κοινό που φαίνεται να τον ακολουθεί. Αυτό το κοινό έκανε το «Den of Thieves» ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία πριν έξι χρόνια και, όπως όλα δείχνουν, γέννησε ένα franchise.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς παρακολουθώντας αυτό το δεύτερο μέρος, είναι ότι, πλην του Μπάτλερ, λείπουν παντελώς οι φάτσες. Σε γενικές γραμμές απουσιάζουν από το σινεμά, θα μας πειτε. Ας μην το χρεώσουμε σε αυτή την παραγωγή. Αλλά στο μέσο ευρωπαϊκό crime movie των ‘70s και των '80s, για παράδειγμα, ή στις ταινίες του Μάικλ Μαν, που εμφανώς αγαπά ο Κρίστιαν Γκούντεγκαστ, ακόμα και ο τελευταίος κομπάρσος στο κάδρο έχει φάτσα διαλεγμένη κι αξιομνημόνευτη. Kαι μακάρι να περιοριζόταν στους κομπάρσους το θέμα. Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η δυναμική συντροφικότητας κι αντιπαλότητας ανάμεσα στον Μπιγκ Νικ και στον Ντόνι, χρειάζεται ηθοποιός ικανός να σταθεί σαν ίσος προς ίσο απέναντι στον Μπάτλερ, έστω και με τους δικούς του όρους. Και το βασικά πρόβλημα του Ο’ Σι Τζάκσον Jr., υιού του Ice Cube και ράπερ, δεν είναι τόσο ότι διαθέτει την εκφραστικότητα του κομοδίνου, όσο ότι δεν έχει –σωστά μαντέψατε- φάτσα. Φάτσα κινηματογραφική, πρόσωπο δηλωτικό μιας δύσκολης ζωής, βλέμμα οργίλο και φιλόδοξο – πράγματα που χρειάζεται ο χαρακτήρας του δηλαδή.

Σταθήκαμε στις φάτσες ως ένα (φαινομενικά) έλασσον στοιχείο που ελλείπει, για να εξηγήσουμε τι δεν πηγαίνει καλά με το μείζον. Μπορεί ο Κριστιάν Γκουντεγκάστ να έχει τις σωστές αναφορές, να λατρεύει τον Μάικλ Μαν τόσο που να προσθέτει στην ταινία σκηνή σε κλαμπ αλά «Miami Vice», μπορεί να επιχειρεί μια καταδίωξη αλά «Ρόνιν» στους ίδιους δρόμους, αλλά με μερικά μυδραλιοβόλα παραπάνω, πάσχει όμως από την ίδια νόσο που πλήττει μια γενιά νεότερων σκηνοθετών είδους. Λατρεύουν καλές ταινίες, επειδή τους αρέσουν οι εικόνες που βλέπουν, αλλά τους διαφεύγει το context στο οποίο παρατίθενται, τους διαφεύγει τόσο ο τρόπος που υπηρετούν ένα ευρύτερο σκηνοθετικό όραμα, όσο και τα γενικά και ειδικά στοιχεία που απαρτίζουν αυτό το όραμα. Για να μην τα πολυλογούμε ψυχανεμίζονται το πώς, αλλά τους διαφεύγουν το γιατί και το δια ταύτα.

Το δεύτερο «Den of Thieves» μεταφέρει τη δράση στην Ευρώπη, εντάσσοντας και λίγο κοσμοπολιτισμό στο μείγμα της πρώτης ταινίας. Ναι επικαλείται μια άλλη κινηματογραφική αίσθηση και επιστρατεύει έναν άλλο ρυθμό από τα «Fast and Furious» για παράδειγμα, αλλά η δραματουργία, η χαρακτηρολογία και η διάδραση μεταξύ των ηρώων έχουν τη bros before hos mentalite εκείνων των ταινιών, την όχι απλώς συνειδητή, μα αναπόφευκτη ελαφρότητα και, τελικά, την ανάλογη βαρύτητα – δηλαδή καμία απολύτως.

Από την άλλη, δεν μπορεις να παραγνωρίσεις ότι το φιλμ είναι καλοφτιαγμένο, ακριβώς λόγω των αναφορών του δημιουργού του, και δεν νιώθει την ανάγκη να χαϊδολογήσει το attention span θεατών εθισμένων στο ΤikTok. Βάσει περιεχομένου, κυρίως σε αυτό το κοινό απευθύνεται, αλλά μέσα σου ελπίζεις ότι θα καταφέρει να εγκαταστήσει στον σκληρό του δίσκο την ιδέα ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος για να γίνει το σινεμά δράσης, έστω και με αυτό τον ανερμάτιστο τρόπο που τον επικαλείται. Όσο για τον Τζέραρντ Μπάτλερ, χαιρόμαστε κι εμείς που είναι ακόμα εδώ, αλλά το γεγονός ότι το «Den of Thieves» και το sequel του αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές της φιλμογραφίας του μέσα στην τελευταια δεκαετία, ίσως θα έπρεπε να τον προβληματίσει.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Ληστεία του Αιώνα 2
  • Η Ληστεία του Αιώνα 2