Τέσσερις Κόρες
Four Daughters
Ένα τρομακτικά ενδιαφέρον μα ηθικά επαίσχυντο ντοκιμαντέρ από τη δημιουργό του «Ανθρώπου που πούλησε το Δέρμα του».
Οι «Τέσσερις Κόρες» της Καουτέρ Μπεν Ανιά («The Man who Sold his Skin»), που συμμετείχαν στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Καννών, έχουν ένα πολύ ελκυστικό concept. Η Όλφα είναι μια Τυνήσια μητέρα τεσσάρων κοριτσιών. Οι δύο από τις τέσσερεις κόρες δεν βρίσκονται πια στην οικογένεια, έχουν εξαφανιστεί. Η δημιουργός Κάουτερ Μπεν Ανιά προσλαμβάνει δυο ηθοποιούς για να υποδυθούν τις χαμένες κόρες και μια ηθοποιό για να υποδυθεί τη μητέρα στις πιο επίπονες στιγμές και επιχειρεί μια αναπαράσταση της ιστορίας τους, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ηθοποιοί συνδιαλέγονται με τα πραγματικά πρόσωπα.
Πέρα από την ιστορία, που χαρτογραφεί παθογένειες του αραβικού κόσμου, μέσα από τραγικά πρόσωπα που υπέστησαν τις βλαβερές συνέπειες τους, μπορεί κανείς να δει στο εγχείρημά μια σπουδή για τα όρια της αναπαράστασης, για τις ιαματικές ιδιότητες του μέσου, για την ίδια την τεχνητή φύση της κινηματογραφικής αλήθειας που μπορεί να συλλάβει αυθεντικά (;) συναισθήματα ίσως. Υπάρχει όμως ένα πολύ μελανό στοιχείο, ένας ιός που εξαπλώνεται κατά τη διάρκεια της προβολής, μολύνοντας ολόκληρη τη δημιουργία, και σχετίζεται με την ευθύνη του ντοκιμαντερίστα απέναντι στα υποκείμενα του και με την ίδια την ηθική της εικόνας.
Κάθε φορά που κάποιο μέλος της οικογένειας θα ξεσπάσει σε δάκρυα, ο φακός της Μπεν Ανιά θα μείνει ανοιχτός για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω για να το καταγράψει και το (κατά τα άλλα μελωδικότατο) score του Αμίν Μπουχαφά θα είναι εκεί για να το φορτίσει συγκινησιακά ακόμα περισσότερο. Ας πούμε λοιπόν ότι είναι ένα μελοδραματικό ντοκιμαντέρ. Και πού είναι το πρόβλημα, θα μας ρωτήσετε. Το πρόβλημα είναι ότι η Μπεν Ανιά δημιουργεί διαρκώς τις συνθήκες για να αποσπάσει τέτοια ξεσπάσματα. Τσιγκλάει προβοκατόρικα τους αληθινούς πρωταγωνιστές για να προκαλέσει την αντίδρασή τους, τους βάζει να ξαναζήσουν επίπονες εμπειρίες, προκειμένου να βρει μια αλήθεια που, τελικά, ίσως να αφορά κυρίως τους ίδιους και τον ψυχοθεραπευτή τους. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ο κινηματογραφιστής και ο θεατής έχουν θέση εκεί μέσα.
Πίσω από το στιλιζάρισμα και την απορροφητική φόρμα της ταινίας μυστηρίου, κρύβεται μια ταινία που μεταχειρίζεται τεχνάσματα της reality τηλεόρασης και των εκατοντάδων true crime ψευδοντοκιμαντέρ, μια ταινία που πασχίζει να αντλήσει συγκίνηση από την πορνογραφία της δυστυχίας και της μιζέριας. Και υπάρχει άμεσος δόλος α’ βαθμού, όπως θα έλεγε ένα νομικός. Όταν η Μπεν Ανιά αφήνει τη μία κόρη να επιμένει ότι έχει ξανακάνει αναπαράσταση στην ψυχοθεραπεία της και ότι δεν την ενοχλεί, είναι σαν να ομολογεί ότι αντιλαμβάνεται τη διάρρηξη των ορίων και να χρησιμοποιεί ως προπέτασμα καπνού τη συναίνεση της συμμετέχουσας για να άρει τον καταλογισμό.
Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και σοκαριστική σκηνή αναπαράστασης, ένας ηθοποιός απαιτεί να σταματήσουν να γυρίζουν και όταν η Μπεν Ανιά του ζητά τον λόγο, εκείνος της απαντά πως έχει να της πει μερικά πράγματα, αλλά δεν το θεωρεί σωστό να καταγραφούν από τις κάμερες. Η ίδια η συμπερίληψη της σκηνής στο τελικό cut εντείνει τον προβοκατόρικο χαρακτήρα της δημιουργίας. Εύχεσαι πραγματικά κάποιος να είχε πει στη Μπεν Ανιά ακριβώς το ίδιο πράγμα πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα.