Υπόθεση Γκολντμάν
Le procès Goldman
H εξιστόρηση της 2ης δίκης του Πιερ Γκολντμάν, ενός αριστερού αντάρτη πόλεων που διέπραξε κάμποσες ληστείες, κατηγορήθηκε άδικα για φόνους, καταδικάστηκε συλλήβδην, φυλακίστηκε, έγινε διανοούμενος κι εν συνεχεία ξαναδικάστηκε με διαφορετική έκβαση. Πολλά λόγια, λιγότερο σινεμά, συστηματικά ενδιαφέρον αλλά και περιοριστικό.
Είναι εύκολη και συνάμα περίπλοκη η προσέγγιση για την «Υπόθεση Γκολντμάν». Εύκολη γιατί η δομή της ταινίας είναι τόσο απλή που να μην δυσχεραίνει την κριτική διέλευση στο πώς συνδιαλέγεται με το περιεχόμενο. Βλέπουμε μια δίκη με τα όλα της, η κάμερα σπανίως βγαίνει από την αίθουσα του δικαστηρίου, πολιτικές αγωγές και υπεράσπιση διαξιφίζονται σε ωραία γαλλικά και ποικίλες παραστάσεις καθείς, διακοπτόμενοι μόνο από τις γενικώς βίαιες εξάρσεις του κατηγορούμενου (ένας θεαματικός Αριέ Βολχάλτερ, που πήρε Σεζάρ φέτος για τον ρόλο) που όμως συνιστά έναν πράγματι εντυπωσιακό χαρακτήρα, ανθεκτικό σε συζητήσεις. Την ταινία, όμως, την ενδιαφέρει περισσότερο η ηρωική πλευρά του, σχεδόν υπονομεύοντας τα ίδια του τα αυτοκριτικά λόγια σε στιγμές του έργου. Στο τέλος, ωστόσο, λίγο πριν την απόφαση, η στάση/φράση του είναι απολύτως επίκαιρη και διεκδικεί ιστορική θέση σεναριακής ευστοχίας.
Περίπλοκη γίνεται η προσέγγιση στον λόγο της δημιουργίας της. Εμφανώς εκπρόσωπος της «προοδευτικής» Γαλλίας, έτσι όπως ενδιαφέρεται για την κριτική της Αστυνομίας ως κοιτίδας ανομίας, διαφθοράς και παρακμής (θεωρητικά ανάλογο ήταν κάποτε και το Εις το Όνομα του Πατρός, αλλά τόσο μα τόσο σπουδαιότερο), και τον διαδεδομένο κοινωνικοπολιτικό αντισημιτισμό μιας εποχής, δεν μοιάζει στην γενική της αμφισβήτηση να παραξενεύεται για την ταυτόχρονη ψήφο εμπιστοσύνης που δίνει σε έναν άλλον πολύπαθο Θεσμό, της Δικαιοσύνης, που εν τέλει κιόλας δίνει αναλογικό συγχωροχάρτι στον πρωταγωνιστή της.
Ο πρωταγωνιστής καθαυτός είναι όμως μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Γκολντμάν γεννήθηκε από Πολωνοεβραίους γονείς που τον πήραν μακριά από την Πολωνία λόγω των πογκρόμ, με τον πατέρα του να γίνεται εν συνεχεία ηρωικό και παρασημοφορημένο μέλος της γαλλικής Αντίστασης και την μητέρα του να επιστρέφει στην Πολωνία μαχόμενη κομμουνίστρια. (Στην ταινία τον πατέρα υποδύεται θριαμβευτικά ένας παλιός σύντροφος από τις μέρες του Αντρέι Βάιντα, ο Άνθρωπος από Σίδερο και ο Άνθρωπος από Μάρμαρο, η αυτού μεγαλειότης ο Γέρζι Ραντζιβίλοβιτς) Ο Γκολντμάν ασχολήθηκε στη ζωή του κυρίως με την εκπαίδευση στα αντάρτικα πόλεων, με ειδικά μαθήματα σε Κούβα και Βενεζουέλα, έμεινε μακριά από την εξέγερση του Μάη του ’68, την οποία έβρισκε αστική και επαναπαυμένη, και όταν του τέλειωσαν τα λεφτά άρχισε τις ληστείες. Καταδικάστηκε (για ληστείες και φόνο – φόνο που πάντοτε αρνήθηκε ότι διέπραξε) και μέσα στη φυλακή σπούδασε και έγραψε ένα βιβλίο για την υπόθεσή του, το οποίο με την έκδοσή του τού διασφάλισε την θαλπωρή ανθρώπων όπως η Σιμόν Σινιορέ («παρουσιάζεται» στην ταινία - παρεμπιπτόντως ο Ιβ Μοντάν θα έπαιζε πολύ διαφορετικά τον ρόλο, εκτιμώ) και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, και κατ’ επέκταση έναν θαυμασμό από την (και) ιδεολογικά σύμφυτη κοινή γνώμη. Χάρη στο βιβλίο αυτό, και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η υπόθεσή του οδηγήθηκε σε 2η δίκη της οποίας την εξέλιξη παρακολουθεί η ταινία. (Ο Γκολντμάν δολοφονήθηκε, μάλλον για λογαριασμό ακροδεξιών Ισπανών, λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του.)
Ακόμα και όταν η πραγματική ιστορία είναι πεντακάθαρη, η ταινία έχει διαλεκτικά χρέη. Η ιδεολογική σαφήνεια στην τέχνη είναι πληκτική
Η πρόκληση της αυστηρότατης και απλούστατης δομής είναι να «δεις» τα ραγίσματά της, τις αντιφάσεις της, το πώς ένας φαινομενικά κλειστός κόσμος (του δικαστηρίου) επηρεάζεται από έννοιες και πρακτικές που γεννιούνται και θριαμβεύουν (ενίοτε και σε βάρος του) έξω από αυτό. Από εδώ μπορεί να ξεκινήσει μια έκθεση προσωπικών ιδεών έκαστου γράφοντος που δεν εκτιμώ δόκιμη. Η ταινία άλλωστε είναι τόσο «μπροστά και στο κέντρο» με καθετί που εκπροσωπεί που ο καθένας θα κρατήσει αυτό που του χρειάζεται. Η κατηγορούσα αρχή απαρτίζεται από έναν καμποτίνο κι από έναν σοβαρό άνθρωπο, η υπεράσπιση έχει έναν αισθηματία (που βλέπουμε πρακτικά μόνο στις τελικές ομιλίες) και έναν πιο σύνθετο δικηγόρο στοιχείων που έχει μεγάλο δραματικό ενδιαφέρον καθότι Εβραίος και αυτός (ενδιαφέρον το οποίο ασθμαίνει στις έριδες με τον πελάτη του). Στη μέση είναι οι μάρτυρες της πολιτικής αγωγής (πιόνια της ταινίας όλοι, πρακτικά) και ο πατέρας Γκολντμάν. Αρχηγός του μπουλουκιού είναι φυσικά ο ίδιος ο κατηγορούμενος, με περικεφαλαία από την ταινία και τη ζωή το «δεν χρειάζομαι μάρτυρες υπεράσπισης γιατί είμαι αθώος», ένας χαρακτήρας αυτοδίκαιος, ακραία «οντολογικός», τον οποίον η ταινία σε καλεί αυτοματικά να συμπαθήσεις εκμεταλλευόμενη ασφαλώς και την φυσική ροπή μας να είμαστε με το μέρος των διωκόμενων.
Όμως όλα αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα να τα βλέπει κανείς τόσο ασπρόμαυρα - και η απλή δομή δεν μασκαρεύει την πολιτική απλοϊκότητα. Ακόμα περισσότερο η ηφαιστειώδης πολιτικά εποχή, τρομοκρατικά οριζόμενη στην καρδιά της Ευρώπης (αν και βέβαια ο Γκολντμάν δεν ανήκει στην ίδια πρόταση με την φράξια του Κόκκινου Στρατού στη Γερμανία τα ίδια χρόνια), δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται τόσο προσωποπαγώς με την ασφάλεια της ιδεολογικής επικάλυψης και της «ιστορίας βασισμένης σε αληθινά περιστατικά». Ακόμα και όταν η πραγματική ιστορία είναι πεντακάθαρη, η ταινία έχει διαλεκτικά χρέη. Η ιδεολογική σαφήνεια στην τέχνη είναι πληκτική.