Το Θαύμα - ταινιες || cinemagazine.gr

Το Θαύμα

Miracol

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ρουμανία, Τσεχία, Λετονία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπόγκνταν Τζόρτζε Απέτρι
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μπόγκνταν Τζόρτζε Απέτρι
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ιωάννα Μπουγκαρίν, Εμάνουελ Πάρβου, Βαλέριου Αντριούτα, Βαλεντίν Ποπέσκου
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Όλεγκ Μούτου
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weirdwave
    Το Θαύμα

Το ρουμάνικο σινεμά εξακολουθεί να είναι εδώ. Εκπληκτικό δείγμα μιας διαρκούσας κινηματογραφικής άνοιξης που εξελίσσεται στην βαλκανική χώρα, η ταινία του Απέτρι είναι ένα περίπου αλάνθαστο κινηματογραφικό θαύμα, που κρύβει στην απαιτητική του φόρμα ερωτήσεις και (κάποιες) απαντήσεις τις οποίες όσοι πιστοί θεατές του προσέλθουν θα κρατήσουν για καιρό μαζί τους.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Πρώτα απ’ όλα, έστω και για να διατηρηθεί ένας όσο γίνεται σκωπτικός χαρακτήρας γύρω από την βλοσυρή και μαζί ελπιδοφόρα ταινία, να πούμε ότι χρειάζεται πράγματι θαυματουργή προσπάθεια για να μιλήσεις για ένα έργο όπως αυτό δίχως να αποκαλύψεις την πλοκή του. Θα επιτευχθεί ο στόχος, κρατήστε όμως υπ’ όψιν σας ότι πολλά από τα γραφόμενα θα αποκτήσουν σάρκα και οστά αφ’ ότου το δείτε.

«Το Θαύμα», δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που δουλεύει ο Απέτρι, το πρώτο μέρος ήταν το «Αγνώστων Στοιχείων» που προβλήθηκε στο 61ο ΦΚΘ, αποτελείται από δύο ευκρινή κεφάλαια. Στο πρώτο μια καλόγρια φεύγει για ιατρικούς λόγους από το μοναστήρι της, αλλά η έκβαση θα είναι τρομερή, και στο δεύτερο ένας αστυνομικός επιχειρεί να διαλευκάνει τι συνέβη. Και οι δύο χαρακτήρες έρχονται από το «Αγνώστων Στοιχείων», δεν είναι όμως απαραίτητο να το έχει δει κανείς, το έργο στέκει αυτόνομα.

Η φόρμα της ταινίας, δηλαδή οι επιλογές σκηνοθεσίας και σεναρίου – και για τα δύο υπεύθυνος ο Απέτρι, που μοντάρει κιόλας – ως προς τον τρόπο της κινηματογράφησης είναι σαφείς αρχικά, και αποδεικνύονται εμβριθείς όσο περνά η ώρα. Τα μονοπλάνα, που ίσως εγείρουν μια δυσαρέσκεια από μέρους του απροετοίμαστου θεατή, περικλείουν μια εντυπωσιακή δύναμη απορρόφησης στην ιστορία, που την αισθάνεσαι βαθμιαία.

Η θαυματουργή δυνατότητα του κινηματογράφου να στριφογυρίζει και να αναδιπλώνει μονοκοντυλιά ό,τι περισσότερο αισθανόμαστε, μεταμορφώνοντάς το σε βαρύτιμες, αίσιες σκέψεις. Έστω και επαφιέμενες σε ένα θαύμα. 

Το ίδιο βαθμιαία διαπιστώνει κανείς ότι οι δύο ιστορίες, μέχρι ένα κρίσιμο σημείο, είναι κινηματογραφημένες ανάλογα, λες και τα πλάνα θέλουν να ζευγαρώσουν αυτό που παρακολουθούν. Το παιχνίδι του χρόνου και των αναλογιών εκτυλίσσεται θαυμαστά. Την ίδια στιγμή, ένας περιεκτικός διάλογος σχηματίζει την εγκόσμια, ανθρώπινη πλευρά του έργου: Σε μια σημερινή Ρουμανία, οι κάτοικοι αναπολούν το παρελθόν, μέμφονται το παρόν «που όλα πάνε κατά διαόλου», δυσφορούν για το μέλλον που με τις πράξεις τους ήδη οικοδομούν. Τα σχεδόν πανταχού παρόντα τραγούδια στο ραδιόφωνο, δίνουν ένα επίπεδο βαθύτερα στην δυσαρέσκεια αυτή. Οι Ρουμάνοι αναπολούν ίσως και την κομμουνιστική εποχή (απ’ όπου έρχονται τα τραγούδια της Μιχαέλα Ρουντσεάνου και του Τζίκα Πετρέσκου που ακούγονται), κυριεύονται ευκολότερα από ένα ελεγχόμενο συναίσθημα αντί του δύσληπτου κυνισμού της μοντέρνας καθομιλουμένης. Τόσα καταλαβαίνουν από το παρόν, τόσα διαλέγουν από το αμετάκλητο παρελθόν. Όπως συζητούν τα δύο κεφάλαια, έτσι συνδέονται και οι δύο χρόνοι.

Η διαρκής αντιπαραβολή όμως του παρόντος με το παρελθόν, πάντοτε ασφαλές αυτό υπό την αιγίδα του τετελεσμένου και της χαμένης ανθρώπινης νιότης που το περιθάλπει, δεν είναι παρά μια γκρίνια, μια μίζερη άρνηση. Ενόσω γκρινιάζουμε, μοιάζει να λέει ο Απέτρι, υπάρχουν άνθρωποι (προϊόντα και παραπροϊόντα της απόστασης των εποχών) που ολοένα απομακρύνονται κι απομονώνονται στην καρδιά του σύγχρονου μηδενισμού. Θα τους αναγνωρίσετε σε δύο βασικούς χαρακτήρες του έργου.

Και το θαύμα; Πολλαπλό. Αρκεί να κάνεις την ερώτηση, να ανακατέψεις την ταινία μέσα σου και να ανοίξεις το μυαλό σου να δει τις συνδέσεις, να παρευρεθεί στην επίμονη γεωγραφία του έργου, να ακούσει μια εξαιρετικά σχεδιασμένη ηχητική μπάντα, να σκεφθεί την στοχαστική (και ναι, πιστή) κίνηση της μηχανής. Έστω και αν δεν προσηλυτιστείς. Ο Απέτρι, άλλωστε, δεν θέλει κάτι τέτοιο. Κάνει μια εμφανώς πνευματική ταινία, μια ταινία που θα την έλεγες χριστιανική σύμφωνα με την ορθόδοξή μας κατανόηση, αλλά διόλου απόμακρη για όσους δεν στέργουν, μια ταινία πάνω στην σύγχρονη ηθική παρακμή που συντελείται επαγωγικά, αλλά όχι επιτηδευμένα, ενώ εμείς εξακολουθούμε αβασάνιστα τις ζωές μας. Τα συμπεράσματα που εκβάλλουν ορμητικά μόλις σκεφτούμε την αόρατη ζωή των χαρακτήρων, ενδέχεται, να μας πείσουν.

Την ίδια στιγμή, το θαύμα, μέχρι να φτάσουμε στο ήδη ιστορικό μονοπλάνο της προτελευταίας σκηνής της ταινίας (ένα πλάνο που θα το ζήλευαν οι Γιαντσό, Αγγελόπουλος και, πρωτίστως, Ταρκόφσκι, έτσι όπως εσωκλείει από μόνο του μια αστείρευτη κουβέντα περί της ηθικής αφηγηματικής δύναμης του πλάνου) συντελείται ακατάπαυστα μέσα στο έργο. Όχι μόνο στις έκτακτες ανατροπές, που τεκμηριώνουν μονομιάς ότι το μελετημένα αργό σινεμά δύναται συναισθηματική περιπλοκότητα εκπληκτική, ούτε στην ανθρωποκεντρική («όλες οι δουλειές είναι ωραίες όταν αγαπάς τον άνθρωπο», ακούγεται σε μια στιγμή) παγίδα που μαστορεύεται για να κατορθώσει έναν, τρόπον τινά, αισώπειο μύθο. Αλλά στην θαυματουργή δυνατότητα του κινηματογράφου να στριφογυρίζει και να αναδιπλώνει μονοκοντυλιά ό,τι περισσότερο αισθανόμαστε (τον χρόνο και τις επιλογές μας), μεταμορφώνοντάς το σε βαρύτιμες σκέψεις που σε κάνουν να αισιοδοξείς. Έστω και επαφιέμενος σε ένα θαύμα. 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Το Θαύμα
  • Το Θαύμα