Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους - ταινιες || cinemagazine.gr

Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους

Ouistreham

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμανουέλ Καρέρ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Εμανουέλ Καρέρ, Ελέν Ντεβίνκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζιλιέτ Μπινός, Ελέν Λαμπέρ, Στιβ Παπαγιάννης, Ντιντιέ Πουπέν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Πατρίκ Μπλοσιέ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ματιέ Λαμπολέ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentozs Film
    Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους

Mια συγγραφέας υποδύεται την ανώνυμη άνεργη που γίνεται καθαρίστρια, προκειμένου να αντλήσει το υλικό του επόμενου βιβλίου της για την ανεργία και την στα όρια του βασικού μισθού (και της αξιοπρέπειας) εργασία στην Γαλλία. Βασισμένο σε πραγματική ιστορία.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η Ζιλιέτ Μπινός ερμηνεύει κατά κάποιον τρόπο την Φλοράνς Ομπενά, την διάσημη δημοσιογράφο που πριν από 15 χρόνια είχαν συλλάβει οι Ιρακινοί κρατώντας την για πάνω από 5 μήνες. Το 2010, η Ομπενά είχε υπογράψει το βιβλίο «Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους», στο οποίο περιέγραφε, μεταξύ άλλων, τον εργασιακό ζόφο στο λιμάνι της Καν στο τομέα της καθαριότητας των φέρι μποτ. Για να το γράψει με (μια κάποια) ακεραιότητα, είχε η ίδια υποδυθεί πως βρισκόταν σε αναζήτηση εργασίας και είχε προσληφθεί από την εκεί υπηρεσία καθαριότητας με εξοντωτικά ωράρια και βασικό μισθό.

Από την ταινία λείπει σθεναρά η δραματική ένταση, αλλά όχι και η φιλοτιμία. Η Μπινός είναι αξιόπιστη, ο υπογράφων Εμανουέλ Καρέρ, 17 χρόνια μετά το (καλύτερο) «Μουστάκι», έχει την εντιμότητα να θέλει να προσεγγίσει με έναν σύγχρονο νεορεαλισμό το θέμα (οπότε όλοι οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες – μία, η Κριστέλ της Ελέν Λαμπέρ, εξαφανίζει και την Μπινός), και το τελικό αποτέλεσμα θα «περάσει» σε ένα μεγαλύτερο κοινό γιατί ενδύει ελκυστικά την ωμότητα με «φιλολαϊκότητα», μουσική και καλές προθέσεις.

Ένα έργο που μοιάζει με τις φιλελεύθερες ταινίες του ’60 και του ’70 που πίστευαν στ’ αλήθεια ότι «αν πας τους κακούς στις εφημερίδες, η αδικία θα πάψει»

Ίσως αν διατηρούνταν η ιδιότητα της δημοσιογράφου για την κεντρική ηρωίδα, ένα ενδιαφέρον, ενοχλητικό, πρόβλημα να μην έκανε υποδόρια την εμφάνισή του. Όμως η Μαριάν της Ζιλιέτ Μπινός είναι συγγραφέας. Κι ως συγγραφέας είναι (και) καλλιτέχνιδα. Κι ως τέτοια θα χρειαζόταν μια ταινία που με μεγαλύτερη σαφήνεια θα έδειχνε μια ηρωίδα με συνειδητή στράτευση, παρά μια αστή σε αναζήτηση έμπνευσης – κι ίσως ακεραιότητας. Κι αφού είναι μια τέτοια αστή, χρειάζεται κανείς (ίσως όχι όλοι) μια ταινία κριτική του χαρακτήρα της.

Παραδόξως – ή και καθόλου – το θέμα θυμίζει ένα κλασικό ερώτημα που γεννά το σινεμά και η ερμηνευτική Μέθοδος. Για τους αναγνώστες που ίσως δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται, Μέθοδος είναι η ερμηνευτική προσέγγιση κατά την οποία οι ηθοποιοί «γίνονται» ο ρόλος, χτίζοντάς τον εκ των έσω, πολλές φορές υιοθετώντας τις συνθήκες της ζωής των χαρακτήρων που ερμηνεύουν. Η Μαριάν της ταινίας είναι μια «μεθοδική» λοιπόν. Το πρόβλημα της Μεθόδου είναι ότι σε λάθος χέρια δεν είναι παρά μια καλλιτεχνική ομφαλοσκόπηση που μπορεί και να μαρτυρά μια αδυναμία υπόδυσης ισοσκελιζόμενη από μια ικανότητα μίμησης. Το άλλο πρόβλημα της Μεθόδου είναι η εκμετάλλευση αυτών που υποδύεσαι (κι ίσως, όπως εδώ, εξαπατάς). Το βιβλίο γράφεται, η ταινία βγαίνει, όλοι πληρωνόμαστε, αλλά οι εργάτες της καθαριότητας στην Ουιστράμ παραμένουν οι εργάτες της καθαριότητας στην Ουιστράμ. Αν η ταινία θέλει πλεονέκτικα (sic) να το αγγίξει αυτό με το τελικό πλάνο, ευτυχώς υπάρχει κι αυτό, οι κριτικές πρέπει να τις υπενθυμίσουν όλα όσα ξέχασε νωρίτερα.

H ταινία του Καρέρ δεν παίρνει αρμόζουσα θέση επί του τι είδους προνομιούχα είναι η Μαριάν και πόση συναίσθηση έχει για το ότι η «μεθοδική» της ενέργεια όχι μόνο θωπεύει τις αστικές της ενοχές, αλλά αφήνει και πίσω της επιπλέον τραύματα σε μια κοινωνική τάξη που κουβαλά ήδη τις αμαρτίες του κόσμου. Η ταινία, όσο κρατά στη μια μεριά της τραμπάλας έναν χαρακτήρα, που θέτει την Μαριάν προ των πολιτικότατων ευθυνών της (άλλο που το έργο μένει στον συναισθηματισμό…), διατηρεί με διακαή αφέλεια την πεποίθηση ότι ένα βιβλίο που καταγγέλλει την αδικία αξίζει τις πληγές και την καθαρή εκμετάλλευση της «μεθοδικής» πράξης. Σαν τις φιλελεύθερες ταινίες του ’60 και του ’70 που πίστευαν στ’ αλήθεια ότι «αν πας τους κακούς στις εφημερίδες, η αδικία θα πάψει».

Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Ο κόσμος δεν αλλάζει από τις καταδίκες των περιστατικών και από τις μονάδες που επιλαμβάνονται εφευρετικά για να λύσουν γόρδιους δεσμούς. Η απόσταση ανάμεσα στο προνόμιο και την έλλειψή του είναι ασύλληπτη για εμάς που κάνουμε τις, έστω κακοπληρωμένες, δουλειές μας, αλλά αντέχουμε κι έχουμε και τον χρόνο να ζήσουμε μια ζωή – εξού και ολέθρια η διδακτική αντίστιξη της σκηνής στη θάλασσα. Οφείλουμε μια ελάχιστη, μα διαρκή, υπενθύμιση στους εαυτούς και όποιον μας ακούει, ότι ο ατομικός μας αγώνας για τους κατατρεγμένους είναι πάντοτε ασφαλής και στ’ αλήθεια ποτέ ουσιαστικά αποτελεσματικός, μιας και το διάκενο ανάμεσα στους πάνω και τους κάτω παραμένει ανέπαφο. Οφείλουμε να αναφέρουμε, με ευκρίνεια και όχι δημιουργική ασάφεια και καλλιτεχνικούς συμβολισμούς, ότι συμμετέχουμε δια της αδράνειας στην διαιώνιση των μη προνομιούχων.

Κι όλες αυτές οι οφειλές απουσιάζουν χτυπητά από μια ταινία που δεν κατονομάζει ποτέ, τίποτα και κανέναν, που δεν μέμφεται ποτέ ειλικρινά την πρακτική της προνομιούχου (εδώ καλλιτεχνικής) μπουρζουαζίας και, τελικά, χρωματίζει ρόδινο τον ορίζοντα ημών ομιλούντων για ανθρώπους και καταστάσεις που δεν βλέπουμε καν από το ύψος των σε όροφο διαμερισμάτων μας. Κι έτσι μένει τελικά ένα απλό, μικρό έργο, ίσως ακόμα και καλοπροαίρετο, που έχει μια-δυο σκηνές δήθεν Λόουτς αναφοράς και γυναικείας φιλίας, αλλά δεν είναι πολλά παραπάνω από ένα κλινικά καθαρισμένο φιλμικό φέρι μποτ για Σεζάρ «φτασμένων σταρ που καθαρίζουν τουλέτες».

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους
  • Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους