Πολύδροσο
Polydroso

To «Πολύδροσο» του The Boy είναι μια προσευχή στην αγάπη μάνας - κόρης. Μία βιντεοκασέτα που παίζει σε αργή κίνηση αναμνήσεις και εν δυνάμει αναμνήσεις, για να παρατηρηθούν και να μετρηθούν μία προς μία οι κλωστές που υφαίνουν αυτό το μοναδικό κουκούλι αγκαλιάς και ασφάλειας.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) περιγράφει τη νέα, έβδομη ταινία του ως «μια ταινία για ανθρώπους τρυφερούς σε έναν όχι τρυφερό κόσμο». Θέλει να μιλήσει για τη σχέση μεταξύ μάνας - κόρης που ο κόσμος, η ταχύτητα και οι απαιτήσεις του πολλές φορές δεν μας αφήνουν να της αποδώσουμε τις δάφνες που της αξίζουν. Για να εξετάσει αυτή τη σχέση παρατηρεί δύο γυναίκες, δύο Σοφίες, μια μάνα και μια κόρη, μια μικρή και μια μεγάλη. Μία επανασύνδεση που μοιάζει με πείραμα. Η Σοφία, η κόρη, επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, στο Πολύδροσο, ένα απομονωμένο προάστιο, για να φροντίσει τη Σοφία, την μητέρα, που είναι άρρωστη. Το πατρικό σπίτι είναι η πατρίδα των παιδικών της χρόνων, που υπήρξε τόσο καταφύγιο όσο και εφαλτήριο για το άλμα προς τη ζωή έξω από αυτό.
Η Σοφία Κόκκαλη στο ρόλο της (μικρής) Σοφίας είναι το δυναμικό και ταυτόχρονα ευαίσθητο πλάσμα που πια αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό της. Καθρεφτίζει όλη τη δύναμη της νιότης κι όλη την αδυναμία της κόρης που δεν θέλει να ζήσει χωρίς τη μητέρα της. Η Βίκυ Καγιά στο ρόλο της (μεγάλης) Σοφίας, εγκλιματίζεται εντυπωσιακά στο φιλμικό σύμπαν του Βούλγαρη. Μακριά από την τηλεοπτική περσόνα που έχουμε συνηθίσει, ακόμη και από τις πρότερες κινηματογραφικές της εμφανίσεις, αποδίδει στην ηρωίδα της μία αλήθεια εσωτερική, δίνοντας προσοχή στον ρυθμό, την κίνηση, την άρθρωση ακόμη και τις συσπάσεις του προσώπου της, που ο Βούλγαρης δεν αμελεί να κινηματογραφεί προσεκτικά.
Η ταινία έχει πολλές από τις αρετές και τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τη φιλμογραφία του Βούλγαρη. Μία προσεκτικά, παλ, στυλιζαρισμένη εικόνα, θερμή και νοσταλγική που βρίθει συναισθημάτων ακόμη και στα ακίνητα κάδρα της. Πλάνα σαν ένα φωτογραφικό άλμπουμ που διαστέλλεται στο χρόνο, επιδιώκοντας να ρίξει φως σε όλες εκείνες τις μικρές ιστορίες που ήταν τελικά μεγάλες. Ακόμη και όταν η κάμερα περιπλανάται στη φυσική σκηνογραφία, η αναφορά είναι ξανά μητρική. Αργός ρυθμός, ληθαργικός που καθώς υπνωτίζει, προσπαθεί να μιλήσει στο υποσυνείδητό ή και το ασυνείδητο. Μία επίκληση σε ένα θυμικό που δεν είσαι σίγουρος πως αναγνωρίζεις στην πρώτη επαφή. Διάλογοι αργοί, ποιητικοί, ασύνδετοι, συμβολικοί, συγκινητικοί, ενίοτε και τρομακτικοί, με κινηματογραφικές αναφορές, δίνουν στο φιλμ μία ανάγνωση διαφορετική, σαν να πρόκειται για αποσπάσματα από ένα φωτεινό φιλμ νουάρ (αν θα μπορούσε να υπάρξει τέτοιο είδος), σαν μία χορογραφία των ανθρώπων με τη φύση, σαν ένα installation με σκισμένες σελίδες από ένα ημερολόγιο που γράφεται την ίδια ώρα που βιώνεται.