Το Κοράκι
The Crow
Ο Έρικ και η Σέλι δολοφονούνται στυγνά από μια «διαβολική» μαφία, όμως ο άσβεστος έρωτάς τους θα επαναφέρει τον Έρικ στη ζωή, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό της αγαπημένης του.
«Οι άνθρωποι κάποτε πίστευαν πως όταν κάποιος πέθαινε, ένα κοράκι κουβαλούσε την ψυχή του στη γη των νεκρών. Μερικές φορές όμως συνέβαινε κάτι τόσο κακό, που μια τρομερή θλίψη απλωνόταν μέσα του και η ψυχή δεν μπορούσε να ξεκουραστεί…». Σαν άλλο κοράκι κι εμείς, μετά τη θέαση της ταινίας του Ρούπερτ Σάντερς αισθανόμαστε μια απέραντη οδύνη εντός μας.
Τριάντα χρόνια μετά την κινηματογραφική «γέννηση» της ταινίας του Αυστραλού δημιουργού Άλεξ Πρόγιας, ο οποίος βάσισε το φιλμ του στην ομότιτλη σειρά κόμικ του Τζέιμς Ο’Μπαρ, ο Ρούπερτ Σάντερς (του αχρείαστου live action adaptation του τεχνολογικά κοσμογονικού «Ghost in the Shell), παραδίδει τη δική του εκδοχή στην πανκ, γοτθική ιστορία εκδίκησης του Ο’Μπαρ, αλλάζοντας ρότα και παίρνοντας σαφή απόσταση από το σκοτεινό και υπέρ-στυλιζαρισμένο αποτέλεσμα του Πρόγιας. Ποια είναι αυτή η εκδοχή; Φέρτε στο μυαλό σας την πιο generic ταινία των 2000s με θυμωμένους, emo εφήβους, background - απαραιτήτως - στις αποχρώσεις του μπλε (γιατί εσωτερική πάλη), φτηνιάρικο CGI που δεν εξυπηρετεί ποτέ κανέναν σκοπό στην υπόθεση και ένα επίπονα σχηματικό σενάριο και έχετε μια πρώτη ιδέα για το τι σας περιμένει εδώ.
Ο Έρικ (Σκάρσγκαρντ) είναι ταλανισμένος στη ζωή του, αυτό τουλάχιστον δείχνει η αρχή της ταινίας, τα πάρα πολλά τατουάζ του και το κέντρο απεξάρτησης στο οποίο βρίσκεται. Μια μέρα θα περάσει το κατώφλι της κλινικής η Σέλι (FKA twigs), μια νεαρά που κουβαλάει τους δικούς της δαίμονες και ο έρωτάς τους θα είναι, αναμενόμενα, κεραυνοβόλος. Επειδή όμως η Σέλι είναι πιο βαθιά μπλεγμένη από ό,τι αφήνει να εννοηθεί, θα αναγκαστεί να το σκάσει μαζί με τον Έρικ προκειμένου να ζήσουν σαν φυγάδες, ελεύθεροι, ωραίοι και μποέμ, μέχρι τη στιγμή που το παρελθόν της θα τους «χτυπήσει» την πόρτα και θα τους αφήσει νεκρούς. Ο Έρικ όμως, θα επιστρέψει με τη βοήθεια ενός κόρακα, πίσω στο βασίλειο των ζωντανών, προκειμένου να εκδικηθεί τον θάνατο της μεγάλης του αγάπης.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν ένα πρότζεκτ βρίσκεται στα σκαριά εδώ και πολλά χρόνια, έχοντας περάσει από σαράντα κύματα με διαρκείς αλλαγές σκηνοθετών, cast και σεναριογράφων, μέχρι να καταλήξει στο – κάτω των προσδοκιών – αποτέλεσμα του Ρούπερτ Σάντερς, ο οποίος εδώ μοιάζει εντελώς χαμένος, λες και αδυνατεί να κατανοήσει ακόμα και βασικές αρχές σκηνοθεσίας και κινηματογράφησης πλοκής.
Το ίδιο προβληματικό κρίνεται και το σενάριο των Ζακ Μπέιλιν και Γουίλιαμ Ζόζεφ Σνάιντερ που ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον πυρήνα της ιστορίας του Ο’Μπαρ (μια ιστορία εκδίκησης αποτελεί πάντα μια καλή, διηγηματική αφορμή), γράφουν αντ’ αυτού μια υπόθεση χαοτική, γεμάτη κενά και σεναριακά άλματα, μπλέκοντας το στοιχείο του μεταφυσικού, με τον διάβολο και το επέκεινα, δίχως την παραμικρή επεξήγηση ή έστω μια τραγωδική σύμβαση βαθύτερη του εξαιρετικά επιφανειακού στο οποίο (επι)μένει η ταινία τόσο σε επίπεδο σεναρίου, όσο και σκηνοθεσίας.
Ακόμα κι αν κάποιος δει τη συγκεκριμένη απόπειρα ως μια άλλη «ανάγνωση» του original υλικού, δεν γίνεται να μη συμφωνήσει πως το love story των πρωταγωνιστών μοιάζει βεβιασμένο και επιβεβλημένο. Πέρα από το γεγονός ότι οι ερμηνείες των Σκάρσγκαρντ και FKA twigs είναι εξωφρενικά μονοδιάστατες, δεν υπάρχει και τίποτα που να συνηγορεί σε έναν έρωτα βαθύ, όσα εκτυλίσσονται επί της οθόνης μοιάζουν σχεδόν, με εφηβική παρόρμηση, καμία σχέση με την πονετική ματιά του θεατή στο όραμα του Πρόγιας, με τις συγκρίσεις να είναι αναπόφευκτες, αφού τουλάχιστον εκεί υπήρχε πράγματι ένα κινηματογραφικό όραμα, μια ιστορία αγάπης, εκδίκησης και εξιλέωσης.
Μεγάλο αυτογκόλ από πλευράς Σάντερς, «Το Κοράκι» είναι μια ταινία που δεν έχει κάτι καινούργιο να προσθέσει στο εν λόγω σύμπαν. Πέρα από μια πολύ συγκεκριμένη σεκάνς δράσης, πρόκειται για ένα αποτέλεσμα κακοφορμισμένο από τα τόσα χρόνια αναμονής και αλλαγής σχεδίων, θαρρείς βγαλμένο απευθείας από κάποια άλλη δεκαετία. Κανένα στυλ, καμία ιστορία, μόνο αναμασημένες ιδέες και φτωχή υλοποίηση.