The Substance: Tο Ελιξίριο της Νιότης
The Substance
Με μια θαρραλέα ερμηνεία από την Ντέμι Μουρ και πίδακες αίματος να βάφουν κόκκινη την οθόνη, η δεύτερη (αγγλόφωνη αυτή τη φορά) ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτιδας μετά το «Revenge» θα κάνει το κοινό να παραληρεί - από ηδονή ή αποστροφή, διαλέγετε και παίρνετε!
Αν πριν από μερικά χρόνια κάποιος μας περιέγραφε ότι μια ταινία σαν το «The Substance» θα επιλεγόταν από τις Κάννες για να διεκδικήσει τον Χρυσό Φοίνικα, το πιθανότερο είναι ότι θα γελούσαμε ηχηρά στα μούτρα του. Πριν λίγους μήνες, όμως, η πιο αγνή και εξωφρενική μεταμεσονύχτια απόλαυση που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό, όχι μόνο βρήκε μια θέση ανάμεσα στους συνήθεις arthouse υπόπτους, αλλά αποχώρησε από την Κρουαζέτ με βραβείο Σεναρίου προσφέροντας μια ευπρόσδεκτη ανάσα (ή μάλλον, κραυγή) επενοχοποιημένης απόδρασης από τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια των «κουλτουριάρικων» Καννών.
Σε έναν ρόλο που μοιάζει με παρωδία του εαυτού της, η Ντέμι Μουρ υποδύεται μια ξεπεσμένη, πάλαι ποτέ βραβευμένη με Όσκαρ σταρ, της οποίας η καριέρα έχει περιοριστεί πλέον σε ένα τηλεοπτικό show γυμναστικής. Μέχρι που οι υπεύθυνοι του καναλιού αποφασίζουν να την ξεφορτωθούν, προκειμένου να την αντικαταταστήσουν με μια νεότερη σέξι παρουσία. Απελπισμένη και κυριευμένη από περιφρόνηση για τον εαυτό της και το γερασμένο σώμα της, εκείνη θα καταφύγει σε μια μυστηριώδη εταιρεία που υπόσχεται στους πελάτες της μια καλύτερη, νεότερη και ομορφότερη εκδοχή του εαυτού τους, προμηθεύοντάς τους με μια ενέσιμη ουσία που συνοδεύεται από μια σειρά αυστηρών οδηγιών. Βασικός περιορισμός; Ο κάθε «εαυτός» έχει στη διάθεσή του μια εβδομάδα κάθε φορά, πριν χρειαστεί να δώσει τη θέση του στον άλλο, προκειμένου ο πρώτος να «αναζωογονηθεί». Κάπως έτσι θα γεννηθεί, κυριολεκτικά μέσα από το σώμα της Μουρ, σαν αμοιβάδα που διαχωρίζεται, η Μάργκαρετ Κουάλεϊ, η οποία όχι μόνο θα ξαναπάρει την παλιά δουλειά της αλλά θα μεταμορφωθεί σε τηλεοπτική σταρ σχεδόν εν μία νυκτί.
Η Κοραλί Φαρζά χάρισε στο Φεστιβάλ μια από τις πιο εκστατικές και εμβληματικές στιγμές στην ιστορία του, υπογράφοντας ένα μελλοντικό cult classic από τα λίγα
Ξεκινώντας από μια ήδη εκκεντρική ιδέα που μοιάζει σαν το «Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ» να συνάντησε το «Freaky Friday», η Φαρζά ξεμπερδεύει στην ταινία από πολύ νωρίς με το όποιο κοινωνικό σχόλιο μπορεί να περιμένει κανείς. Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για δεύτερα επίπεδα σε ένα φιλμ που από το πρώτο λεπτό σατιρίζει –ανελέητα και με τον πλέον προφανή, γκροτέσκο τρόπο– τα καταπιεστικά πρότυπα ομορφιάς και τη συμπεριφορά της βιομηχανίας του θεάματος απέναντι στις γυναίκες: από την ακραία ηδονοβλεπτική αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος και τον πανταχού παρόντα σεξισμό μέχρι τη νοοτροπία του «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν» που διακατέχει ακόμα το Χόλιγουντ. Σαφέστατα, η Φαρζά δεν στοχεύει σε μια δημιουργία εκλεπτυσμένου τρόμου, όπως αυτές που έχουν γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια στα κινηματογραφικά φεστιβάλ – βλέπε, για παράδειγμα, τις ταινίες του Άρι Άστερ και του Ρόμπερτ Έγκερς, ή το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Titane» της Ζουλιά Ντικουρνό. Έχοντας, λοιπόν, βγάλει από τη μέση το απαραίτητο κοινωνικό μήνυμα, μπορεί πλέον να αφοσιωθεί απερίσπαστη σε ένα εκρηκτικό μείγμα τρόμου, φρίκης κι ενίοτε αηδίας, πάντοτε στη διαπασών, και συχνά αντιστρέφοντας τους όρους του exploitation σινεμά μέσα από το γυναικείο βλέμμα της. Όπως με τα καταιγιστικά πλάνα των τηλεοπτικών γυμναστικών επιδείξεων, που βομβαρδίζουν τον αμφιβληστροειδή του θεατή με ασφυκτικά κοντινά πλάνα των σφιγηλών οπισθίων της Κουάλεϊ καθώς σπαρταρούν μέσα σε θεόστενα γυαλιστερά bodysuits από λίκρα.
Ξελιγωμένη από την εξωφρενική νέα της επιτυχία, η Κουάλεϊ θα αρχίσει φυσικά να παραβαίνει έναν έναν τους κανόνες της «Ουσίας», δημιουργώντας ολοένα και πιο σοβαρές ρήξεις ανάμεσα στους δύο «εαυτούς» και επιφέροντας φρικτές σωματικές επιπτώσεις στην Μουρ. Ότι ακολουθεί είναι ένας παρανοϊκός και κατάφωρα διασκεδαστικός camp εφιάλτης όπου χωράνε τα πάντα: οι αιματοκυλισμένες μοκέτες από τη «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο σωματικός τρόμος του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, οι γκροτέσκ μεταλλάξεις από το «Society» του Μπράιαν Γιούζνα, το freak show του δια χειρός Ντέιβιντς Λιντς «Ανθρώπου Ελέφαντα», η μεγαλειώδης, πορφυρή έξοδος από την «Κάρι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Όλα περασμένα από το ανεξέλεγκτο μίξερ της Φαρζά, που με αυτόν τον τρόπο σημάδεψε φέτος το διαγωνιστικό των Καννών, χαρίζοντάς του μια από τις πιο εκστατικές και εμβληματικές στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ και υπογράφοντας ένα μελλοντικό cult classic από τα λίγα.