ΚΑΝΝΕΣ 2014 / ΤΑΙΝΙΕΣ

«Μανούλα», μητέρα, μαμά: Ο Ξαβιέ Ντολάν κερδίζει εισιτήριο διαρκείας στην καλλιτεχνική αναγνώριση

2014-05-23 20:39:07

«Μανούλα», μητέρα, μαμά: Ο Ξαβιέ Ντολάν κερδίζει εισιτήριο διαρκείας στην καλλιτεχνική αναγνώριση




Οι κριτικές ήταν στην πλειοψηφία τους ενθαρρυντικές. Το σημερινό Variety θεωρεί την ταινία ως φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα. Τα κολακευτικά σχόλια στο twitter ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Πολυάριθμοι θεατές δηλώνουν συγκινημένοι. Πειράζει όμως που δεν συμμεριζόμαστε τον ίδιο ενθουσιασμό για το «Μανούλα» του 25χρονου Ντολάν;


Από τον Λουκά Κατσίκα

Οι κριτικές ήταν στην πλειοψηφία τους ενθαρρυντικές. Το σημερινό Variety θεωρεί την ταινία ως φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα. Τα κολακευτικά σχόλια στο twitter ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Πολυάριθμοι θεατές δηλώνουν συγκινημένοι. Πειράζει όμως που δεν συμμεριζόμαστε τον ίδιο ενθουσιασμό για το «Μανούλα» («Mommy») του 25χρονου Ντολάν;

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την εποχή που ένας νεαρότατος Ξαβιέ Ντολάν πραγματοποιούσε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, δηλώνοντας πως «Σκότωσα τη Μητέρα μου», με τον τίτλο της χαριτωμένης πρώτης του ταινίας.

Από τότε ως σήμερα μεσολάβησαν τρεις ταινίες, διαφορετικές σε ύφος μεταξύ τους και όχι απολύτως πετυχημένες, με τις οποίες ο καναδικής καταγωγής πιτσιρικάς μπορεί να μην κέρδιζε τους απανταχού κριτικούς με το μέρος του, φανέρωνε ωστόσο πως, παρά το μικρό της ηλικίας του, επρόκειτο για ένα αναμφίβολο ταλέντο.

Και αφού με τις ταινίες «Φανταστικές Αγάπες» και «Λόρενς Για Πάντα» κατόρθωσε να εξασφαλίσει τα τελευταία χρόνια μια θέση σε κάποιο από τα παράλληλα τμήματα των Καννών, οι πόρτες για το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ άνοιξαν γι' αυτόν μόλις φέτος, χάρη στο «Mommy».

Ασχέτως των όσων κατά καιρούς γράφονται για τον 25χρονο νεαρό, χαρακτηρίζοντάς τον από «υπερεκτιμημένο» και «νάρκισσο» μέχρι «επιφανειακό» και «αλαζόνα», οι ικανότητές του πίσω από την κάμερα και η εργασιομανία του παραμένουν δεδομένες.

Απόσπασμα από την ταινία «Μommy» του Ξαβιέ Ντολάν.

Αυτές ακριβώς οι ικανότητες μπαίνουν σε πλήρη εφαρμογή στην καινούργια του ταινία, εξυψώνοντας μια φύσει δραματική και καταθλιπτική ιστορία σε ένα φιλμ που δονείται από ζωντάνια, πλημμυρίζει στο χρώμα και περιέχει μια από τις πιο θορυβώδεις ηχητικές μπάντες που έχουμε ακούσει τελευταία καθώς, για το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής, οι χαρακτήρες επικοινωνούν και χειρονομούν σε μια αδιάκοπη διαπασών.

Αφού προσπερνά σχετικά γρήγορα ένα αχρείαστο μελλοντολογικό εύρημα που την τοποθετεί χωρίς ιδιαίτερο λόγο στο 2015, η ταινία του Ντολάν ασχολείται με την άκρως κυκλοθυμική και συχνά ανεξέλεγκτη σχέση που καλλιεργείται ανάμεσα σε μια παρορμητική και μποέμ μητέρα και τον ψυχικά ασταθή γιο της, η εκρηκτική συμπεριφορά του οποίου δίνει συχνά αφορμές για μπόλικους μπελάδες.

Τη γεμάτη σκαμπανεβάσματα αυτή σχέση έρχεται να συμπληρώσει με τον δικό της, πιο χαμηλόφωνο και διακριτικό τρόπο μια συνεσταλμένη γειτόνισσα η οποία βρίσκει εκεί προσωρινό καταφύγιο και αντίδοτο για τις δικές της προσωπικές κακουχίες.

Ο Ντολάν ξεκινά από το γεμάτο ανθρωπιά συναισθηματικό τρίγωνο που συνάπτουν οι τρεις χαρακτήρες του και για παραπάνω από δύο ώρες προσπαθεί να ακολουθήσει την rollercoaster διαδρομή τους από την πρόσκαιρη ευτυχία και την αισιοδοξία κατευθείαν σε μια απότομη προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα.

Το κάνει επικαλούμενος ένα εξωστρεφές και ξένοιαστο σκηνοθετικό ύφος, διακόπτοντας κατά διαστήματα τη δράση για να προσφέρει χαρμόσυνα μουσικά μοντάζ και παγιδεύοντας τους ήρωες σε ένα περιοριστικό (και ασυνήθιστο για στο σινεμά) τετράγωνο κάδρο, σκοπός του οποίου είναι να συγκεντρώσει το βλέμμα του θεατή σε τίποτα περισσότερο από τις φιγούρες και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.

Όλα αυτά μοιάζουν ασφαλώς ενδιαφέροντα και πολύ πιθανόν θα καταφέρουν να αγγίξουν συγκινησιακά τις χορδές αρκετών ευαίσθητων θεατών.

Η δεξιοτεχνία του Ντολάν στον χειρισμό της κάμερας και των ηθοποιών (με πρώτη την εξαιρετική Άν Ντορβάλ στο ρόλο της μάνας) δεν αρκεί, παρ' όλα αυτά, για να προσδώσει ρεαλιστικό εκτόπισμα στους δυσδιάστατους χαρακτήρες ή να διαλύσει την εντύπωση ότι η ιστορία που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας είναι εντελώς απλοϊκή.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, βέβαια, το «Μανούλα» απολαμβάνει μεγάλης αγάπης από σεβαστή μερίδα του κοινού των Καννών και δεν αποκλείεται να εγκαταλείψει την αυριανή τελετή απονομής των βραβείων με κάποιο σημαντικό έπαθλο.

Σε μια χρονιά, εντούτοις, όπου στο φεστιβάλ πρωτοστάτησαν βαριά καλλιτεχνικά πυροβολικά όπως ο «Κύριος Τέρνερ» του Μάικ Λι, το «Χειμερία Νάρκη» του Νούρι Μπιλγκέ Τσεϊλάν και το «Λεβιάθαν» του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, θα ήταν κρίμα ο Χρυσός Φοίνικας να καταλήξει στα χέρια ενός χαρισματικού πιτσιρικά, ο οποίος έχει, ωστόσο, πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του μέχρι να γίνει ένας αληθινά πρωτοκλασάτος σκηνοθέτης.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ