Ταινία της Εβδομάδας: Τα «Πεσμένα Φύλλα» μας θυμίζουν γιατί πρέπει να νιώθουμε ευγνωμοσύνη που υπάρχει στο σινεμά ο Άκι Καουρισμάκι
Ένας από τους αγαπημένους μας δημιουργούς γιορτάζει φέτος σαράντα χρόνια καριέρας με μια ταινία η οποία βεβαιώνει πόσο ανακουφιστικό είναι μερικές φορές το να παραμένεις σταθερός όλα αυτά τα χρόνια σε ένα όραμα. Ιδίως όταν το όραμα αυτό πηγάζει από καρδιάς και από έναν σκηνοθέτη με αστείρευτα αποθέματα αγάπης για τους ήρωες και τους θεατές του.
Κάθε πέντε περίπου χρόνια, εδώ και δύο δεκαετίες πλέον, ο Άκι Καουρισμάκι κάνει ένα διάλειμμα από τη ζωή και επιστρέφει στην καρέκλα του σκηνοθέτη για να μας θυμίσει πόσο σημαντικό είναι να παραμένουμε προσηλωμένοι στα πιο απλά και ειλικρινή πράγματα. Ίσως να αποτελεί τον μοναδικό δημιουργό αυτή τη στιγμή ο οποίος όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να προχωρήσει βήμα μπροστά το σινεμά του αλλά, ίσα-ίσα, συντηρεί με πείσμα και φοβερή συνέπεια το ίδιο μοντέλο που επί δεκαετίες υπηρετεί.
Ο λόγος είναι προφανής: οι ταινίες του Καουρισμάκι παραμένουν αυθεντικές γιατί αποτελούν προέκταση και έκφραση ενός νηφάλιου και μεγαλόψυχου ανθρώπου που δεν επιθυμεί να αποδείξει τίποτα σε κανέναν και ο οποίος χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο ως έναν εναλλακτικό τρόπο αλληλογραφίας, επικοινωνώντας κοινές εμμονές και αδυναμίες του με αμέτρητους ανθρώπους εκεί έξω, χωρίς να πρέπει να μιλά μαζί τους την ίδια γλώσσα.
Ο Καουρισμάκι επιμένει να αντιμετωπίζει τα πάντα με το βλέμμα ενός ανθρώπου ο οποίος ανακάλυψε ότι η μετριοφροσύνη είναι ίσως η πιο υποτιμημένη αρετή
Με ένα μαγικό, και ιδιοσυγκρασιακά δικό του τρόπο, οι ταινίες του έχουν εδώ και δεκαετίες συσπειρώσει γύρω τους μια εκλεκτική φυλή θεατών η οποία αντιμετωπίζει δικαιολογημένα κάθε εμφάνιση του Καουρισμάκι με ενθουσιασμό. Μάλλον επειδή ο Φινλανδός δημιουργός επιμένει, όπως κι εκείνοι, να αντιμετωπίζει τα πάντα με το βλέμμα ενός ανθρώπου ο οποίος ανακάλυψε ότι η μετριοφροσύνη είναι ίσως η πιο υποτιμημένη αρετή, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη.
Στα «Πεσμένα Φύλλα» βρίσκουμε τον Καουρισμάκι ακριβώς εκεί που τον αφήσαμε με το προηγούμενο φιλμ του: στο ίδιο σκυθρωπό Ελσίνκι των προλετάριων, των περιθωριακών, των χαμένων ψυχών που σβήνουν την απογοήτευσή τους με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι, μέσα σε καπνισμένα μπαρ της συμφοράς όπου ο χρόνος έχει σταματήσει και το τζουκ μποξ παίζει παρηγορητικά ξεχασμένα ροκ εντ ρολ κομμάτια. Η κάμερά του ακινητοποιείται σε πρόσωπα που παραμένουν ανέκφραστα, σε μια υπαρξιακή κατάσταση πλήρους στασιμότητας και παραίτησης όπου η χαρά φαίνεται να προ πολλού μεταναστεύσει σε περιοχές με θερμότερα κλίματα.
Ο σκηνοθέτης επικαλείται και πάλι έναν συγκινητικό ρομαντισμό όπου η υποψία της λύτρωσης γίνεται εφικτή μέσα από το βίωμα της ανεπιτήδευτης αγάπης
Εκεί ακριβώς κατοικούν και οι δυο μοναχικοί ήρωές του. Στο μέσο της απέλπιδος πραγματικότητάς τους, όπου η ανεργία παραμένει διαρκής πιθανότητα, τα ραδιόφωνα μεταδίδουν καθημερινά νέα από τον πόλεμο στην Ουκρανία και κανείς δεν βρίσκει ποτέ το κουράγιο ή τον λόγο για να χαμογελάσει, ο Καουρισμάκι ανακαλύπτει ξανά για λογαριασμό τους την ανθρώπινη δυνατότητα για κάτι καλύτερο και τους την εμπιστεύεται. Μέσα από την γεμάτη αναβολές και ματαιώσεις ερωτική ιστορία που διηγείται, επικαλείται και πάλι έναν συγκινητικό ρομαντισμό όπου η υποψία της λύτρωσης γίνεται εφικτή μέσα από το βίωμα της ανεπιτήδευτης αγάπης.
Η ταινία του είναι ακριβώς ό,τι φαντάζεται κανείς από ένα φιλμ του Καουρισμάκι, με τα πανέμορφα tableaux vivants του, τη διάρκεια που ποτέ δεν ξεπερνά τη μιάμιση ώρα, το γνώριμο χιούμορ, τις τσαχπίνικες κινηματογραφόφιλες αναφορές, τις μελαγχολικές φιγούρες που πηγαινοέρχονται σαν υπνοβάτες, κουβαλώντας χαρακτηριστικά που τις κάνουν να μοιάζουν σαν να είναι συγγενείς της ίδιας εκτενούς οικογένειας. Τίποτα κοσμογονικό δεν θα συμβεί. Όμως όταν η ηρωίδα του φιλμ αφήσει να της ξεφύγει ένα φευγαλέο χαμόγελο, η σκηνή γίνεται η μεγαλύτερη κίνηση γενναιοδωρίας από μέρους ενός δημιουργού. Ο οποίος μας αποδεικνύει κι εδώ ότι κάνει σινεμά για να μπορεί να χαρίζει στους ήρωές του το προνόμιο σε μια καλύτερη μέρα.